Rico Monge

Ο «Πόλεμος κατά των Ναρκωτικών» είναι καρπός ενεργειών και των δύο πολιτικών παρατάξεων των Η.Π.Α και παρατείνεται εδώ και αρκετές δεκαετίες. Ουσιαστικά, αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία του «συστηματικού ρατσισμού» και της πολιτικής κατά του μαύρου πληθυσμού στις Η.Π.Α αλλά και αλλού. Οι ρίζες του πολέμου κατά των ναρκωτικών τίθενται στη διακυβέρνηση του Φραγκλίνου Ρούζβελτ και στη «Νομοθετική Πράξη για την Μαριχουάνα» του 1937. Ωστόσο, ο πόλεμος δεν κατέστη ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα έως την εμφάνιση του Νόμου του Ρίτσαρντ Νίξον «Περί Ελεγχόμενων Ουσιών» το 1971. Ο πόλεμος αυτός οδήγησε σε μαζική φυλάκιση πολλούς Αμερικανούς, κυρίως όμως μαύρους άντρες λόγω των αυστηρών προϋποθέσεων επιβολής του από την κυβέρνηση Ρήγκαν, καθώς και λόγω του Νομοσχεδίου «Περί Ποινικών Αδικημάτων» από τον Μπίλ Κλίντον και τον Τζο Μπάιντεν τη δεκαετία του 1990. Τα ποσοστά φυλάκισης διπλασιάστηκαν μεταξύ 1980 (501.800) και 1990 (1.148.700) και διπλασιάστηκαν ξανά μέχρι το 2000 (1.937.400).
Ωστόσο, το θέμα αυτού του άρθρου δεν είναι η μαζική φυλάκιση. Αντίθετα, θα ήθελα να εστιάσω στο πώς οι χριστιανικές αξίες αντιτίθενται ευθέως στα κίνητρα του πολέμου κατά των ναρκωτικών. Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η αυστηρή «απαγόρευση» ψυχοδραστικών ουσιών δεν αποτελεί Ορθόδοξη θέση. Πράγματι, στην Θεία Ευχαριστία, το ιερότερο μυστήριο της Χριστιανοσύνης, χρησιμοποιούμε αλκοόλ, μια ουσία που θεωρείται ως η πιο επικίνδυνη σε προσωπικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο, ενώ οι Ορθόδοξοι γιορτάζουν το Πάσχα πίνοντας όχι μόνο μπόλικη μπύρα και κρασί, αλλά και βότκα, ούζο και ρακί, ποτά που καταναλώνονται από παραδοσιακά Ορθόδοξους πληθυσμούς. Η αυστηρή απαγόρευση του αλκοόλ έχει τις ρίζες της σε κινήματα προτεσταντικής ιδιοσυγκρασίας, πολλά από τα οποία διακρίνονται για τις ισχυρές αντι-Ρωμαιοκαθολικές και αντι-ορθόδοξες τοποθετήσεις τους.
Ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών αρχίζει εκεί που τελειώνει το αποτυχημένο πείραμα της Αμερικής για την ποτοαπαγόρευση, βασιζόμενος σε ρατσιστικά και αντιχριστιανικά θεμέλια.
Η κάνναβη εντάχθηκε για πρώτη φορά υπό ομοσπονδιακούς νομοθετικούς περιορισμούς στις Η.Π.Α. το 1937, λόγω των προσπαθειών του Χάρι Άνσλινγκερ, του πρώτου «τσάρου των ναρκωτικών» στην ιστορία της αμερικανικής κυβέρνησης, τότε υπό τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ. Τρία ήταν τα κύρια κίνητρα του Άνσλινγκερ για τη νομοθετική ρύθμιση της κάνναβης, την οποία κατέστησε σχεδόν παράνομη. Ο πρώτος λόγος ήταν επειδή ο ίδιος ως επικεφαλής της ποτοαπαγόρευσης, έπρεπε μετά την άρση της να εντοπίσει μια άλλη απαγορευμένη ουσία, ούτως ώστε να μην χάσει τη δουλειά του. Ο δεύτερος λόγος ήταν η συμμαχία του με επιχειρηματικά συμφέροντα (συγκεκριμένα με τις εταιρείες Hearst και DuPont) προκειμένου να ξεκινήσουν καμπάνια κατά της κάνναβης για να προωθήσουν συνθετικές ίνες όπως το νάιλον καθιστώντας τις κυρίαρχες στην αγορά.
Οι δύο αυτοί λόγοι είναι αρκετά προβληματικοί και συνδέονται με τον συστηματικό ρατσισμό τόσο στην οικονομία όσο και στην επιβολή του νόμου. Αλλά ο τρίτος λόγος που φορά και το θέμα αυτού του άρθρου, είναι ότι ο Άνσλιγνκερ ήταν αφοσιωμένος οπαδός του ρατσισμού και της ευγονικής. Ο ίδιος υπήρξε ένας πραγματικός αντίπαλος του κινήματος «για το δικαίωμα στη ζωή», υποστηρίζοντας έντονα την αναγκαστική αποστείρωση των «ανεπιθύμητων» ούτως ώστε να αποτραπεί η αναπαραγωγή τους. Επιπλέον ήταν υποστηρικτής της θεωρίας συνομωσίας της «λευκής γενοκτονίας» και πίστευε ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα για την ενίσχυση της φυλετικής καθαρότητας των λευκών.
Αυτό που έλειπε εντελώς από τα κίνητρα του Άνσλινγκερ ήταν η φροντίδα για τη δημόσια υγεία· ο κύριος λόγος δηλαδή για τον οποίον πολλοί Χριστιανοί, μέσω της προπαγάνδας, αποδέχθηκαν τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών. Αυτό καθίσταται φανερό απ’ το γεγονός ότι (1) έχει καταγραφεί η δήλωσή του ότι η κάνναβη είναι ακίνδυνη πριν την άρση της ποτοαπαγόρευσης και (2) διότι συμβουλεύτηκε 30 φαρμακοποιούς πάνω σ’ αυτό το ζήτημα και οι 29 από τους 30 δήλωσαν ότι δεν υπήρχε κίνδυνος για τη δημόσια υγεία. (Αξίζει να σημειωθεί ότι οι 29 αντιπροσωπεύουν 97% ποσοστό συναίνεσης, το ίδιο ποσοστό συναίνεσης που ισχύει και για την κλιματική αλλαγή από ανθρωπογενείς αιτίες). Ο Άνσλιγνκερ κατέστρεψε τα αρχεία των 29 και κράτησε μόνο αυτό του διαφωνήσαντα.
Έπειτα ο Άνσλινγκερ μετονόμασε την κάνναβη σε «μαριχουάνα» ούτως ώστε να αναγράφεται με αυτόν τον όρο στα κυβερνητικά έγγραφα και να απεικονίζεται ως μια τρομακτική μεξικάνικη ουσία προερχόμενη εκτός των συνόρων με σκοπό να διαφθείρει την αμερικανική νεολαία (συγκεκριμένα την λευκή αμερικανική νεολαία). Υποστήριξε επίσης ότι η απαγόρευση της κάνναβης ήταν απαραίτητη για τη διατήρηση της λευκής υπεροχής και της φυλετικής «καθαρότητας». Εδώ είναι τα τρομακτικά λόγια του ίδιου του Άνσλινγκερ:
Τα τσιγαριλίκια κάνουν τους μαυρούληδες να νομίζουν ότι είναι τόσο καλοί όσο οι λευκοί
Υπάρχουν συνολικά 100.000 καπνιστές μαριχουάνας στις Η.Π.Α και οι περισσότεροι είναι νέγροι, λατινοαμερικάνοι, Φιλιππινέζοι και διασκεδαστές. Η σατανική μουσική της τζαζ και του σουίνγκ προκύπτουν από τη χρήση μαριχουάνας. Η μαριχουάνα αναγκάζει τις λευκές γυναίκες να επιδιώκουν σεξουαλικές σχέσεις με νέγρους, ανθρώπους της διασκέδασης και άλλους.
Οι έγχρωμοι μαθητές του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, γλεντούν με (λευκές) μαθήτριες, καπνίζοντας [μαριχουάνα] και κερδίζοντας τη συμπάθειά τους με ιστορίες φυλετικών διώξεων. Αποτέλεσμα: εγκυμοσύνη […] Δύο νέγροι άρπαξαν ένα κορίτσι δεκατεσσάρων χρονών κρατώντας το δύο μέρες υπό την επήρεια κάνναβης. Όταν συνήλθε, βρέθηκε να πάσχει από σύφιλη.
Παρά τη ρατσιστική μανία του Χάρι Άνσλινγκερ που οδήγησε στην νομοθετική ρύθμιση της κάνναβης, οι Η.Π.Α (και ο υπόλοιπος κόσμος γενικότερα) δεν επιχείρησαν να ποινικοποιήσουν σε μεγάλο βαθμό τις ψυχοδραστικές ουσίες για δεκαετίες μετά τον Νόμο Περί Μαριχουάνας του 1937. Ο καθηγητής του Χάρβαρντ Τίμοθι Λίρι (παρά τις προσωπικές του αδυναμίες, που ήταν πολλές) πρέσβευε ότι πολλά θεωρούμενα «ναρκωτικά» θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως φάρμακα για μια σειρά από ασθένειες και διαταραχές που παραμένουν ανθεκτικές στις συμβατικές θεραπείες. Ο Λίρι κατάφερε ακόμη να καταστήσει το «Νόμο Περί Μαριχουάνας» αντισυνταγματικό με διακήρυξη του Ανώτατου Δικαστηρίου το 1969.
Σε απάντηση προς τη νίκη του Λίρι, ο βαθιά ρατσιστής και εξαιρετικά παρανοϊκός Ρίτσαρντ Νίξον ξεκίνησε τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών, ασκώντας πολιτική πίεση και υπογράφοντας τον «Νόμο περί Ελεγχόμενων Ουσιών» του 1970. Εξαιτίας της πολιτικής πίεσης οι θέσεις αυτής της νομοθεσίας εφαρμόστηκαν σχεδόν σ’ ολόκληρη την υφήλιο.
Οι ρατσιστικές πεποιθήσεις του Νίξον είναι καλά τεκμηριωμένες, αλλά θα επικεντρωθώ σε μια σκληρή αλήθεια για το πρόσωπό του, η οποία θα πρέπει να απασχολήσει ιδιαίτερα τους Χριστιανούς που τάσσονται υπέρ του δικαιώματος στη ζωή. Όταν εκδόθηκε η απόφαση Roe εναντίον Wade από το Ανώτατο Δικαστήριο, ο Νίξον πράγματι ενοχλήθηκε και εξέφρασε την αντίθεσή του στις αμβλώσεις, τόσο δημόσια όσο και στις προσωπικές του σχέσεις. Ωστόσο, ο Νίξον πίστευε ότι υπήρχαν κάποιες περιπτώσεις όπου η άμβλωση κρινόταν απαραίτητη. Οι περισσότεροι Χριστιανοί που είναι ενταγμένοι στο κίνημα «υπέρ της ζωής» δεν θα σκανδαλίζονταν βαθιά αν άκουγαν ότι ο βιασμός, η αιμομιξία και η ασφάλεια της ζωής της μητέρας μπορούν να θεωρηθούν τέτοιες εξαιρέσεις. Όμως οι ανησυχίες που εξέφρασε ο Νίξον κατ’ ιδίαν ταυτίζονται με τις ανησυχίες του Άνσλινγκερ περί φυλετικής καθαρότητας. Σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια, η άμβλωση ήταν μερικές φορές απαραίτητη, «για παράδειγμα όταν μιλάμε για σχέσεις λευκών και μαύρων ατόμων» (οι συζητήσεις αυτές ηχογραφήθηκαν παρασκηνιακά στις περίφημες «κασέτες του Νίξον»).
Συνδέονται άραγε οι ρατσιστικές πεποιθήσεις του Νίξον με τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών» και τον Νόμο περί Ελεγχόμενων Ουσιών; O υπό δυσμένεια σύμβουλός του, Τζον Έρλιχμαν (ο οποίος φυλακίστηκε για ενάμισι χρόνο μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ) δήλωσε τα εξής σ’ έναν δημοσιογράφο τη δεκαετία του 1990:
Θέλετε να ξέρετε τι ήταν [ο Πόλεμος κατά των Ναρκωτικών] στα αλήθεια; Η προεκλογική εκστρατεία του Νίξον το 1968 και ο Λευκός Οίκος μετά τη νίκη του είχαν δύο εχθρούς: την αντιπολεμική αριστερά και τους μαύρους. Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Γνωρίζαμε ότι δεν μπορούμε να απαγορέψουμε το να είσαι εναντίον του πολέμου ή να είσαι μαύρος, αλλά κάνοντας το κοινό να συσχετίσει τους χίπις με τη μαριχουάνα και τους μαύρους με την ηρωίνη και, στη συνέχεια, ποινικοποιώντας τις δύο ουσίες, θα μπορούσαμε να διαταράξουμε αυτές τις κοινότητες. Θα μπορούσαμε να συλλάβουμε τους ηγέτες τους, να επιτεθούμε στα σπίτια τους, να διαλύσουμε τις συναντήσεις τους και να τους διασύρουμε κάθε βράδυ στις ειδήσεις. Αν γνωρίζαμε ότι λέγαμε ψέματα για τα ναρκωτικά; Ναι, φυσικά το γνωρίζαμε.
(Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η οικογένεια του Έρλιχμαν έχει αμφισβητήσει την γνησιότητα αυτής της δήλωσης, υποστηρίζοντας ότι ο πατέρας τους δεν ήταν ρατσιστής. Παρόλα αυτά, αυτή η ένσταση είναι περίεργη, δεδομένου ότι ο Έρλιχμαν φαινόταν αηδιασμένος με τη συμμετοχή του στις πράξεις της τότε κυβέρνησης.)
Εν τέλει, ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών δημιουργήθηκε και διαιωνίστηκε καθαρά για ρατσιστικούς λόγους. Αναμφισβήτητα διαδραμάτισε εξέχοντα ρόλο στην εξάπλωση μιας συστημικά ρατσιστικής κοινωνίας με τεράστια και δυσανάλογα ποσοστά φυλάκισης και καταδίκες για κακουργήματα (ας σημειωθεί ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις, [στις Η.Π.Α.] αφαιρούνται και τα θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα των καταδικασθέντων!). Επιπλέον ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών δεν σχετίζεται με την επιστήμη της δημόσιας υγείας και εναπόκειται σ’ εμάς τους Χριστιανούς που ασχολούμαστε με τους κινδύνους της κατάχρησης αυτών των ουσιών να προτείνουμε λύσεις εναλλακτικές στη μαζική φυλάκιση, λύσεις που θα βασίζονται σε γνήσιες χριστιανικές αξίες και σε μια επανορθωτική δικαιοσύνη.
O Rico Monge είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας και Θρησκευτικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο.