Uncategorized, Θεολογία

Ο μαρκιονισμός, η αλληγορική εξήγηση και το ερώτημα της παγκόσμιας σωτηρίας

Δημοσιεύθηκε στις: 22 Νοεμβρίου, 2019
Σύνολο προβολών 151
Αξιολόγηση αναγνωστών:
0
(0)
Διαθέσιμο επίσης στα: English

Roberto J. De La Noval

Η κυκλοφορία του βιβλίου του Ντέιβιντ Μπέντλι Χαρτ Ότι όλοι θα σωθούν (David Bentley Hart, That All Shall Be Saved) προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις από την πρώτη στιγμή της έκδοσής του. Αν και η επιχειρηματολογία του Χαρτ υπέρ της παγκόσμιας σωτηρίας εκτείνεται σε διάφορα πεδία της σκέψης, όπως η θεολογική ανθρωπολογία, η ηθική σημασία της δημιουργίας ex nihilo, η φαινομενολογία της ανθρώπινης βούλησης κ.ά., εκείνο που προκάλεσε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες αρνητικές αντιδράσεις ήταν ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί την Αγία Γραφή. Όταν, πριν από λίγες εβδομάδες, κάποιος κριτικός του ζήτησε να εξετάσει εάν οι βίαιες ενέργειες του Γιαχβέ στην Παλαιά Διαθήκη θα έπρεπε να μας κάνουν να αμφισβητήσουμε τις ηθικές μας βεβαιότητες σχετικά με την ανηθικότητα της αιώνιας κόλασης, ο Χαρτ παρουσίασε μία ανάγνωση της απεικόνισης του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία όχι μόνο εξέπληξε, αλλά και σκανδάλισε πολλούς. Με βάση τα συμπεράσματα της έρευνας σχετικά με την ανάπτυξη της αρχαίας ιουδαϊκής θρησκείας, ο Χαρτ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Γιαχβέ απεικονίζεται στην Παλαιά Διαθήκη να εμφανίζει σημάδια ηθικής ανάπτυξης μέχρι την εποχή της κατασκευής του Δεύτερου Ιουδαϊκού Ναού, μια εποχή που η συνάντηση της ελληνιστικής φιλοσοφίας με τον Ιουδαϊσμό μας παρουσιάζει τον Θεό ως την ίδια την Αγαθότητα. Έτσι, οι βίαιες ενέργειες του εν εξελίξει Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, δεν μπορούν να θεωρηθούν εντελώς καθοριστικές για μία χριστιανική κατανόηση του χαρακτήρα του Θεού, η οποία αντίθετα βρίσκει την οριστική της αποκάλυψη εν Χριστώ.

Εξαιτίας της ερμηνείας αυτής, ο Χαρτ κατηγορήθηκε αμέσως ως μαρκιονιστής, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος απέρριψε ρητά την προσπάθεια του Μαρκίωνα να διαχωρίσει τον Θεό του Ισραήλ από τον Πατέρα του Ιησού Χριστού. Τι μας δείχνουν λοιπόν οι έντονες αυτές αντιδράσεις; Έχω τη γνώμη, ότι ο Χαρτ άγγιξε μία ευαίσθητη χορδή, εφιστώντας μας την προσοχή σε ένα ερώτημα στο οποίο δεν δίνεται η δέουσα προσοχή, καθώς συχνά επιδεικνύουμε μια κάποια απαξίωση προς την Παλαιά Διαθήκη: πώς αντιλαμβανόμαστε θεολογικά και ηθικά τη βία του Θεού του Ισραήλ; Η ερώτηση αυτή αποτελεί ένα πρόβλημα όχι μόνο για τους συγχρόνους μας, όπως πρότειναν ορισμένοι, συγκρίνοντας –παράλογα– την κριτική του Χαρτ πάνω σε κάποια περιβόητα επεισόδια της Παλαιάς Διαθήκης με τις επικρίσεις ενάντια στην Βίβλο που διατυπώθηκαν από το κίνημα του «Νέου Αθεϊσμού». Ας σημειωθεί ότι οι Νέοι Αθεϊστές δεν έχουν κάποιου είδους μονοπώλιο των προβληματισμών συνείδησης, όταν μελετούν τα βιβλικά κείμενα. Ως παράδειγμα, δείτε απλά τον Ωριγένη, ο οποίος θεωρούσε μερικά από τα χωρία της Γραφής τόσο προβληματικά που τα χαρακτήριζε ως «εμπόδια»· που ήταν βέβαια ένας άλλος τρόπος να τα πει ότι ήταν σκανδαλώδη (Περί των Πρώτων Αρχών, IV.15). Ενώ για τους Πατέρες πολλά από αυτά τα «προβληματικά κείμενα» αφορούσαν τη σωματικότητα του Θεού, που εμφανίζεται σε βιβλικές αφηγήσεις, μερικοί ασχολήθηκαν ειδικά με την απεικόνιση του Θεού ως ηθικού παράγοντα στον ιστορικό διάλογο με τον Ισραήλ. Η πατερική προσφυγή στην αλληγορική εξήγηση σε τέτοιες περιπτώσεις δείχνει ότι οι Πατέρες αυτοί συνάντησαν στην ερμηνεία ακριβώς τα ίδια αγκάθια που συναντούμε κι εμείς σήμερα. Συγκεκριμένα, αν ο Ιησούς αποτελεί την οριστική αποκάλυψη του Πατέρα και πολλές από τις πράξεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη φαίνονται ότι είναι αντίθετες με τον τρόπο ζωής που ο Ιησούς καθιέρωσε και έδειξε στους μαθητές του, τότε θα πρέπει να κάνουμε μία επιλογή: είτε ο Γιαχβέ δεν είναι ο Πατέρας του Ιησού Χριστού (όπως λέει ο Μαρκίωνας)· είτε ο Γιαχβέ υφίσταται μία πραγματική ηθική εξέλιξη κατά τη διάρκεια της ιστορίας του Ισραήλ (όπως πρότεινε ο Καρλ Γιούνγκ στη λαμπρή, εκκεντρική και εμπνευσμένη από τον γνωστικισμό ψυχανάλυση του Γιαχβέ στο έργο του Απάντηση στον Ιώβ)· είτε ότι η Παλαιά Διαθήκη θα πρέπει να ερμηνεύεται, κατά τόπους, αλληγορικά (όπως προτείνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας).

Το ότι η αρχαία Εκκλησία επέλεξε το τελευταίο μονοπάτι (η άποψη ότι ο Γιαχβέ βελτιώνεται ηθικά δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ ως πιθανότητα) επιβεβαιώνεται από την καθολική καταδίκη του μαρκιονισμού από τους παλαιότερους Πατέρες, καθώς και από την κεντρική θέση της αλληγορικής εξήγησης στην πρώιμη περίοδο της Εκκλησίας. Ο Γιάροσλαβ Πέλικαν, συνοψίζοντας τη σχετική προβληματική σημειώνει: «Η Παλαιά Διαθήκη απέκτησε και διατήρησε το καθεστώς της ως Χριστιανική Γραφή με τη βοήθεια της πνευματικής ερμηνείας. Δεν υπήρξε κανείς χριστιανός στην αρχαιότητα που να αναγνώρισε την αυθεντία της Παλαιάς Διαθήκης και ταυτόχρονα να την ερμήνευσε κυριολεκτικά». (Jaroslav Pelikan: The Christian Tradition: The Emergence of the Catholic Tradition [100-600], σ. 81). Αυτό σημαίνει ότι η αρχαία Εκκλησία νίκησε τον Μαρκίωνα, τόσο παραδεχόμενη την πρόκληση που εκείνος διατύπωσε, όσο και με την άρνησή της: αφενός ναι, πράγματι, αν διαβαστούν κυριολεκτικά, μερικά από τα κείμενα αυτά δεν είναι δυνατό να συμβιβαστούν με την αποκάλυψη του Ιησού Χριστού· αφετέρου, όχι, καταρχήν δεν διαβάζουμε ποτέ κατά γράμμα τα κείμενα αυτά.

Ωστόσο, τι σημαίνει αυτό το είδος αλληγορικής εξήγησης στην πρακτική των Πατέρων; Μήπως αρνούνται εντελώς την ιστορικότητα των βίαιων κρίσεων του Γιαχβέ στην ιστορία; Μία διαφωτιστική τέτοια περίπτωση μπορεί να βρει κανείς στην αντιπαράθεση του Ωριγένη με τον μαρκιονισμό στο έργο του Περί των Πρώτων Αρχών, όπου η θεολογική στρατηγική του Ωριγένη υπογραμμίζει ακριβώς το πρόβλημα στο οποίο επιτέθηκαν οι επικριτές του Χαρτ: μήπως πρέπει να αναστείλουμε τις ηθικές κρίσεις μας –ακόμα κι αν εμπνέονται από το Ευαγγέλιο– για να σώσουμε την ενότητα των Γραφών και την ταυτότητα του Γιαχβέ και του Ιησού; Με τη σημαντική εξαίρεση των στιγμιότυπων όπου ο Θεός είναι βίαιος απέναντι σε παιδιά, όπως και εκείνων όπου παιδιά τιμωρούνται για τις αμαρτίες των πατεράδων τους, ο Ωριγένης είναι πρόθυμος να δεχτεί την ιστορικότητα των σκηνών της κρίσης της Παλαιάς Διαθήκης. Κι όμως, δεν συμπεραίνει από αυτό ότι η ιδέα που έχουμε για την καλοσύνη του Θεού, ή ακόμη και το ίδιο το νόημα της «καλοσύνης», θα πρέπει να αλλάξει για να ταιριάζει με αυτά τα παραθέματα. Καταλήγει στο αντίθετο συμπέρασμα: η γνώση που έχουμε για την καλοσύνη του Θεού που αποκαλύφθηκε εν Χριστώ διευκολύνει την αλληγορική ερμηνεία μας, περιορίζοντας την κυριολεκτική ανάγνωση των κειμένων αυτών. Η κρίση του Θεού στην πλημμύρα εξαφάνισε πράγματι τους ανθρώπους από το πρόσωπο της γης· αλλά μόνο έτσι ώστε να μπορέσει αργότερα ο Χριστός να τους κηρύξει το Ευαγγέλιο, κατά την κάθοδό του στον Άδη (Α΄ Πετρ. 3: 19-20). Τα Σόδομα και η Γόμορρα έλαβαν τη δίκαιη ανταπόδοση για τις αμαρτίες τους απέναντι στο θείο· αλλά «καὶ ἡ ἀδελφή σου Σόδομα καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς ἀποκατασταθήσονται καθὼς ἦσαν ἀπ᾿ ἀρχῆς» (Ιεζ. 16: 55). Και τα παιδιά του Ισραήλ που ο Θεός σκότωσε στην έρημο; Όπως λένε οι ψαλμοί: «ὅταν ἀπέκτεννεν αὐτούς, ἐξεζήτουν αὐτόν» (Ψαλμ. 77:34).

Καθίσταται σαφές από τα παραδείγματα αυτά ότι η πίστη του Ωριγένη στην αποκάλυψη του χαρακτήρα του Πατέρα εν Χριστώ (Ιω. 14: 9) σήμαινε πως έπρεπε να ερμηνεύσει την κρίση του Γιαχβέ στην Παλαιά Διαθήκη κατά τρόπο που να αρμόζει στον Θεό· έστω κι αν αυτό σήμαινε μια αλληγορική προσέγγιση των προβληματικών από ηθική άποψη αποσπασμάτων, ως έχοντα μόνο πνευματική εφαρμογή ή κατανόηση της επίγειας κρίσης του Θεού ως πάντοτε προσανατολισμένης προς την κάθαρση, ως τις «αυστηρότερες θεραπείες», επίπονες στην αρχή, αλλά αποβλέποντας τελικά στην εσχατολογική βελτίωση (Περί Αρχών, II.V.3). Ο Θεός ενεργεί πάντοτε για την τελική μας αποκατάσταση (Α΄ Τιμ. 2: 4). Αν δεν κατέληγε στο συμπέρασμα αυτό, ο Ωριγένης θα αναγκαζόταν να παραδεχτεί ότι ο Μαρκίων είχε κάποιο δίκιο. Η άποψη για την παγκοσμιότητα της σωτηρίας και η αλληγορική εξήγηση αποτελούν επομένως τον άρραφο χιτώνα της ωριγένειας ανασκευής του μαρκιονισμού, και ο χιτώνας αυτός υφαίνεται εξ ολοκλήρου από την αποκεκαλυμμένη αγαθότητα του Θεού.

Διακηρύσσοντας, ως Χριστιανοί, την οριστική αποκάλυψη του Θεού του Ισραήλ στη ζωή, τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού εν Πνεύματι, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε το «αποκλειόμενο μέσον» που θέτει ως πρόκληση ο μαρκιονισμός. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο ίδιος χθες, σήμερα και για πάντα, και με βάση την Τριαδική θεολογία της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, το ίδιο ισχύει και για τον Γιαχβέ. Οι κρίσεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη πρέπει επομένως να ερμηνευτούν με το φως του Χριστού και η ιστορική κριτική μελέτη μπορεί πραγματικά να μας βοηθήσει σε αυτό το έργο. Εννοώ δηλαδή ότι η αυξανόμενη γνώση μας για τη φιλοσοφική, ηθική και θρησκευτική εξέλιξη του αρχαίου Ισραήλ μας επιτρέπει να καταλάβουμε γιατί θα έπρεπε πραγματικά να αναμένουμε «εμπόδια» στη Γραφή, καθώς ο Θεός προσαρμόζει την αποκάλυψη του στη βαθμιαία ωρίμανση της ανθρώπινης φυλής και των εκλεκτών του (ένα θέμα που, παρεμπιπτόντως, εμφανίζεται πολύ συχνά στην ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης από τους Πατέρες). Αλλά το θεολογικό ερώτημα για το πώς θα πρέπει να διαβάζουμε αυτά τα κείμενα σήμερα ως «λόγο του Κυρίου» δεν μπορεί να απαντηθεί από αυτούς τους ιστορικούς κλάδους και τη γνώση που μας προσφέρουν. Μόνο η πίστη και η ζωή στην Εκκλησία μπορούν να επιβεβαιώσουν ότι αυτά τα πράγματα γράφτηκαν για εμάς, «εἰς οὓς τὰ τέλη τῶν αἰώνων κατήντησεν» (Α΄ Κορ. 10:11). Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε σήμερα, θα προχωρήσουμε αναπόφευκτα σε κρίσεις διαφορετικές από αυτές των Πατέρων γύρω από την ιστορικότητα διαφόρων τμημάτων της Παλαιάς Διαθήκης. Δεν θα τους ξεπεράσουμε όμως στο να αναγνωρίζουμε ότι ο μαρκιονισμός νικήθηκε μόνο από την αλληγορία. Πέρα από αυτό, πάντως, καλά θα κάναμε να διδαχθούμε από τον Ωριγένη και τους άλλους Πατέρες που πρεσβεύουν την παγκοσμιότητα της σωτηρίας, τον τρόπο με τον οποίο η οικουμενική καταλλαγή έχει νόημα για τον ένα και μόνο σκοπό του Θεού στις κρίσεις των αμαρτωλών στη βιβλική ιστορία· κι όχι πώς αυτές οι κρίσεις ανατρέπουν την ηθική αποκάλυψη του Θεού που λαμβάνουμε εν Χριστώ.


Ο Roberto J. De La Noval είναι υποψήφιος διδάκτωρ θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Notre Dame (Η.Π.Α.).

Η Δημόσια Ορθοδοξία αναζητεί να προωθήσει το διάλογο προσφέροντας φόρουμ για διαφορετικές απόψεις επί συγχρόνων θεμάτων που σχετίζονται με τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι θέσεις που εκφράζονται σε αυτό το δοκίμιο είναι αποκλειστικά του συγγραφέα και δεν απηχούν απαραίτητα τις απόψεις των εκδοτών του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Μελετών.


To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία (Public Orthodoxy) επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών,των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.

About authors

Have something on your mind?

Thanks for reading this article! If you feel that you ready to join the discussion, we welcome high-caliber unsolicited submissions. Essays may cover any topic relevant to our credo – Bridging the Ecclesial, the Academic, and the Political. Follow the link below to check our guidlines and submit your essay.

Proceed to submission page

Αξιολογήστε αυτήν τη δημοσίευση

Σας φάνηκε ενδιαφέρον αυτό το άρθρο;

Κάντε κλικ στα αστεράκια για να το αξιολογήσετε!

Average rating 0 / 5. Vote count: 0

Γίνετε ο πρώτος/η που θα αξιολογήσει αυτό το άρθρο.

Μοιραστείτε αυτήν την δημοσίευση

Contacts

Dr. Nathaniel Wood
Managing Editor
nawood@fordham.edu

Αποποίηση ευθυνών

Public Orthodoxy seeks to promote conversation by providing a forum for diverse perspectives on contemporary issues related to Orthodox Christianity. The positions expressed in the articles on this website are solely the author’s and do not necessarily represent the views of the editors or the Orthodox Christian Studies Center.

Σχετικά με το έργο

Μια Δημοσίευση του Κέντρου Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου
Φόρντχαμ