Γκέιλ Βολοσιάκ (Gayle Woloschak)
Η παρούσα μελέτη αποτελεί τμήμα μιας σειράς μελετών που προέκυψαν από το ερευνητικό πρόγραμμα με τίτλο «Η σύγχρονη Ορθόδοξη ταυτότητα και οι προκλήσεις του πλουραλισμού και της σεξουαλικής διαφορετικότητας σε μία εποχή εκκοσμίκευσης», το οποίο αποτελεί συλλογική πρωτοβουλία ερευνητών από το Κέντρο Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Φόρντχαμ (ΗΠΑ) και το Πανεπιστήμιο του Έξιτερ (Ηνωμένο Βασίλειο), το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το Βρετανικό Συμβούλιο, το ίδρυμα «Φίλοι του Βρετανικού Συμβουλίου» και το Ίδρυμα Χένρι Λους, στο πλαίσιο του προγράμματος «Φωνές που γεφυρώνουν» («Bridging Voices») του Βρετανικού Συμβουλίου. Τον Αύγουστο του 2019, 55 ερευνητές συμμετείχαν σε ένα διεθνές συνέδριο στον Οίκο του αγίου Στεφάνου, στην Οξφόρδη. Οι ανακοινώσεις που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του συνεδρίου αυτού, αντανακλούν όλη την ποικιλία των απόψεων που εκπροσωπήθηκαν, ενώ παράλληλα φανερώνουν την ανάγκη επιπρόσθετου προβληματισμού και διαλόγου γύρω από τα περίπλοκα αυτά και αμφιλεγόμενα θέματα.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία γενικά δεν αντιτίθεται στην επιστημονική γνώση και τις προσπάθειες της επιστήμης. Στην πραγματικότητα, πολλοί αρχαίοι θεολόγοι και άγιοι της Εκκλησίας (ανάμεσα στους οποίους ο άγιος Βασίλειος και οι άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός) θεωρούσαν τους εαυτούς τους επιστήμονες, ερευνούσαν τη φύση και να χρησιμοποιούσαν τα φαρμακευτικά υλικά της φύσης για τη θεραπεία ασθενειών. Όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται σε σύγκρουση με την επιστήμη, θα πρέπει να εξετάσει προσεκτικά τόσο το παρόν όσο και την παλαιότερη παράδοση ώστε να είναι βέβαιη ότι η στάση που κρατά είναι σωστή.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η επιστήμη υπαγορεύει τη θεολογία, αλλά ότι η θεολογία είναι ανοικτή στη μελέτη όλων των θεμάτων του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της φύσης και του τρόπου με τον οποίο περιγράφεται. Οι επιστήμονες, όπως και τα μέλη της Εκκλησίας, επηρεάζονται προφανώς από τον πολιτισμό τους, τις προκαταλήψεις της εποχής τους και τις ενδεχόμενα λαθεμένες κατανοήσεις της εποχής αυτής. Για παράδειγμα, σε ένα σχετικά πρόσφατο παρελθόν, οι επιστήμονες συμφωνούσαν ότι, επειδή οι γυναίκες είχαν μικρότερο εγκέφαλο από τους άνδρες, δεν έπρεπε να τους επιτρέπεται η ίδια εκπαίδευση και ότι η εκπαίδευση, κατά κάποιο τρόπο, επηρέαζε αρνητικά τις αναπαραγωγικές τους ικανότητες [1].
Η Εκκλησία θα πρέπει να εξετάσει όλες τις προοπτικές όταν παίρνει θέση σε οποιοδήποτε ζήτημα. Φυσικά, η θεολογία είναι πρωταρχική, αλλά η επιστήμη της εποχής θα πρέπει επίσης να τυχαίνει προσοχής, καθώς συμβάλλει στο πώς κατανοούμε τον κόσμο μας. Όμοια όπως για τα άλλα θέματα, αυτό ισχύει και για τις συμπεριφορές μας απέναντι στα πρόσωπα δικού μας φύλου, τις «σχέσεις με το ίδιο φύλο», θέμα με το οποίο ασχολήθηκαν ψυχολόγοι, ψυχίατροι και άλλοι γιατροί. Πρόσφατα, είχε και η γενετική την ευκαιρία να συνεισφέρει κάποια νέα γνώση στην έρευνα για τις σχέσεις ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου.
Μελέτες σε διδύμους αλλά και οικογενειακές μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχουν γενετικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τη συμπεριφορά προς το ίδιο φύλο, αν και οι ακριβείς παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτό δεν έχουν ταυτοποιηθεί [2]. Τα προηγούμενα χρόνια, κάποιες αναφορές κατέγραψαν την διαπίστωση ενός «ομοφυλοφιλικού γονιδίου», αλλά κανένα από αυτά τα ευρήματα δεν επιβεβαιώθηκε από άλλους ερευνητές και το «ομοφυλοφιλικό γονίδιο», ως ενιαίο γονίδιο που εμπλέκεται στην ομοφυλοφιλία, απορρίφθηκε από την ευρεία επιστημονική κοινότητα.
Στα τέλη Αυγούστου 2019, το περιοδικό Science δημοσίευσε το άρθρο μιας ομάδας επιστημόνων [3], που περιγράφει την εργασία που έγινε ως τμήμα μιας «Μελέτης Συσχέτισης Ολόκληρου του Γονιδιώματος» [στα αγγλικά: Genome Wide-Association Study ή εν συντομία GWAS] 477.522 ατόμων που είχαν δώσει δείγματα DNA στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στις ΗΠΑ και συγκατατέθηκαν για τη μελέτη αυτή. Από αυτά τα άτομα, ένα ποσοστό 2-5% στο Ηνωμένο Βασίλειο και ένα μεγαλύτερο δείγμα από τις ΗΠΑ (το οποίο είχε χρησιμοποιήσει το πρόγραμμα 23andMe), ανέφεραν τουλάχιστον μία σεξουαλική επαφή με το δικό τους φύλο και χαρακτηρίστηκαν ως «μη-ετεροφυλόφιλοι» στη μελέτη (αν και οι συγγραφείς σημειώνουν ότι η ονοματολογία αυτή είναι προβληματική). Σκοπός της μελέτης ήταν να καθοριστούν οι γενετικές παραλλαγές που σχετίζονται με τη σεξουαλική συμπεριφορά προς άτομα του ιδίου φύλου και να διερευνηθεί η βιολογία και η πολυπλοκότητα του χαρακτηριστικού αυτού.
Η μελέτη GWAS είναι μια μελέτη παρατήρησης που γίνεται με σκοπό να προσδιοριστεί εάν κάποια συγκεκριμένη παραλλαγή στα γονίδια σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Οι μελέτες GWAS διερευνούν ολόκληρο το γονιδίωμα, σε αντίθεση με άλλες μελέτες που εξετάζουν ένα ή λίγα γονίδια. Ενώ οι μελέτες GWAS μπορούν να προσδιορίσουν αν υπάρχει γενετική συσχέτιση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, δεν μπορούν να προσδιορίσουν ακριβώς ποια γονίδια μπορεί να εμπλέκονται, επειδή χρησιμοποιούν θραύσματα γονιδίων αντί για ολόκληρα γονίδια.
Τι έδειξε αυτή η μελέτη; Υπήρχαν αρκετά κεντρικά ευρήματα που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο καταλαβαίνουμε τη σεξουαλική συμπεριφορά προς το ίδιο φύλο:
(1) Η μελέτη επιβεβαίωσε τα αποτελέσματα μελετών σε διδύμους και σε οικογένειες, που τεκμηριώνουν ότι η γενετική παίζει ένα στοιχείο στον προσδιορισμό της σεξουαλικής συμπεριφοράς του ίδιου φύλου. Υπάρχουν σαφώς και άλλοι παράγοντες που πιθανότατα είναι σημαντικοί, όπως το περιβάλλον, αλλά αυτή η μελέτη δεν μπορούσε να τους εξετάσει.
(2) Η σεξουαλική συμπεριφορά προς το ίδιο φύλο επηρεάζεται όχι από ένα ή έστω από λίγα γονίδια· επηρεάζεται από πολλά γονίδια. Η υποκείμενη γενετική αρχιτεκτονική αυτού του χαρακτηριστικού είναι εξαιρετικά πολύπλοκη.
(3) Τα δεδομένα υποστηρίζουν το μοντέλο ότι πολλοί διαφορετικοί «γενετικοί τόποι» συμβάλλουν στις ατομικές διαφορές στην προδιάθεση για την σεξουαλική συμπεριφορά προς το ίδιο φύλο.
(4) Πολλοί τέτοιοι τόποι με μικρή επίδραση ο καθένας αλληλεπικαλύπτονται στην συμπεριφορά ανδρών και γυναικών προς το ίδιο φύλο και ίσως συνεισφέρουν προσθετικά στη συμπεριφορά.
(5) Είναι αδύνατο από αυτά τα αποτελέσματα είτε να προβλέψουμε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά από τη γενετική σύνθεση είτε να εντοπίσουμε συγκεκριμένα γονίδια που ενδεχόμενα να σχετίζονται με αυτή τη συμπεριφορά.
(6) Γενικά, η μελέτη δεν συμφώνησε με την ιδέα ότι όσο περισσότερο προσελκύεται κάποιος από το ίδιο φύλο όσο λιγότερο προσελκύεται από το αντίθετο φύλο, όπως είχε προτείνει ο Κίνζι. Καταλήγει στην ανάγκη ανάπτυξης νέων εργαλείων για την αξιολόγηση του σεξουαλικού προσανατολισμού.
Ενώ δεν μπόρεσαν να ταυτοποιηθούν συγκεκριμένα γονίδια με χρήση αυτής της τεχνικής, πέντε γενετικές παραλλαγές βρέθηκαν να έχουν πολύ σημαντικό ρόλο. Ένα σετ σχετίζεται με γονίδια που αφορούν την ανδρική τριχόπτωση στο κεφάλι και άλλο ένα με γονίδια που αφορούν θέματα όσφρησης. Και τα δυο υποδεικνύουν έναν πιθανό ρόλο των ορμονών φύλου στην όλη διαδικασία, καθώς και τα δύο σύνολα γονιδίων επηρεάζονται ορμονικά.
Οι συγγραφείς της μελέτης έχουν σαφώς υποδείξει τους περιορισμούς της εργασίας τους και επισημαίνουν προσεκτικά πιθανές παγίδες στην ερμηνεία της μελέτης. Όπως σημειώνεται παραπάνω, δεν μπορούν να γίνουν προβλέψεις σχετικά με το σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ατόμου βασισμένες στη γενετική, τόσο επειδή είναι πιθανό να υπάρχουν και άγνωστοι μη-γενετικοί παράγοντες που εμπλέκονται στη σεξουαλική συμπεριφορά, όσο και επειδή τα γενετικά μοτίβα είναι πολύπλοκα και πολυγονιδιακά. Μπορεί να αναφερθεί μόνο ότι υπάρχει και γενετική συνιστώσα στη σεξουαλική συμπεριφορά προς το ίδιο φύλο. Η μελέτη δεν δείχνει τη σχετική συμβολή της γενετικής ή του περιβάλλοντος στο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Αυτά τα γενετικά χαρακτηριστικά δεν αποδεικνύεται ότι προκαλούν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά· απλώς συνδέονται με αυτή και μπορεί να διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην έκφρασή της. Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμη σ’ αυτόν τον τομέα.
Εν ολίγοις, αυτή η μελέτη επιβεβαιώνει προηγούμενες μελέτες που τεκμηριώνουν γενετικά πρότυπα που σχετίζονται με τη σεξουαλική συμπεριφορά προς το ίδιο φύλο, προσθέτοντας στη σχετική βιβλιογραφία ένα επίπεδο πολυπλοκότητας που ως τώρα δεν ήταν σαφές. Ως ορθόδοξοι Χριστιανοί, πρέπει να σκεφτούμε πώς αυτές οι νέες πληροφορίες σχετικά με τη συμπεριφορά προς το ίδιο φύλο επηρεάζουν τη σκέψη μας. Από την πλευρά της Εκκλησίας, τα ανθρώπινα όντα είναι κάτι περισσότερο από ένα σύνολο γονιδίων και χημικών αντιδράσεων που απλά συμβαίνουν· είμαστε κάτι περισσότερο από την αναπαραγωγική μας ικανότητα και εξέλιξη. Πραγματοποιούμε διαδικασίες σύνθεσης του DNA, αναπαράγουμε τα γονίδια και τα μεταδίδουμε στους απογόνους μας, μέσω της σεξουαλικής αναπαραγωγής. Έχουμε εξελιχθεί και συνεχίζουμε να εξελισσόμαστε, ως δείγματα του είδους μας. Στην πραγματικότητα, η εξέλιξη είναι ένας από τους ορισμούς της ζωής στη Γη. Αλλά τα ανθρώπινα όντα στοχάζονται, δημιουργούν, προσεύχονται, οικοδομούν και κάνουν και πολλά άλλα, που εξαρτώνται εν μέρει από τη βιολογία μας, αλλά πηγαίνουν και πέρα από αυτήν.
Πρέπει να εξετάσουμε, ως Εκκλησία, τα νέα ερωτήματα που δεν συζητήθηκαν ως τώρα. Σε σχέση με τη σεξουαλικότητα, καλούμαστε να αναρωτηθούμε: Ως πού θα φτάσουμε, περιμένοντας από τους ανθρώπους να αγνοούν τις γενετικές τους κλίσεις; Είναι τα ανθρώπινα όντα απλά για να εξελίσσονται (με την αναπαραγωγή να είναι η μόνη κινητήρια δύναμη της εξέλιξης) ή μήπως είμαστε φτιαγμένοι επίσης για να δημιουργούμε σχέσεις και να κοινωνούμε; Έχουμε διαμορφώσει θεολογία που να μπορεί να διαχειριστεί την έλξη προς το ίδιο φύλο; Όπως στην επιστήμη, έτσι και στη θεολογία: έχουμε να κάνουμε ακόμη πολλή δουλειά.
Παραπομπές
[1] Hubbard, R. & Wald, Ε. (1993) Exploding the Gene Myth (Ανατινάζοντας τον γονιδιακό μύθο). Βοστώνη: Beacon Press. Το θέμα αυτό διερευνάται επίσης με λεπτομέρειες στο Gabard, D. L. (1999), «Homosexuality and the Human Genome Project: Private and Public Choices» (Η ομοφυλοφιλία και το ανθρώπινο γονιδίωμα (HGP): Προσωπικές και δημόσιες επιλογές»), Journal of Homosexuality 37 (1): σ. 25-51. [2] Pillard, R. D. & Bailey, J. Μ. «Human sexual orientation has a heritable component (Ο γενετήσιος προσανατολισμός του ανθρώπου έχει μια κληρονομήσιμη συνιστώσα). Human Biology (1998) 70: 347-365; Langstrom Ν., Rahman Q. Ε., Carlstrom Ε., & Lichstenstein Ρ., «Genetic and environmental effects on same-sex sexual behavior: A population study of twins in Sweden (Γενετική και περιβαλλοντικές επιδράσεις στην σεξουαλική συμπεριφορά προς το ίδιο φύλο: Μελέτη ενός αριθμού δίδυμων στη Σουηδία». Archives of Sexual Behavior (2010) 39: 75-80. [3] Ganna Α., Verweij K.J.H., Nivard M.G., Mainer R., Wedoe R., Busch A.S., Abdellaoui Α., Guo S., Sathirapongsasuti J.F., 23andMe Research Team, Lichtenstein Ρ., Lundstrom S., Langstrom Ν., Auton Α., Harris Κ.Μ., Beecham G.W., Martin E.R., Sanders A.R., Perry J.R.Β., Neale Β.Μ. & Ziestsch Β.: Mεγάλης κλίμακας GWAS αποκαλύπτει πληροφορίες για τη γενετική αρχιτεκτονική της σεξουαλικής συμπεριφοράς προς το ίδιο φύλο. Science (2019) 365: 882 (πρωτότυπο έγγραφο και συνοπτική περίληψη). Το άρθρο του Richard Swinburne στο πρόγραμμα Bridging Voices χρησιμοποιεί επίσης αυτή τη μελέτη.H Gayle Woloschak είναι καθηγήτρια Ογκολογίας της Ακτινοβολίας στη Σχολή Ιατρικής του Πανεπιστημίου Νορθγουέστερν και επίκουρος καθηγήτρια στον τομέα «Θρησκεία και Φυσικές Επιστήμες» στη Λουθηρανική Θεολογική Σχολή του Σικάγο.