Rodoljub Kubat

Tον τελευταίο καιρό στη Σερβία παρατηρούμε μια σειρά από συγκρούσεις, διαδηλώσεις και πορείες. Αναμφίβολα μια εξέγερση εξαπλώνεται σ’ ολόκληρη τη χώρα και πιστεύουμε ότι το όλο θέμα μπορεί να αντιμετωπιστεί και από μια θεολογική σκοπιά. Ασφαλώς, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε την γνώμη των ανθρώπων που πηγαίνουν συχνά στην εκκλησία, γι’ αυτά τα ζητήματα, διότι λίγες είναι οι φωνές που εκφράζουν την άποψη της Εκκλησίας στη δημόσια σκηνή. Εκτός από αυτό, μέσα σ’ όλη αυτή τη σύγχυση, δύσκολα μπορούμε να διακρίνουμε τη χριστιανική θεώρηση. Πολλοί νομίζουν ότι οι Χριστιανοί ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τη Βασιλεία των Ουρανών, κάτι που, φυσικά, ισχύει. Ωστόσο, η πορεία προς τον Ουρανό διεξάγεται σ’ αυτόν τον κόσμο, στον οποίο ζούμε. Η μαρτυρία μας για το τι συμβαίνει στον κόσμο είναι το κλειδί που θα ανοίξει τις πύλες της Βασιλείας των Ουρανών. Συχνά, ξεχνάμε αυτό που λέμε στην Κυριακή Προσευχή: να έρθει η Βασιλεία σου, να γίνεται το θέλημα σου, όπως στον ουρανό, έτσι και στη γη. Εάν δεν υπάρχει δικαιοσύνη στη Γη, πώς θα πραγματοποιηθεί η Βασιλεία των Ουρανών σε τούτο τον κόσμο;
Αυτή η ερώτηση αφορά τους Χριστιανούς όλης της γης. Εάν οι Χριστιανοί σιωπούν ή εγκρίνουν την αδικία, πορεύονται πράγματι προς την οδό που οδηγεί στη Βασιλεία των Ουρανών; Εάν αντιδρούν ενάντια στην αδικία, αυτό σημαίνει ότι εξεγείρονται ενάντια στο κακό. Μόνο οι ελεύθεροι άνθρωποι και εκείνοι που αγωνίζονται για την ελευθερία μπορούν να εξεγερθούν, ενώ οι υπάκουοι ευσεβείς δεν εξεγείρονται. Προκειμένου να κατανοήσουμε τα πράγματα καλύτερα, θα εξετάσουμε και θα ανακαλέσουμε στη μνήμη μας ορισμένα γεγονότα, τα οποία φαίνεται να τα έχει λησμονήσει η Εκκλησία, αλλά αποτελούν ουσιαστικό μέρος της αποστολής της στον κόσμο. Στον πυρήνα αυτών των αναθυμήσεων, βρίσκεται η ιδέα της εξέγερσης.
Η θεολογία της εξέγερσης είναι, ουσιαστικά, μια προφητική θεολογία. Η προφητική κίνηση ξεκίνησε τον 9ο αιώνα π.Χ. περίπου και, ουσιαστικά, αποτελούσε εξέγερση ενάντια στις κοινωνικές αδικίες της εποχής. Ειδικότερα, ενάντια στην κατάχρηση της εξουσίας και στο γεγονός ότι μια μικρή ομάδα μεγιστάνων συσσώρευε πλούτο εις βάρος των υπόλοιπων ανθρώπων. Οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης είναι το πρώτο κίνημα της ιστορίας το οποίο σε θεολογικό και ιδεολογικό επίπεδο αντιτάχθηκε στην κοινωνική αδικία.
Αναντίρρητα, οι Ισραηλίτες είναι ένας λαός επαναστατικός. Καθώς δραπετεύουν από την Αίγυπτο, εκδηλώνουν αυτή την τάση για ελευθερία επαναστατώντας ενάντια στην αδικία, αλλά κάποιες φορές εξεγείρονται και ενάντια στον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός θέλει να αντιμετωπίζει αυτόν τον λαό ως σύμμαχο και όχι ως μια υπάκουη μάζα πειθήνιων ευσεβών σκλάβων.
Το Ισραήλ συγκροτήθηκε ως λαός, στη Χαναάν, τη στιγμή που οι επαναστάτες σκλάβοι των πόλεων, εκείνης της περιοχής, προσέγγισαν τους Ισραηλίτες. Αυτό που προσήλκυσε τους εξεγερμένους ήταν η διδασκαλία ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία που απορρέει από την Παλαιά Διαθήκη, η γη ανήκει στον Θεό και τη μοιράζεται με τους εκλεκτούς και τους επαναστατημένους ανθρώπους. Ο Θεός διαμοιράζει τη γη κατά τέτοιον τρόπο, ούτως ώστε να ανήκει σε όλους και να μην είναι δυνατόν να απαλλοτριωθεί δίχως τη θέληση του ιδιοκτήτη ή του κληρονόμου. Αυτό ήταν και το νόημα του Ιωβηλαίου έτους.
Η έξοδος των εξεγερμένων σκλάβων, του λαού τού Ισραήλ και η συγκρότησή τους ως λαού, στη Χαναάν, είναι συνέπεια, ουσιαστικά, της εξέγερσής τους. Η κατακτημένη γη τούς ανήκει, επειδή αυτοί θα ζήσουν με τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι τα άλλα έθνη. Η γη αυτή τους δόθηκε, γιατί αυτός ο λαός είναι το «φως του κόσμου».
Η εξέγερση, όμως, δεν υφίσταται μόνο σε κοινωνικό επίπεδο. Αν και αδίκως, ο Ιωνάς εξεγέρθηκε ενάντια στον Θεό, ο οποίος τον είχε στείλει να κηρύξει στη Νινευή. Ενδιαφέρον είναι ότι ο θεός καθοδηγεί τον Ιωνά με διάφορους τρόπους, παρόλο που ο Ιωνάς παραμένει πείσμων. Στ’ αλήθεια φαίνεται πως ο θεός αγαπά τους επαναστάτες!
Ο τρόπος, με τον οποίον εμφανίζεται δημοσίως ο Χριστός, είναι επαναστατικός από πολλές απόψεις. Υπάρχει μια κοινωνική πτυχή, εκείνη την εποχή, η οποία εκφράζει έναν αγώνα για δικαιοσύνη: Μακάριοι όσοι διώκονται για την επικράτηση του θελήματος του Θεού, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία του Θεού (Μτ. 15:10).
Οι ακόλουθοι του Χριστού είναι οι φτωχοί και οι απόκληροι της κοινωνίας, αυτοί που περιφρονούνται από το κράτος και το εκκλησιαστικό καθεστώς (του ναού των Ιεροσολύμων). Εκτός από αυτό, οι Ρωμαίοι, αλλά και οι Εβραίοι ηγέτες αντιμετωπίζουν τον Χριστό ως επαναστάτη.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θεωρούσε τους πρώτους οπαδούς του Χριστού αντικοινωνικά υποκείμενα, διότι αρνούνταν να αναγνωρίσουν τον αυτοκράτορα ως Θεό. Είναι γνωστό ότι οι διωγμοί εναντίον των Χριστιανών ξεκίνησαν, κυρίως, γι’ αυτόν τον λόγο.
Το Βιβλίο της Αποκάλυψης αποτελεί, επίσης, μια μαρτυρία εξέγερσης ενάντια στην αδικία του κόσμου. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας απεικονίζεται ως Αντίχριστος.
Ο κύριος πόλος έλξης της χριστιανικής διδασκαλίας και αποστολής ήταν το θεμελιώδες αίτημα για δικαιοσύνη στη γη. Αυτό το αίτημα ήταν, συχνά, μια έκκληση για εξέγερση ενάντια στο σύστημα εκείνης της εποχής.
Η μοναστική κίνηση της φυγής προς την έρημο ήταν, επίσης, μια επανάσταση εναντίον ενός κόσμου που διέπεται από την αδικία, ενός κόσμου που θα καταντούσε, όλο και περισσότερο, προσκολλημένος σε ένα απολιθωμένο «εκκλησιαστικό περιβάλλον.» Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στην προσωπικότητα του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ενός σπουδαίου θεολόγου και μαχητή εναντίον της αδικίας.
Ο Ιωάννης συγκρούστηκε έντονα με την βυζαντινή αυλή και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Ως αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινούπολης, δεν θέλησε να συμβιβαστεί ειρηνικά με τις αρχές. Έφτασε στο σημείο να πουλήσει το μάρμαρο που προοριζόταν για την κατασκευή του ναού και να διανείμει τα χρήματα στους φτωχούς. Απευθύνεται στην αυτοκράτειρα Ευδοξία με το κήρυγμά του Πάλι η Ηρωδιάς μαίνεται. Ο Ιωάννης εξορίστηκε και πέθανε εξόριστος. Σύντομα μετά τον θάνατο του αναγνωρίστηκε ως άγιος.
Η γνωστή «συμφωνία» μεταξύ Εκκλησίας και κράτους, σήμαινε ότι η Εκκλησία αποτελούσε έναν από τους θεμελιώδεις πυλώνες της κοινωνίας. Συχνά, αυτή η πνευματική υπερδομή περιοριζόταν στην πνευματική συμμόρφωση των υπηκόων και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το θρησκευτικό στοιχείο ταυτίστηκε με τις κοινωνικές ανάγκες.
Αυτή η αντίληψη της θρησκευτικότητας έδωσε έμφαση στην αναξιότητα και την αμαρτία, όπως διαφαίνεται και στον Κανόνα του Αγ. Ανδρέα Κρήτης. Επιπροσθέτως, εκτός από το στοιχείο μιας κάποιας πνευματικής βαρύτητας, που υπάρχει σ’ αυτή τη θεολογία, είναι σαφές ότι η τελευταία εκφράζει την νοοτροπία ενός σκλάβου που βλέπει τον Θεό ως γήινο κυβερνήτη.
Αυτού του είδους η ευσέβεια μεταδόθηκε, από το Βυζάντιο, στα υπόλοιπα σλαβικά έθνη. Οι Σλάβοι εκχριστιανίστηκαν εντός αυτού του ιδεολογικού και πνευματικού πλαισίου, ενώ στη Δύση αυτός ο Χριστιανισμός της υποταγής ήταν ακόμα πιο απροκάλυπτος: οι κατακτημένοι λαοί διδάσκονταν την υπακοή υπό το σημείο του Σταυρού.
Επίσκοποι και κληρικοί, στο Βυζάντιο και στις υπόλοιπες ορθόδοξες χώρες, ήταν ταυτόχρονα και κρατικοί αξιωματούχοι, διορισμένοι και ελεγχόμενοι από την αυτοκρατορική κυβέρνηση. Μόνο η αναφώνηση «άξιος» θύμιζε τον αρχικό τρόπο εκλογής του κληρικού.
Τα βιβλικά αναγνώσματα, στον Μεσαίωνα, βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό σε κείμενα, τα οποία υποστήριζαν μια τέτοιου είδους ευσέβεια. Ο Χριστός απεικονίζεται ως Παντοδύναμος Βασιλιάς και, πολλές φορές, ως Κριτής-δικαστής. Τονίστηκε, επίσης, η νομική διάσταση της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ οι προφήτες έγιναν ανεπιθύμητοι, λόγω της επαναστατικότητάς τους.
Ένα από τα παράδοξα του σύγχρονου πολιτισμού είναι ότι αναδύθηκε μέσω της σύγκρουσής του με την Εκκλησία. Το παράδοξο σ’ αυτό είναι ότι ο κόσμος άρχισε να υπερασπίζεται τις ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ η Εκκλησία επέμεινε στις παραδοσιακές αξίες και δημιούργησε ουσιαστικά μια λατρεία προσκολλημένη στις αξίες του μεσαίωνα.
Επομένως, η Εκκλησία απώλεσε τον προφητικό της ρόλο, μαχόμενη, συχνά, εναντίον της δικαιολογημένης εξέγερσης των καταπιεσμένων. Τα εθνικά ή τα «εκκλησιαστικά» συμφέροντα τέθηκαν πάνω από το συμφέρον των πολλών ανθρώπων, των δημιουργημένων κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού.
Λόγω της απώλειας της προφητικής διάστασης, η θεολογία κατάντησε ιδεολογία της κυρίαρχης εκκλησίας που είχε ως βασικό ρόλο να κατασκευάσει έναν βέλτιστο τρόπο συνύπαρξης με την κυβερνητική εξουσία. Ουσιαστικά, η θεολογία έχασε την επαφή της με την πραγματική ζωή, επειδή σταμάτησε να αναγνωρίζει και να αντιδρά στην αδικία που μαστίζει τον κόσμο.
Η θεολογία της εξέγερσης δεν μπορεί να υπάρξει δίχως αυτή την επαφή, επειδή προκύπτει από την γνώση της πραγματικής ζωής και την ανάγκη για την επικράτηση της δικαιοσύνης σε αυτόν τον κόσμο.
Τα απελευθερωτικά κινήματα όλης της υφηλίου, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, δεν μπόρεσαν να βρουν κάποια αφορμή συνεργασίας με την εκκλησία. Η εξέγερση κατέστη κτήμα των «παιδιών των λουλουδιών», μια ποικιλομορφία επαναστατών, οι οποίοι αγωνίζονται για δικαιοσύνη και οι οποίοι, δικαιολογημένα, αποτελούν πρότυπα ενός αγώνα για ελευθερία.
Σήμερα, η ανάγκη για τη συγκρότηση μιας θεολογίας της εξέγερσης, μιας θεολογίας της επανάστασης είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ. Οι νέοι θεολόγοι θα πρέπει να μιλήσουν με τη φωνή των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτός ο κόσμος των αναρίθμητων μορφών αδικίας και της αφθονίας των ψεύτικων ειδώλων και αρχών πρέπει επιτέλους να αποδομηθεί. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο να υπάρξει μια θεολογία, η οποία θα δώσει πνοή στην ευρύτερη πνευματική και ανθρωπολογική διάσταση της επερχόμενης επανάστασης.
Αυτό σημαίνει τον επαναπροσδιορισμό της ανθρώπινης αυτογνωσίας και της συνεπαγόμενης απελευθέρωσης από τον θρησκευτικό φόβο. Ο Χριστός είναι φίλος, πάντα έτοιμος να σταθεί στο πλευρό μας και όχι ένας τρομακτικός δικαστής που τιμωρεί τους υπηκόους και τους δούλους του.
Η θεολογία της εξέγερσης δεν είναι αντάρτικο και ανυποταξία, αλλά αγώνας για εσωτερική και εξωτερική ελευθερία. Ταυτόχρονα, πρόκειται για μια εξέγερση ενάντια στις εσωτερικές αλλοιώσεις και βλαβερές κλίσεις, οι οποίες, σε κοινωνικό επίπεδο, υλοποιούνται ως αδικία, βία και υποκρισία. Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν αγώνα ενάντια σε ό,τι μας υποδουλώνει και ενάντια σε ό,τι στέκεται εμπόδιο στον αγώνα αυτό, όπως, για παράδειγμα, η ευσέβεια της ενδοτικότητας που καταντά τον άνθρωπο πειθήνιο ον.
Η εξέγερση είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου· πρέπει, απλώς, να την κατευθύνουμε, από το στομάχι μας, στην σφαίρα του πνεύματος.
Ο Rodoljub Kubat είναι καθηγητής στην έδρα Παλαιάς Διαθήκης στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα είναι η ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης και η γενικότερη θεολογική ερμηνεία, ενώ, επί του παρόντος, εργάζεται πάνω στην μετάφραση των Εβδομήκοντα στη σερβική γλώσσα.
To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία (Public Orthodoxy) επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών,των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.