Θεολογία, Θρησκεία και Ακαδημία

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

Δημοσιεύθηκε στις: 20 Οκτωβρίου, 2017
Σύνολο προβολών 194
Αξιολόγηση αναγνωστών:
4.6
(16)
Reading Time: 5 minutes
Διαθέσιμο επίσης στα: English | Русский

Άννας Μπρισκίνα-Μιούλερ (Anna BriskinaMüller)  English  |  ру́сский

“Το Πανεπιστήμιο της Μόσχας εδραιώθηκε με βάση τις ίδιες αρχές όπως όλα τα Γερμανικά πανεπιστήμια” – αυτό μας λέει μια Ρωσική αναφορά από τις αρχές του 1770. Επειδή δεν διέθεταν Ρώσους καθηγητές, “δεν ιδρύθηκε θεολογική σχολή […]. Μολονότι θα ήταν ωφέλιμο να ιδρυθεί μια τέτοια σχολή για την εκπαίδευση του κλήρου”- δηλώνει η αναφορά.

Τόσο η δήλωση ότι οι θεολογικές σχολές είναι απαραίτητες, όσο και η αναφορά στα “Γερμανικά πανεπιστήμια” εξακολουθούν να είναι επίκαιρες, όπως παρατηρούμε στη Ρωσία, όπου ακόμη και σήμερα υπάρχουν αμφιλεγόμενες συζητήσεις γύρω από αυτό ακριβώς το ζήτημα.

Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα απόψεων εδώ: οι «σκληροί θετικιστές» («καμία από τις ανθρωπιστικές επιστήμες δεν είναι ‘επιστήμη’»), οι «μέτριοι θετικιστές» («η θεολογία, σε αντίθεση με τις άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες, δεν είναι επιστήμη λόγω των θρησκευτικων περιορισμών της»), οι «θρησκευτικά-ενδιαφερόμενοι θετικιστές» και «ακαδημαϊκοί θρησκευτικων μελετών» (που αρνούνται την επιστημονική φύση της θεολογίας λόγω του υποκειμενικού της χαρακτήρα), οι ουδέτεροι μέχρι και καλοπροαίρετοι «παρατηρητές» και αυτοδίδακτοι θεολόγοι (εκπρόσωποι των ανθρωπιστικών επιστημών που ασχολούνται με θεολογικά θέματα) και, τελικά, οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας (οι «θετικιστές» τους αποκαλούν «κληρικούς»).

Ένα από τα κεντρικά θέματα συζήτησης είναι το παρακάτω: τι θα προσέφερε η θεολογία σε ένα πανεπιστήμιο που δεν προσφέρουν ήδη οι άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες; Η συντριπτική πλειοψηφία των υπερμάχων της πανεπιστημιακής θεολογίας υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι η θεολογία θα «εμπλούτιζε» τα πανεπιστήμια χάρη στην καθιέρωση εδρών θεολογίας σε όλες τις σχολές (!). Θεωρούν την θεολογία μια επιστήμη με ειδικό καθεστώς;

Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας χαρακτηρίζουν την θεολογία ως «εκκλησιαστική επιστήμη» και θέτουν την «πνευματική εμπειρία» ως προϋπόθεση για τη μελέτη της θεολογίας. Αυτό, για τους «θετικιστές» και τους «θρησκευτικούς ακαδημαϊκούς», είναι επιβεβαίωση όλων των αμφιβολιών όσον αφορά τον επιστημονικό χαρακτήρα της θεολογίας. «Η εμπειρία» και η εξουσία της Εκκλησίας αντιβαίνουν σε οποιουσδήποτε ισχυρισμούς αντικειμενικότητας.

Υπάρχουν, φυσικά, πολλά θέματα που δεν έχουν συζητηθεί ευρέως. Παραδείγματος χάρη, θα επωφελούνταν η θεολογία από την επαφή της με άλλες επιστήμες; Και ποια θα ήταν η συγκεκριμένη έννοια της θεολογίας;
Αυτοί που έχουν συμμετάσχει στη συζήτηση μέχρι τώρα φαίνεται να θεωρούν ότι η θεολογία, έτσι ακριβώς όπως διδάσκεται στις θεολογικές και εκκλησιαστικές σχολές, απλά θα μετατεθεί στα πανεπιστήμια.

Οι Ρώσοι θεολόγοι συχνά κοιτούν προς τις θεολογικές σχολές των κρατικών πανεπιστημίων της Γερμανίας.
Έχω εξετάσει το Γερμανικό μοντέλο,[1] και, περιληπτικά, η κατάσταση έχει ως εξής:

Στα Γερμανικά πανεπιστήμια η νομιμότητα της θεολογίας βρίσκεται σε συνεχή κατάσταση αυτοδικαιολόγησης. Το αποτέλεσμα της αμφιλεγόμενης συζήτησης από τα τέλη της δεκαετίας του 2000 μέχρι το 2010 δημοσιεύθηκε στην αναφορά του Γερμανικού επιστημονικού συμβουλίου “Συστάσεις για την ανάπτυξη της θεολογίας και των θρησκευτικών επιστημών” (“Recommendations for the development of theology and religion-related sciences”). Περιέχει, μεταξύ άλλων, στοχασμούς υπέρ την συνέχεια της θεολογίας ως πανεπιστημιακό κλάδο, την εν συντομία ιστορία της θεολογίας στα Γερμανικά πανεπιστήμια, τα στατιστικά και τις τάσεις για τα τελευταία 50 χρόνια, και φυσικά μια βιβλιογραφία. Το κεντρικό σημείο της έκθεσης είναι αυτό: οι “θρησκευτικές κοινότητες” και το κράτος συνεργάζονται -εντός συμβατικά καθορισμένων σχέσεων- επειδή η εκπαίδευση είναι “κοινό τους μέλημα”. Όλα τα ενδιαφερόμενα μέλη μοιράζονται ένα κοινό συμφέρον: να παραμείνει η θεολογία στα πανεπιστήμια.

Το κράτος έχει συμφέρον να δημιουργήσει έναν «θρησκευτικό προσανατολισμό» στους πολίτες του, ο όποιος θα «καλλιεργεί την σταθερότητα». Οι «διαφοροποιημένες εκφράσεις των ηθικών συναισθημάτων» είναι σημαντικές και σε μια κοσμική κοινωνία. Στα πανεπιστήμια «οι θρησκευτικές κοινότητες υποχρεώνονται να επανεξετάζουν αδιάκοπα την πίστη τους υπό συνθήκες συνεχώς μεταβαλλόμενες ”, κι έτσι μπορούν να καταπολεμήσουν τις «τάσεις προς τον φονταμενταλισμό».

Οι εκκλησία επίσης ενδιαφέρεται για την ενσωμάτωση όλων των θρησκειών στην κοινωνική διαδικασία του συνταυτισμού. Εδώ, οι βασικές αρχές της Χριστιανικής πίστης “μεταφράζονται” με βάση τις επιστημονικές μεθόδους, και σε τίθενται σε κατηγορίες κατανοητές για τον σύγχρονο κόσμο. Στο πανεπιστήμιο, η θεολογία αναγκάζεται να συνεργαστεί στο ίδιο επίπεδο με άλλους κλάδους, και αυτό διασφαλίζει συνεχόμενα υψηλά ακαδημαϊκά πρότυπα για τον θεολογικό κλάδο. Η θεολογία με την σειρά της, αναγκάζει τις άλλες επιστήμες να συνειδητοποιήσουν τα όρια των επιστημονικών («θετικιστικών») ερμηνειών σχετικά με την ανθρωπότητα και τον κόσμο.

Τα ακόλουθα θέματα είναι κεντρικά για το Γερμανικό μοντέλο:

Στην Γερμανία το «τι είναι θρησκεία» καθορίζεται από τις ιδίες τις θρησκευτική κοινότητες. Το κράτος είναι ουδέτερο, δημιουργώντας μόνο τις προϋποθέσεις για την θρησκευτική εκπαίδευση. Η χρηματοδότηση των θεολογικών σχολών από το κράτος δεν θεωρείται χρηματοδότηση της εκκλησίας. Η θεολογία δεν θεωρείται επέκταση της Εκκλησίας, πράγμα που φέρνει το Γερμανικό μοντέλο σε αντίθεση με την πλειοψηφία των Ρώσων υποστηρικτών της πανεπιστημιακής θεολογίας. Στην Ρωσία η παρουσία της θεολογίας στο πανεπιστήμιο θα σήμαινε την μόνιμη παρουσία και της εκκλησίας. Στην Γερμάνια, το κράτος πληρώνει για την επιστήμη, όχι για την εκκλησία. Τόσο το κράτος όσο και η κοινωνία επωφελούνται από μια “διαφωτισμένη” θεολογία.

Ο επιστημονικός χαρακτήρας της θεολογίας φαίνεται στο ότι τα θεμέλια της πίστης μπορούν να εξεταστούν με διαφάνεια δια ορθολογικής διαλέξεως. Θεωρητικά, ο επιστημονικός χαρακτήρας της θεολογίας δεν επηρεάζεται:
α) από την θρησκευτική της φύση
β) από την αναζήτηση της αλήθειας (ο νόμος και η φιλοσοφία επίσης ασχολούνται με θεωρίες της αλήθειας)
γ) από την προσωπική θρησκευτικότητα των καθηγητών ή/και των μαθητευομένων.

Το ζήτημα της αξίας της θεολογίας (σε σύγκριση με τις θρησκευτικές σπουδές και τη φιλοσοφία) απαντάται με αναφορά στην εσωτερική άποψη της θεολογίας.

Η θεολογία επωφελείται από την παρουσία της στο πανεπιστήμιο, γιατί εκεί έχει μια ακαδημαϊκή ελευθερία που την προστατεύει από τους περιορισμούς της Εκκλησίας (sic![2]). Μια επιστήμη που θεωρεί τον εαυτό της «εκκλησιαστική» παύει να είναι «επιστήμη».

Η θεολογία θεωρεί τον εαυτό της έναν μεταξύ πολλών κλάδων και έναν μεταξύ πολλών εφικτών διερμηνέων της ανθρώπινης κατάστασης.

Η Γερμανική θεολογία χαρακτηρίζεται από το ενδιαφέρον της για το ανθρώπινο ον. Αυτό το θέμα την συνδυάζει, την θέτει σε διάλογο, με τις φυσικές επιστήμες και τον ευρύτερο κόσμο. Αυτός ο διάλογος πραγματοποιείται εντός του πλαισίου μιας φιλοσοφικής διαλεκτού, η οποία παίζει τεράστιο ρόλο στην θεολογία του Προτεσταντισμού και του Καθολικισμού στην Γερμανία.

Η ιδέα της θεολογίας ως επιστήμη δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί στη Ρωσία. Το Γερμανικό μοντέλο θεωρείται ως πιθανό μοντέλο, αλλά περιέχει ορισμένα στοιχεία (κυρίως την ανεξαρτησία του από την Εκκλησία), τα οποία είναι άγνωστα, ξένα, και ισως και αδιανόητα για τους Ρώσους Ορθόδοξους. Όταν αναφέρονται στους «Γερμανούς», οι Ορθόδοξοι θεολόγοι στη Ρωσία πρέπει να γνωρίζουν ότι αυτό θα οδηγήσει, υποχρεωτικά, σε μια αναθεώρηση των στόχων, των μεθόδων, και των θεμάτων της θεολογίας, καθώς και του ρόλου των εκκλησιαστικών αρχών.


Translator: Katherine Chaffee

Το πλήρες κείμενο αυτού του άρθρου (με υποσημειώσεις) μπορεί να βρεθεί στο: Christianskoye chteniye 3/2017, σελ. 91-103.

[1] Τέσσερις συνεντεύξεις: Bogosloviye v universitete: case of germanskiy, στο: Gosudarstvo, religiya, cerkov ‘v Rossii i zarubezhom, 34 (2016), 241-298. Μια συνέντευξη: www.pravmir.ru/yoahim-villems-na-vse-neudobnyie-voprosyi-o-religii-est-otvetyi, 20 Οκτ. 2016.

[2] Η Λατινική λέξη sic είναι τροπικό επίρρημα και σημαίνει έτσι (ούτως). Χρησιμοποιείται συχνά μέσα σε παρένθεση, όταν μεταφέρεται κείμενο ή λόγος τρίτου για να τονίσει ότι η μεταφορά είναι πιστή. Χρησιμοποιείται για ιδιαιτερότητες ή λάθη, γλωσσικά ή νοηματικά, του πρωτοτύπου, προκειμένου να τονιστεί ότι τα λάθη ή οι ιδιαιτερότητες προέρχονται από τον αρχικό συγγραφέα και όχι από αυτόν που τα αναπαράγει. Συχνά χρησιμοποιείται ειρωνικα όταν πρόκειται για ιδιαιτερότητα που ο αναμεταδίδων θεωρεί λάθος (π.χ. ανορθογραφία), για να επιστήσει την προσοχή του αναγνώστη στο λάθος. Για επίταση της ειρωνείας μπορεί να συνοδεύεται και από θαυμαστικό (sic!).

Print Friendly, PDF & Email

To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία (Public Orthodoxy) επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών,των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.

Σχετικά με τον συγγραφέα

Have something on your mind?

Thanks for reading this article! If you feel that you ready to join the discussion, we welcome high-caliber unsolicited submissions. Essays may cover any topic relevant to our credo – Bridging the Ecclesial, the Academic, and the Political. Follow the link below to check our guidlines and submit your essay.

Proceed to submission page

Αξιολογήστε αυτήν τη δημοσίευση

Σας φάνηκε ενδιαφέρον αυτό το άρθρο;

Κάντε κλικ στα αστεράκια για να το αξιολογήσετε!

Average rating 4.6 / 5. Vote count: 16

Γίνετε ο πρώτος/η που θα αξιολογήσει αυτό το άρθρο.

Μοιραστείτε αυτήν την δημοσίευση

Contacts

Dr. Nathaniel Wood
Managing Editor
nawood@fordham.edu

Αποποίηση ευθυνών

Public Orthodoxy seeks to promote conversation by providing a forum for diverse perspectives on contemporary issues related to Orthodox Christianity. The positions expressed in the articles on this website are solely the author’s and do not necessarily represent the views of the editors or the Orthodox Christian Studies Center.

Σχετικά με το έργο

Μια Δημοσίευση του Κέντρου Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου
Φόρντχαμ