Τον περασμένο Αύγουστο αυτοκτόνησε ο πρώτος πραγματικός φίλος που είχα αποκτήσει στην εκκλησία. Συνάντησα τον “Τζόναθαν” (ψευδώνυμο) στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκελεϋ όταν ήμουν πρωτοετής. Αυτός με περνούσε ένα χρόνο. Έγινε μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά την διάρκεια μιας εβδομαδιαίας λειτουργίας της ΟΧΚ[1], σε ένα εκκλησάκι που είχαμε στήσει σε ένα «ἀνώγαιον μέγα». Ο Τζόναθαν και εγώ σύντομα γίναμε φίλοι. Ήμασταν και οι δύο σαρκαστικοί χαρακτήρες, με εξειδίκευση στα κλασσικά, και μας άρεσε η Μπαρόκ μουσική και οι τραβεστί. Δεθήκαμε ο ένας με τον άλλο με τον εύκολο τρόπο με τον οποίο έλκονται τα φρικιά όταν βρίσκουν άλλους του είδους τους.
Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι εξωτερικά ήμασταν πολύ διαφορετικοί άνθρωποι. Εγώ ήμουν Ελληνίδα. Μεγάλωσα στα προάστια του Ντένβερ στο Κολοράντο από γονείς της ανώτερης μεσαίας τάξης που με αγαπούσαν και με είχαν χαϊδεμένη. Ζουσα σε ένα κόσμο οπού οι μεγαλύτερες ανησυχίες μου ήταν οι βαθμοί μου, και το ωραίο αγόρι στη τάξη της φυσικής. Ο Τζόναθαν ήταν ορφανός. Μεγάλωσε μεσα στην φτώχεια στην Κεντρική Κοιλάδα της Καλιφόρνιας. Ήταν μιγάς και ομοφυλόφιλος σε μια κοινότητα που ήταν φυλετικά διαχωρισμένη και ετεροφυλόφιλη. Εάν η δική μου ζωή μου ήταν καθορισμένη -και συχνά περιορισμένη- από τα δεσμά που με δέσμευαν, η δική του ζωή ήταν μια συνεχή αναζήτηση για ένα μέρος όπου θα μπορούσε να είναι ο εαυτός του, και όπου θα τον αγαπούσαν άνευ όρων και προϋποθέσεων.
Αυτή η έρευνα τον έφερε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Και τον απογοητεύσαμε. Αποτύχαμε, επειδή δεν ξέραμε που να τον βάλουμε. Του ζητήσαμε να αφήσει κομμάτια του εαυτού του στον νάρθηκα. Είπαμε σ’ έναν άνθρωπο χωρίς οικογένεια ή σπίτι πως αν τύχει ποτέ να ερωτευτεί, η εάν προσπαθήσει να δημιουργήσει την οικογένεια και το σπίτι που του αρνήθηκαν η φτώχεια και η τοξικομανία, θα τον αποβάλλουμε. Ο Τζόναθαν είχε εγκαταλειφθεί στο παρελθόν, και όπως πολλά από τα παιδιά που μεγαλώνουν στο σύστημα αναδοχής, ήξερε ότι έπρεπε να αφήσει πριν τον αφήσουν. Έτσι, απλά σταμάτησε να πηγαίνει στην εκκλησία.
Όταν άρχιζα το μεταπτυχιακό μου, ο Τζόναθαν γύριζε τον κόσμο ως αεροσυνοδός (μια μικρή παράκαμψη στο δρόμο του στη νομική σχολή), δεν πήγαινε πια στην εκκλησία και δεν χρειάστηκε να ρωτήσω το γιατί. Το ήξερα ήδη. Ένα βροχερό φθινοπωρινό Κυριακάτικο απόγευμα, σε ένα καφενείο κοντά στο Τσάρινγκ Κρός του Λονδίνου, μου ψιθύρισε σιωπηλά, «ξέρεις… δεν σταμάτησα να προσεύχομαι καθημερινά.» Αυτό δεν με εξέπληξε, γιατί η προσευχή πάντα ήταν (και συνεχίζει να είναι) το σταθερό στην πνευματική μου ζωή. Προσεύχομαι κάθε μέρα. Ανεξάρτητα από το πόσο με απογοητεύουν ή με συγχύζουν η Εκκλησία και οι άντρες της, προσεύχομαι κάθε μέρα. Και τώρα, όταν προσεύχομαι, προσεύχομαι για τον φίλο μου.
Από τότε που έμαθα για το θάνατο του Τζόναθαν, έχω περάσει πολύ χρόνο σε προσευχή και περισυλλογή. Συχνά σκέφτομαι την θυσία του Αβραάμ. Η ιστορία της δέσμευσης του Ισαάκ είναι κεντρική και για τις τρεις Αβρααμικές θρησκείες (αν και οι μουσουλμάνοι έχουν τον Ισμαήλ, όχι τον Ισαάκ, ως το θύμα). Είναι μια προβληματική αφήγηση, που θέτει ως πρώτη ερώτηση της ιστορίας του μονοθεϊσμού όχι «Θα πέθαινες για τον Θεό;» αλλά «Θα σκότωνες για τον Θεό»; Εξάλλου, ο Αβραάμ δεν ήξερε ότι ο Θεός θα έβαζε ένα κριάρι στη βατό, και ότι δεν θα χρειαζόταν να σκοτώσει τον γιο του.
Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις που ο Θεός (φαινομενικά) συμπεριφέρθηκε παράλογα, αυτή την φορά ο Αβραάμ δεν αντιτάσσεται. Ο ίδιος άνθρωπος που κάθισε και παζάρεψε με τον Θεό για να σώσει τους κατοίκους των Σόδομων και των Γομόρρων δεν μπήκε στον κόπο να διαπραγματευθεί για την ζωή του ίδιου του του παιδιού, του γιου του, της πολυαναμενόμενης εκπλήρωσης της υπόσχεσης του Θεού. Είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια σχεδόν ανήκουστη επιλογή. Αυτή η ιστορία είναι το πλησιέστερο παράδειγμα εντός της άγιας γραφής για αυτό που, κατά την γνώμη μου, πολλοί Ορθόδοξοι μας ενθαρρύνουν να κάνουμε στους ΛΟΑΤ: Η Γραφή και οι Πατέρες μίλησαν. Ή θυσιάστε, ή φύγετε. Α, κι αυτή τη φορά μάλλον δεν υπάρχει κριός.
Για τον Τζόναθαν, δεν υπήρξε κριός. Και με αρρωσταίνει το συναίσθημα πως τουλάχιστον ένα η δυο άτομα που διαβάζουν αυτό το άρθρο θα σκεφτούν «ε, ήθελές τα και παθές τα». Φαντάζομαι τα σχόλια στο Φέισμπουκ διακηρύσσοντας την αυτοκτονία του απλά άλλη μια ένδειξη της πεισματώδους ανυπακοής του εναντία στη βουλή του Θεού. Φοβάμαι ότι υπάρχουν τουλάχιστον μια χούφτα ομόπιστοι αδελφοί και αδελφές εν κυρίω που φαντάζονται τον φίλο μου στην κόλαση, και δεν τους πειράζει και πολύ. Αυτό με λυπεί με απερίγραπτο τρόπο. Υπάρχουν και άλλοι. Αυτοί που πιστεύουν πως ο πόνος μου για τον Τζόναθαν σημαίνει ότι θα ήταν καλυτέρα να άφηνα την πίστη των προγόνων και της παιδικής μου ηλικίας.
Αυτός είναι ο λόγος που πήρα σοβαρά υπόψιν τις υποδείξεις και τις συμβουλές μιας φίλης μου από το λύκειο. Η Εσθήρ (επίσης ψευδώνυμο) κι εγώ συναντηθήκαμε λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Τζόναθαν. Η «Εσθήρ» είναι λαϊκή ποιμενάρχης και ιεροκήρυκας σε μια Μεταρρυθμισμένη Εβραϊκή κοινότητα, και συγγράφει τα κηρύγματα για τις Άγιες Ημέρες του Ιουδαϊσμού. Έτσι, κάθε χρόνο, στο Ρος Aσανά, πρέπει να βρει κάτι να πει για την θυσία του Αβραάμ. Όταν της ανέφερα την ιστορία, ακόμα θλιμμένη βαθιά από το πρόσφατο γεγονός, μειδίασε ειρωνικά και μου είπε: “Ξέρεις… νομίζω πως ο Αβραάμ έπρεπε να πει όχι.” Στη συνέχεια, μου εξήγησε ότι όχι μόνο ο Αβραάμ, αλλά και οι επακόλουθοι πατριάρχες είχαν διαφωνήσει αρκετές φορές με τον Θεό. Ο Θεός μας δημιούργησε με ελεύθερη βούληση και επίγνωση μεταξύ σωστού και λάθους, γιατί να μην την χρησιμοποιήσουμε; Ειδικά όταν μας ζητείται κάτι τόσο φρικτό; Για την ακρίβεια, υπάρχει μια Ταλμουδική παράδοση σχετικά με ακριβώς αυτό το θέμα. Οι σχολιαστές των γραφών και οι Ραβίνοι συχνά αμφισβητούν την προθυμία του Αβραάμ να θυσιάσει τον γιο του. Φαίνεται πως εμείς σαν άνθρωποι έχουμε ευθύνες ο ένας για τον άλλον, ακόμη και εν όψει δήθεν «θεϊκών τηλεγραφημάτων».
Η τυφλή υπακοή δεν είναι η σχέση τέκνων με τον πατέρα τους. Είναι η σχέση δούλων με τον κύριό τους. Και δεν είμαστε πλέον δούλοι, αλλά τέκνα και κληρονόμοι (Προς Ρωμαίους 8:17). Δεν νομίζω πως υπάρχει εύκολη απάντηση. Ο αγώνας ενάντια στον Θεό και την παράδοσή είναι δύσκολο πράγμα. Το να εξετάζουμε βιβλικά και θεολογικά κείμενα που τραυματίζουν, και να τα συγκρίνουμε με έναν Θεό που θεραπεύει, δεν είναι απλό. Αλλά ο θάνατος του φίλου μου μου δίδαξε ότι δεν μπορώ πλέον ευσυνείδητα να παίρνω την ευκολοδιάβατη οδό. Ο Θεός που γνωρίζω μέσω του Ιησού Χριστού, μέσω της λειτουργίας, και μέσω των παραδόσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι ένας Θεός που «πάντας ἑλκυει πρὸς ἐμαυτόν» και του οποίου «ὁ γὰρ ζυγός… χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον… ἐλαφρόν». Δεν μπορούμε να ανεχόμαστε πλέον το επιπόλαιο μίσος, και να το μασκαρεύουμε ως «τήρηση της παράδοσης». Ορθόδοξοι ιερείς δεν θα πρέπει χειροκροτούνται όταν αναφέρουν την δολοφονία ομοφυλοφίλων από τους μαχητές του ΙΚΙΛ[2] και να συνεχίζουν να έχουν διαδικτυακές εκπομπές στο Ράδιο «Αρχαία Πίστη» (Ancient Faith Radio). Δεν μπορούμε να δηλώνουμε ότι «εμείς ξέρουμε τι λέει η παράδοση» και έτσι να κλείνουμε την πόρτα.
Εάν πραγματικά πρέπει να θυσιάσουμε τους ΛΟΑΤ[3] αδελφούς/ες μας (και για πω την αλήθεια, δεν νομίζω ότι χρειάζεται) τότε θα πρέπει τουλάχιστον να αρχίσουμε να ψάχνουμε για κριάρι. Φοβάμαι ότι για πολλούς, ο κριός δεν θα φτάσει εγκαίρως. Για τον Τζόναθαν, άργησε πολύ.
*Translator: Katherine Chaffee
[1] Ορθόδοξη Χριστιανική Κοινότητα/ OCF/Orthodox Christian Fellowship
[2] Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε
[3] Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος και Τρανς