
Η μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, που στην πράξη ουδέποτε αθωώνει, καθώς είναι πλήρως υποταγμένο στις υπηρεσίες επιβολής της έννομης τάξης, αποτελεί αντικείμενο συζήτησης εδώ και πολύ καιρό στη Ρωσία. Ωστόσο μέχρι στιγμής, μόνον ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων συμμετέχουν στις συζητήσεις. Η κυβέρνηση συνεχίζει να αποφεύγει οποιαδήποτε ανάμιξή της στη συζήτηση, ενώ την ίδια στιγμή τα δικαστήρια συνεχίζουν, κατά τρόπο αυθαίρετο, να εκδίδουν αδικαιολόγητα αυστηρές αποφάσεις ενάντια σε ακτιβιστές και επιχειρηματίες. Στα μέσα Σεπτεμβρίου (2019) ένας αριθμός επαγγελματικών συλλόγων ζήτησαν την αναθεώρηση των αποφάσεων που αφορούσαν σεαυτούς που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν χωρίς άδεια στη Μόσχα τον Ιούλιο του 2019. Μία σχετική έκκληση από την πλευρά του ορθόδοξου κλήρου ήταν ανάμεσα στις πρώτες από αυτές, ενώ ακολούθησαν δημόσια υπομνήματα από δασκάλους, εκδότες και φιλοσόφους. Η επιστολή, ωστόσο, των κληρικών ήταν η πιο απροσδόκητη, βρίσκοντας και μία απροσδόκητα βαθιά ανταπόκριση στους κόλπους της ρωσικής κοινωνίας.
Σε τι αναφέρεται η επιστολή αυτή;
Στις 17 Σεπτεμβρίου 2019, μία ομάδα ορθοδόξων ιερέων ανέλαβε να υπερασπιστεί κάποιους νέους που είχαν συλληφθεί λόγω της συμμετοχής τους σε διαδηλώσεις χωρίς άδεια στη Μόσχα. Η μορφή της επιστολής –ένα είδος παρέμβασης του κλήρου– ήταν πρωτόγνωρη και δεν είχε ποτέ άλλοτε χρησιμοποιηθεί στη μετασοβιετική Ρωσία.
Από την αρχή της επιστολής, οι ιερείς δηλώνουν κατηγορηματικά ότι αποτελεί ποιμαντικό καθήκον τους να ζητήσουν «την αναθεώρηση των δικαστικών αποφάσεων σχετικά με τη φυλάκιση πολλών ατόμων που εμπλέκονται στην ‘υπόθεση της Μόσχας’».
Επιπλέον, οι ιερείς προειδοποιούν ότι «η ψευδορκία καθιστά κάποιον συνένοχο στη δίκη του Χριστού, η οποία, ομοίως, βασίστηκε σε ψευδείς μαρτυρίες». Πρόκειται για μία σαφή επίπληξη προς τα όργανα και τις υπηρεσίες επιβολής της έννομης τάξης, που ψευδομαρτυρήσαν κατά τη διάρκεια των δικών.
Η επιστολή περιέχει επίσης μία σαφή κριτική για το δικαστικό σύστημα που έχει επικρατήσει στη Ρωσία: «Το δικαστήριο πρέπει να μπορεί να προστατεύσει έναν πολίτη από την αυθαιρεσία της εκτελεστικής εξουσίας και των οργάνων επιβολής της τάξης. Διαφορετικά, η ίδια η ύπαρξή του δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό».
Στη συνέχεια της επιστολής, υπάρχει ένα μήνυμα προς τους δικαστές και τα όργανα επιβολής της τάξης: «Απευθυνόμαστε στους φορείς της δικαστικής εξουσίας και στα όργανα επιβολής της τάξης στη χώρα μας. Πολλοί από εσάς έχετε βαπτιστεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία και θεωρείτε τον εαυτό σας πιστό. Η δικαστική διαδικασία δεν θα πρέπει να έχει κατασταλτικό χαρακτήρα, τα δικαστήρια δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με σκοπό να καταπνίγουν τις γνώμες των διαφωνούντων και η χρήση δύναμης δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται με αδικαιολόγητη σκληρότητα».
Η επιστολή καταλήγει, εκφράζοντας τις ανησυχίες των ιερέων σχετικά με το γεγονός ότι «οι ποινές του δικαστηρίου μοιάζουν περισσότερο με εκφοβισμό των Ρώσων πολιτών παρά με δίκαιη απόφαση υπέρ των κατηγορουμένων».
Στην κατακλείδα της επιστολής, οι ιερείς καλούν τον λαό να προσευχηθεί «για τους φυλακισμένους αλλά και για τους ανθρώπους στα χέρια των οποίων βρίσκεται η μοίρα των κρατουμένων».
Ποιος έγραψε και ποιος υπέγραψε την επιστολή;
Οι συντάκτες της επιστολής αποφάσισαν να μείνουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και ανώνυμοι. Αρχικά, η επιστολή περιείχε μόλις 36 υπογραφές, αλλά σε τέσσερις ημέρες μετά τη δημοσίευσή της στο διαδίκτυο, ο αριθμός των υπογραφών τετραπλασιάστηκε και έφτασε τις 182 υπογραφές (μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου).
Φυσικά, σε απόλυτους αριθμούς, ο αριθμός αυτός εξακολουθεί να είναι μικρός, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, ο αριθμός των ιερέων και των διακόνων που υπηρετούν στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ανέρχεται περίπου στις 40.000. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι οι κληρικοί που υπέγραψαν την επιστολή δεν ανήκουν σε μία μόνο ομάδα: η ποικιλία τους είναι εκπληκτική· υπάρχουν έγγαμοι ιερείς, μοναχοί, ιερείς από μεγάλες πόλεις και μικρά χωριά, έμπειροι γέροντες και σχετικά νέοι κληρικοί, επιφανείς αντιφρονούντες και άλλοι που κατέχουν επίσημες θέσεις στην εκκλησιαστική διοίκηση.
Είναι η πρώτη φορά που ορθόδοξοι κληρικοί εκφράζουν την αλληλεγγύη τους σε κρατούμενους πολιτικούς ακτιβιστές και την πρόθεση τους να μιλήσουν δημόσια για την υπεράσπιση αυτών που καταδικάστηκαν άδικα, ως χριστιανικό καθήκον.. Θα ήταν ψέμα να πει κανείς ότι τα τελευταία χρόνια η κοινωνική δικαιοσύνη βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αντίθετα, οι εκπρόσωποι της εκκλησίας απέφευγαν να μιλήσουν για την κοινωνική δικαιοσύνη στη Ρωσία, γιατί, σε μία τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε αργά ή γρήγορα να επικρίνουν ανοικτά την κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης.
Στο ρωσικό συμφραζόμενο ήταν επίσης σημαντικό να επαληθευτεί στην πράξη ότι σε ένα πλαίσιο, όπου τα ελεγχόμενα από το κράτος μέσα μαζικής ενημέρωσης παρουσίασαν μία διαστρεβλωμένη εικόνα των διαδηλώσεων της Μόσχας, μία ομάδα κληρικών με ποικίλη προέλευση, όχι απλά έχει πρόσβαση σε άλλες, εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης (όπως λ.χ. τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) αλλά δείχνει και να τις εμπιστεύεται.
Μία άλλη λεπτομέρεια που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι κανένας επίσκοπος δεν υπέγραψε την επιστολή. Για αυτούς, η «συλλογική αλληλεγγύη» προς το Πατριαρχείο αποτελεί πράξη υψίστης σημασίας. Το γεγονός αυτό πιστοποιεί περαιτέρω το μεγάλο χάσμα μεταξύ του απλού κλήρου και των επισκόπων στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Κάποιοι ιερείς είναι έτοιμοι να στηρίξουν τον λαό, επιδεικνύοντας αλληλεγγύη, αλλά οι επίσκοποι σκέφτονται διαφορετικά. Δεν είναι έτοιμοι, ηθικά ή συλλογικά, να εκφράσουν δημοσίως την αλληλεγγύη τους στον κλήρο που υπέγραψε την επιστολή. Και ακόμη κι αν κάποιοι νέοι επίσκοποι είναι έτοιμοι να την υπογράψουν, οι παλαιότεροι επίσκοποι καταφέρνουν επί του παρόντος να τους πείθουν να μην το κάνουν. Εξάλλου, ορισμένοι από τους επισκόπους ήταν πρόθυμοι να τιμωρήσουν προληπτικά τους ιερείς εκείνους που θα υπέγραφαν την επιστολή, χωρίς να περιμένουν οδηγίες από το Πατριαρχείο.
Σε ποιον απευθύνεται η επιστολή;
Πρώτα απ’ όλα, η επιστολή των κληρικών απευθύνεται στους δικαστικούς. Ωστόσο, είναι αφελές να πιστεύουμε ότι οι δικαστές θα ακούσουν τη φωνή των ορθοδόξων ιερέων, ακόμη και αν οι ίδιοι είναι Ορθόδοξοι και πηγαίνουν στην εκκλησία. Ο κύριος στόχος της επιστολής είναι η ρωσική κοινωνία γενικότερα.
Η επιστολή απευθύνεται επίσης στις εκκλησιαστικές αρχές. Καλεί σε προβληματισμό σχετικά με το γεγονός ότι το δικαίωμα υποβολής του αιτήματος προς το κράτος για επίδειξη επιείκειας σε όσους έχουν καταδικαστεί άδικα, έχει γίνει και πάλι επίκαιρο και δεν θα πρέπει να υποβαθμιστεί – ακόμη και στην περίπτωση των πολιτικών κρατουμένων.
Τέλος, η επιστολή απευθύνεται και στον ίδιο τον κλήρο. Το κάλεσμα αυτό θα μπορούσε να διατυπωθεί πολύ απλά ως εξής: φτάνει πια, αρκετά με τον φόβο! Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει υποφέρει πολύ καιρό από την καταπιεστική ατμόσφαιρα που προκαλεί η έλλειψη ελευθερίας.
Ποια ήταν η αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας;
Η αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας διέφερε δραματικά από εκείνη της πλειοψηφίας των λαϊκών. Τα πρώτα σχόλια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τουλάχιστον επικριτικά και αρκετά ύποπτα. Ωστόσο, στην πορεία, οι απόψεις των διαφόρων συνοδικών επιτροπών διαφοροποιήθηκαν, μερικές φορές σε βαθμό αντίφασης. Αυτό δείχνει ότι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλώσει μία ενιαία, επίσημη θέση γύρω από το θέμα αυτό.
Το πρώτο σχόλιο εμφανίστηκε στις οθόνες των κρατικών πρακτορείων ειδήσεων λίγες ώρες μετά την ηλεκτρονική δημοσίευση της επιστολής: «Αυτό είναι καθαρά πολιτική. . . το να υπογράψει κανείς μία δήλωση στην οποία, ο πολιτικός λόγος αναμειγνύεται κατά περίεργο τρόπο με τη γλώσσα των ιερών κειμένων, αποτελεί μία εύκολη αλλά εντελώς άχρηστη προσέγγιση».
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η συμμετοχή σε πολιτικές διαμαρτυρίες επισύρει σοβαρή τιμωρία στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, πολλοί ερμήνευσαν τα λόγια αυτά ως απόπειρα άμεσου εκφοβισμού των ιερέων που υπέγραψαν την επιστολή.
Ωστόσο, την επόμενη μέρα εμφανίστηκε μία περισσότερο μετριοπαθής και πιο συμφιλιωτική ανακοίνωση από το αρμόδιο συνοδικό τμήμα δημόσιων σχέσεων και τύπου. Η ανακοίνωση αναγνώριζε (αν και έμμεσα) το δικαίωμα των ιερέων να κάνουν τέτοιες δηλώσεις. Ωστόσο, η απάντηση αυτή δεν ήταν χωρίς αντίλογο: «Οι ιερείς δύσκολα. . . διαθέτουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με μία υπόθεση, ώστε να βγάλουν συμπεράσματα περί ενοχής ή αθωότητας». Στην τελευταία παράγραφο της ανακοίνωσης αναφέρεται ότι το Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Παγκοσμίου Συμβουλίου του Ρωσικού Λαού κλήθηκε να μελετήσει τις περιπτώσεις των κρατουμένων και καταδικασθέντων ακτιβιστών και «να τους παράσχει εξειδικευμένη νομική συνδρομή εάν αυτό κριθεί απαραίτητο». Ωστόσο, δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με το εάν το έργο αυτό της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει αρχίσει.
Σύντομα ήρθε στο φως της δημοσιότητας η πληροφορία ότι επίσκοποι ορισμένων μητροπόλεων εξέταζαν τη λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον των ιερέων που υπέγραψαν την επιστολή. Για τον λόγο αυτό, εκδόθηκε μία ακόμη ανακοίνωση στην οποία το Πατριαρχείο ενημέρωνε τους επισκόπους ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την προσπάθεια επιβολής κατασταλτικών μέτρων σε κληρικούς που ενδέχεται να είχαν υπογράψει την επιστολή.
Μετά τις αλλεπάλληλες αυτές παρεμβάσεις, η τελευταία αυτή δήλωση θα μπορούσε να βάλει ένα τέλος στη ιστορία. Ωστόσο, ένα ακόμη άρθρο έμελλε να δει το φως της δημοσιότητας. Στο άρθρο αυτό, ένας εκπρόσωπος του Πατριαρχείου από το Τμήμα για τις σχέσεις με την κοινωνία και τα μέσα ενημέρωσης, κατηγορεί ανοικτά τους ιερείς ότι επιχειρούν να αποκτήσουν «πολιτικά μέσα», ενώ προβαίνει σε μία απροσδόκητη πρόβλεψη: «Λόγω της σύγκλισης συμφερόντων, είναι πιθανή η συγκρότηση συμμαχίας μεταξύ της ομάδας των διαμαρτυρομένων ιερέων και των αντίστοιχων πολιτικών. Σε κάθε περίπτωση, η ανοικτή αυτή επιστολή συνιστά μία σοβαρή επιβεβαίωση συμμετοχής στον πολιτικό στίβο».
Αυτό που έχει ενδιαφέρον στο σημείο αυτό είναι ότι το Πατριαρχείο Μόσχας καταπάτησε για πρώτη φορά έναν άγραφο κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο σε οποιαδήποτε επίσημο κείμενο, μόνον ιερείς μπορούν να επικρίνουν άλλους ιερείς. Στις παραπάνω δηλώσεις, η κριτική προήλθε από μη χειροτονημένα μέλη της Εκκλησίας, κάποιους υπαλλήλους «με κουστούμι».
Ο τελευταίος που παρενέβη στην όλη συζήτηση, ήταν ο Μητροπολίτης Ιλαρίων (Αλφέγιεφ). Το σύντομο σχόλιό του σε μία τηλεοπτική εκπομπή με τίτλο «Η Εκκλησία και ο κόσμος» εξέφραζε μία γενικόλογη συμπάθεια απέναντι σε όσους υπέγραφαν την επιστολή, αλλά έμοιαζε περισσότερο ως έκφραση προσωπικής άποψης καθώς, σύμφωνα με το ισχύον πρωτόκολλο, τα σχόλια του Προέδρου του διπλωματικού γραφείου του Πατριαρχείου Μόσχας που ασχολείται με τις σχέσεις Εκκλησίας και κοινωνίας δεν συνιστούν επίσημη δήλωση.
Η επιστολή των ιερέων προκάλεσε ισχυρή δημόσια αντίδραση. Πρώτον, προκάλεσε πληθώρα δημόσιων εκκλήσεων με παρόμοια αιτήματα. Παρόμοιες επιστολές ήλθαν από γιατρούς, πληροφορικάριους, εκδότες, αρχιτέκτονες, φιλοσόφους κ.λπ.· συνολικά δέκα επαγγελματικές ομάδες. Και μία κοινωνία ασθενική σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενισχύθηκε απροσδόκητα λόγω της συμμετοχής επαγγελματικών συνδικάτων και ομάδων. Έτσι, ο ορθόδοξος κλήρος άρχισε να σχηματίζει μία ανεξάρτητη κοινωνική δύναμη. Για την ώρα, η εμπιστοσύνη του κοινού στους ιερείς που υπέγραψαν την επιστολή είναι αρκετά μεγάλη. Δεύτερον, η επιστολή είχε τεράστια απήχηση μέσα στους κόλπους της ίδιας της Εκκλησίας. Ο λαός έτρεξε να υποστηρίξει τους ιερείς. Εκτός από αυτό, πολλοί ιερείς που δεν είχαν υπογράψει το γράμμα (κυρίως λόγω του φόβου για αντίποινα από τους επισκόπους τους) εξέφρασαν τη συμπαράταξη τους σε όσους την υπέγραψαν. Η εμπειρία της ελευθερίας έκφρασης είχε σχεδόν ξεχαστεί στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία κατά την τελευταία δεκαετία. Και η εμπειρία μιας συνοδικότητας (sobornost) της βάσης –μιας συνοδικότητας δηλαδή, κυρίως στο επίπεδο του ενοριακού κλήρου και λαού– αποδείχθηκε σημαντική κυρίως για όσους είχαν χάσει κάθε ελπίδα, ότι η συνοδικότητα θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα στη σύγχρονη εποχή.
Ο Σεργκέι Τσάπνιν (Sergei Chapnin) είναι πρώην διευθυντής σύνταξης του επίσημου περιοδικού του Πατριαρχείου Μόσχας. Είναι ένας από τους ιδρυτές του Συνδέσμου Church Builders Guild («Συντεχνία των Ναοδόμων»), και διευθύνει αρκετά προγράμματα του Συνδέσμου σχετικά με την εκκλησιαστική τέχνη, ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου, εκδότης και επιμελητής.
Η Δημόσια Ορθοδοξία αναζητεί να προωθήσει το διάλογο προσφέροντας φόρουμ για διαφορετικές απόψεις επί συγχρόνων θεμάτων που σχετίζονται με τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι θέσεις που εκφράζονται σε αυτό το δοκίμιο είναι αποκλειστικά του συγγραφέα και δεν απηχούν απαραίτητα τις απόψεις των εκδοτών του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Μελετών.