Yelena Ambartsumian
Σημείωση: Λόγω του επείγοντος της τρέχουσας κατάστασης στην Αρμενία και στο Αζερμπαϊτζάν και τη σπουδαιότητα παροχής αξιόπιστων πληροφοριών, το ακόλουθο δοκίμιο αποτελεί εξαίρεση αναφορικά με την έκτασή και τον τρόπο σύνταξης, καθώς περιλαμβάνει και ένα εκτενές απόσπασμα από άρθρο επιστημονικού περιοδικού.

Την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου, το Αζερμπαϊτζάν, με την υποστήριξη του μεγάλου του αδελφού, της Τουρκίας –και τα δύο κράτη κυβερνιούνται από ολοκληρωτικά και αυταρχικά καθεστώτα– εξαπέλυσε επιθέσεις εναντίον δύο γειτονικών χωρών, της Δημοκρατίας της Αρμενίας και της Δημοκρατίας του Αρτσάχ, δύο νεοσύστατων δημοκρατιών στην περιοχή του Καυκάσου. Ούτε το Αζερμπαϊτζάν ούτε η Τουρκία δείχνουν σεβασμό για την ανθρώπινη ζωή, πόσο μάλλον για την ιστορική αλήθεια, ή, εν προκειμένω, για το διεθνές δίκαιο. Το Αρτσάχ (οι Αρμένιοι το αποκαλούν Ναγκόρνο-Καραμπάχ) αποτελεί μέρος της εναπομείνουσας εδαφικής επικράτειας των αρμενικών υψιπέδων, μετά τις τεράστιες εδαφικές απώλειες του αρμενικού λαού λόγω της γενοκτονίας των Αρμενίων το 1915. Η τρέχουσα σύγκρουση δεν είναι ένας απλώς αγώνας για την επιβίωση του αρμενικού λαού —το 75% του οποίου εξάλειψε η Οθωμανική Τουρκία με την γενοκτονία του 1915— αλλά αποτελεί και έναν πληροφοριακό πόλεμο. Θα έπρεπε, όμως, τα πράγματα να είναι διαφορετικά.
Το 2016, έλαβα μια κλήση από το τοπικό γραφείο του FBI. Ο πράκτορας με ενημέρωσε ότι το όνομα και η διεύθυνσή μου κυκλοφορούσαν σε ιστοσελίδες τζιχαντιστών, μαζί με τα προσωπικά δεδομένα συγκεκριμένων στρατιωτικών υπαλλήλων των ΗΠΑ, οι οποίες προέτρεπαν εγχώριους τρομοκράτες και υποστηρικτές του ISIS να μας χτυπήσουν. Για τον πράκτορα του FBI, δεν ήταν σαφής ο λόγος για τον οποίον το όνομά μου κυκλοφορούσε σ’ αυτές της ιστοσελίδες, διότι φαινόταν να σχετίζονται με την κρίση στην Συρία. Δεν έχω υπηρετήσει στον στρατό των Η.Π.Α., ούτε συμμετείχα καθόλου στην κρίση της Συρίας, με μοναδική εξαίρεση ότι κάλεσα εκπροσώπους των Η.Π.Α., αρκετά χρόνια νωρίτερα, για να τους ενημερώσω ότι η Τουρκία χρηματοδοτεί Σύριους «εξεγερμένους», οι οποίοι ήταν οπαδοί της αλ-Κάιντα. Υποθέτω, ότι ήμουν «ένοχη», επειδή έγραψα άρθρα σχετικά με την άρνηση της Γενοκτονίας των Αρμενίων και την καταστροφή της αρμενικής πολιτιστικής κληρονομιάς από την Τουρκία και εν συνεχεία απ’ το Αζερμπαϊτζάν. Ένας ακόμα λόγος ήταν η ενασχόλησή μου με την άντληση κεφαλαίων για ανθρωπιστικές δράσεις στο Αρτσάχ (Ναγκόρνο-Καραμπάχ) και διότι στο πιο πρόσφατο ταξίδι μου εκεί ήμουν μέλος μιας διερευνητικής αποστολής για την κατάσταση πολλών αρμένικων μεσαιωνικών μοναστηριών, τα οποία το Αζερμπαϊτζάν (που αποτελείται στη πλειοψηφία του από μουσουλμανικό πληθυσμό) διεκδικούσε ως δική του πολιτιστική κληρονομιά.
Δεν ήταν πρώτη φορά που δεχόμουν εκφοβισμό από την Τουρκία, το Αζερμπαϊτζάν και τους υποστηρικτές τους. Παραμένω συνεχής στόχος επιθέσεων από Τούρκους και Αζέρους, από την εποχή που εισέβαλλαν Τούρκοι διπλωμάτες σε μια ιδιωτική συνεδρίαση στα κεντρικά γραφεία των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη και άρχισαν να ουρλιάζουν σ’ εμένα και στον Αρμένιο πρέσβη στον ΟΗΕ, κατηγορώντας μας για «δυσφήμιση» της Τουρκίας (η ειρωνεία της τύχης είναι ότι η συγκεκριμένη συνάντηση αφορούσε την επούλωση των τραυμάτων και τη συγχώρεση αναφορικά με τη Γενοκτονία των Αρμενίων). Για τον ίδιο λόγο διαμένω στις Η.Π.Α, ως πρόσφυγας εξαιτίας των επιθέσεων των Αζέρων σε απλούς πολίτες του Μπακού στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 και στις αρχές της δεκαετίας του ΄90.
Σε πιο ευρύ πλαίσιο, η παρουσία μου δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Δεν είμαι ούτε πολιτικός, ούτε ακαδημαϊκός με επιρροή, ούτε ανήκω σε κάποιο λόμπι. Αλλά η στοχοποίηση μου, παρά τη μικρή σημασία της παρουσίας μου, φανερώνει ακριβώς πόση βαρύτητα προσδίδουν η Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν, στην εκστρατεία προπαγάνδας και παραπληροφόρησης. Γι’ αυτόν τον λόγο είμαι απογοητευμένη, αν και δεν εκπλήσσομαι, που τα κύρια μέσα ενημέρωσης στις Η.Π.Α. δεν μπόρεσαν να προβάλλουν επαρκώς τις πρόσφατες επιθέσεις του Αζερμπαϊτζάν στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στόχος του Αζερμπαϊτζάν είναι η εξολόθρευση των Αρμενίων από τо Καραμπάχ και πέρα από αυτό. Ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν, Ιλχάμ Αλιγιέφ, το έχει δηλώσει. Ωστόσο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στις Η.Π.Α χαρακτηρίζουν την τρέχουσα σύγκρουση ως μια απλή συνοριακή διαφωνία μεταξύ δύο πρώην Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, στις ελάχιστες περιπτώσεις που αναφέρονται σ’ αυτήν. Παρακάτω παραθέτω τους τρεις κύριους λόγους σύγχυσης που παρατηρώ στα τρέχοντα ρεπορτάζ:
- Την ανικανότητα εντοπισμού για την ευθύνη έναρξης του πρόσφατου πολέμου. Γνωρίζουμε ότι ευθύνεται το Αζερμπαϊτζάν και ότι η σύρραξη αυτή ήταν προσχεδιασμένη, διότι τα τουρκικά κρατικά μέσα ενημέρωσης ήταν έτοιμα να καταγράψουν την αρχική επίθεση του Αζερμπαϊτζάν. Εκτός απ’ αυτό το τεκμήριο η κοινή λογική στηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό: γιατί ο άμαχος πληθυσμός των 150.000 Αρμενίων του Καραμπάχ να προκαλεί άσκοπα το πλούσιο σε πετρέλαιο έθνος των δέκα εκατομμυρίων του Αζερμπαϊτζάν, το οποίο έχει επιπλέον επωφεληθεί με περίπου 1.5 δισεκατομμύρια δολάρια από φόρους από την εποχή του πολέμου του Ναγκόρνο-Καραμπάχ στη δεκαετία του 1990;
- Την ανικανότητα εντοπισμού για την ευθύνη έναρξης του πρόσφατου πολέμου. Γνωρίζουμε ότι ευθύνεται το Αζερμπαϊτζάν και ότι η σύρραξη αυτή ήταν προσχεδιασμένη, διότι τα τουρκικά κρατικά μέσα ενημέρωσης ήταν έτοιμα να καταγράψουν την αρχική επίθεση του Αζερμπαϊτζάν. Εκτός απ’ αυτό το τεκμήριο η κοινή λογική στηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό: γιατί ο άμαχος πληθυσμός των 150.000 Αρμενίων του Καραμπάχ να προκαλεί άσκοπα το πλούσιο σε πετρέλαιο έθνος των δέκα εκατομμυρίων του Αζερμπαϊτζάν, το οποίο έχει επιπλέον επωφεληθεί με περίπου 1.5 δισεκατομμύρια δολάρια από φόρους από την εποχή του πολέμου του Ναγκόρνο-Καραμπάχ στη δεκαετία του 1990;
- Την ανικανότητα εντοπισμού για την ευθύνη έναρξης του πρόσφατου πολέμου. Γνωρίζουμε ότι ευθύνεται το Αζερμπαϊτζάν και ότι η σύρραξη αυτή ήταν προσχεδιασμένη, διότι τα τουρκικά κρατικά μέσα ενημέρωσης ήταν έτοιμα να καταγράψουν την αρχική επίθεση του Αζερμπαϊτζάν. Εκτός απ’ αυτό το τεκμήριο η κοινή λογική στηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό: γιατί ο άμαχος πληθυσμός των 150.000 Αρμενίων του Καραμπάχ να προκαλεί άσκοπα το πλούσιο σε πετρέλαιο έθνος των δέκα εκατομμυρίων του Αζερμπαϊτζάν, το οποίο έχει επιπλέον επωφεληθεί με περίπου 1.5 δισεκατομμύρια δολάρια από φόρους από την εποχή του πολέμου του Ναγκόρνο-Καραμπάχ στη δεκαετία του 1990;
Μπορείτε να αναρωτηθείτε: γιατί έχει τόση σημασία κάποιος απ’ αυτούς τους εσφαλμένους χαρακτηρισμούς ;
Καταρχάς, όσο περισσότερο το Αζερμπαϊτζάν και η Τουρκία επιτυγχάνουν να θολώνουν τις πληροφορίες, τόσο περισσότερο θα εξαντλείται η διεθνής κοινότητα και συνεπώς, θα νοιάζεται λιγότερο γι’ αυτό το ζήτημα. Αυτό παρέχει ελευθερία κινήσεων στο Αζερμπαϊτζάν και την Τουρκία να συνεχίσουν να παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα χωρίς επιπτώσεις. Ας σημειωθεί ότι η Τουρκία έχει αποστείλει στρατεύματα και μισθοφόρους σε έξι διαφορετικά μέτωπα στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή και στην Μεσόγειο, ενώ ο πρόεδρος της, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δήλωσε πρόσφατα ότι και η Ιερουσαλήμ ανήκει στην Τουρκία.
Ας μην κάνουμε λάθη: η κατάσταση είναι σοβαρή. Το Αζερμπαϊτζάν συνεχίζει να χρησιμοποιεί πολλά απαγορευμένα όπλα, συμπεριλαμβανομένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών, στοχεύοντας όχι μόνο τον στρατό του Αρτσάχ αλλά και τον άμαχο πληθυσμό. Στη δεύτερη εβδομάδα της επίθεσης, το Αζερμπαϊτζάν βομβαρδίζει αστικές υποδομές και κατοικίες στη πρωτεύουσα του Αρτσάχ, Στεπανακέρτ, χρησιμοποιώντας πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς Σμερτς, Πολονέζ και τουρκικούς Κασίργκα. Όπως φαίνεται, ορισμένα από αυτά τα όπλα τα προμήθευσε ο Καναδάς, ο οποίος στις 5 Οκτωβρίου 2020 ανέστειλε την πώληση οποιασδήποτε περαιτέρω τεχνολογίας μη επανδρωμένων αεροσκαφών στην Τουρκία.
Το Αζερμπαϊτζάν εκμεταλλεύεται επίσης την τρέχουσα σύρραξη για να εξολοθρεύσει δύο άλλες εθνοτικές ομάδες —τις μειονότητες των Ταλίς και των Λεζγκίνων— τοποθετώντας τους ως στρατιώτες στις θέσεις υψηλού κινδύνου του μετώπου. Επιπλέον, το Αζερμπαϊτζάν προβαίνει σ’ όλες αυτές τις ενέργειες έχοντας μπλοκάρει το διαδίκτυο στην επικράτειά του και απαγορεύοντας τα ξένα μέσα ενημέρωσης να εισέλθουν (εκτός από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης της Τουρκίας), ενημερώνοντας επιλεκτικά, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τους πολίτες του.
Δεύτερον, ο γείτονας του Αζερμπαϊτζάν, η Τουρκία, παρέχει υποστήριξη, ούτως ώστε να επιτευχθεί η εξολόθρευση των Αρμενίων και είναι σε θέση να το πράξει αυτό, επειδή ακριβώς η διεθνής κοινότητα επέτρεψε στην Τουρκία να διαφύγει από τις επιπτώσεις των εκτεταμένων παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων στο παρελθόν. Όταν η διασπορά των Αρμενίων πίεσε τόσο έντονα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων, πολλοί αναρωτήθηκαν για τη σημασία αυτού του γεγονότος που συνέβη έναν αιώνα πριν. Εμείς, απ’ τη πλευρά μας, εξηγήσαμε ότι η άρνηση αποτελεί το τελευταίο στάδιο της γενοκτονίας και ότι εάν η Τουρκία δεν αναλάβει τις ευθύνες τις, θα συνεχίσει τις πολιτικές γενοκτονίας εναντίων των Αρμενίων αλλά και άλλων λαών. Δυστυχώς, η πρόβλεψη μας ήταν σωστή.

Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το Αζερμπαϊτζάν και η Τουρκία αμφισβητούν την εμπλοκή της Τουρκίας στην τρέχουσα επίθεση εναντίον του αρμενικού λαού. Τα μέσα ενημέρωσης των Η.Π.Α αναφέρουν αυτές τις αρνήσεις, προσδίδοντας τους ίση βαρύτητα με τα στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν την εμπλοκή της Τουρκίας, πέφτοντας στην παγίδα του να θέλουν να παρουσιάσουν αντικειμενικά και τις «δύο πλευρές» σε μια προσπάθεια να παρέχουν δίκαιη και ισορροπημένη ενημέρωση— παρόλο που η μια πλευρά δεν προσφέρει τίποτα άλλο παρά πλήρη και ολοκληρωτική παραπληροφόρηση.
Πράγματι, αρκετά διεθνή μέσα ενημέρωσης επιβεβαίωσαν ότι η Τουρκία έχει αποστείλει τζιχαντιστές μισθοφόρους από τη Συρία, πληρώνοντας τους περίπου 1.200 δολάρια το μήνα για τρεις μήνες, ούτως ώστε να πολεμήσουν στην πλευρά του Αζερμπαϊτζάν. Υπάρχει ακόμη και ένα βίντεο, το οποίο αναρτήθηκε από έναν αγανακτισμένο τζιχαντιστή, που ένιωθε απογοητευμένος που αγωνίζεται για το Αζερμπαϊτζάν, μια Σιιτική μουσουλμανική χώρα, ενώ του είχαν πει ότι θα βοηθούσε τη Σουνιτική Τουρκία, όταν στρατολογήθηκε. Ενώ το Αζερμπαϊτζάν αποκαλεί «προπαγάνδα» (η μετα-σοβιετική εκδοχή των ψευδών ειδήσεων) τον ισχυρισμό των Αρμενίων ότι ένα Τουρκικό F-16 κατέρριψε ένα αρμένικο SU-25 εντός του αρμενικού εναέριου χώρου, είναι διαθέσιμα τα στοιχεία των πτήσεων και οι ηχογραφήσεις του πιλότου που μιλάει τουρκικά. Ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν —ενεργός χρήστης του Twitter— δημοσίευσε επίσης βίντεο στα κοινωνικά δίκτυα, το οποίο εμφάνιζε στρατιωτικό προσωπικό με τη στολή του τουρκικού στρατού μαζί με στρατιώτες του Αζερμπαϊτζάν (υποθέτω ότι αυτό ήταν ατύχημα, αφού διέγραψε αμέσως τις αναρτήσεις του στο Twitter και ισχυρίστηκε ότι δεν τις πραγματοποίησε).
Τέλος, τα μέσα ενημέρωσης έχουν ευθύνη προς το κοινό των Η.Π.Α να παρέχουν ορθή πληροφόρηση. Σε τελική ανάλυση, ο πόλεμος του Αζερμπαϊτζάν χρηματοδοτείται εν μέρει με χρήματα των Αμερικανών φορολογουμένων. Το Υπουργείο Άμυνας των Η.Π.Α. έδωσε 101 εκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια στο Αζερμπαϊτζάν το 2018 και το 2019, η οποία, αντί να χρησιμοποιηθεί για την διασφάλιση της περιφερειακής σταθερότητας, υπεξαιρέθηκαν για να προκαλέσει το Αζερμπαϊτζάν μια προσφυγική κρίση και να επιτεθεί στις γειτονικές νεοσύστατες δημοκρατίες. Επιπλέον, αν και πολλοί επικρίνουν την Η.Π.Α για οικοδόμηση εθνών (μερικές φορές ορθά), έχουμε δει τι συμβαίνει όταν οι Η.Π.Α δεν επεμβαίνουν. Συνήθως, μια άλλη υπερδύναμη, με χειρότερες προθέσεις, αναλαμβάνει να συμπληρώσει το κενό.
Θα ήθελα να σημειώσω εδώ, ότι τα ρωσικά μέσα μαζικής ενημέρωσης καλύπτουν ορθά τα ιστορικά γεγονότα, αλλά τηρούν αρνητική στάση αναφορικά με τον Νικόλ Πασινιάν, τον τωρινό πρωθυπουργό της Αρμενίας. Η Ρωσία θεωρεί τον Πασινιάν —έναν πρώην πολιτικό κρατούμενο που εξελέγη μετά την Βελούδινη Επανάσταση της Αρμενίας το 2018— ως φιλικά προσκείμενο προς τη δύση. Ο Πασινιάν εισήγαγε μια νέα περίοδο δημοκρατίας στην Αρμενία, η οποία καταπολεμά τη διαφθορά και την ευνοιοκρατία. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο, οι περισσότερες ρωσικές συζητήσεις για το Καραμπάχ αποτελούν και ευκαιρία για κριτική στον Πασινιάν και έχω την αίσθηση ότι εάν η Ρωσία παρέμβει σ’ αυτήν την κρίση, θα το πράξει, εν μέρει, για να απομακρύνει τον Πασινιάν και να τον αντικαταστήσει με κάποιον δικό της άνθρωπο.
Από τον τελευταίο πόλεμο στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, αφού οι Αρμένιοι ψήφισαν υπέρ της ανεξαρτησίας τους από τη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καραμπάχ πριν την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης (το Καραμπάχ είχε παραχωρηθεί στο Αζερμπαϊτζάν από τον Στάλιν το 1921), οι ειδικοί της γεωπολιτικής χαρακτήρισαν το ανεπίλυτο θέμα του Καραμπάχ ως «ωρολογιακή βόμβα», η οποία θα μπορούσε να «πυροδοτήσει τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο.» Πράγματι, η Τουρκία, ως μέλος του ΝΑΤΟ, ήδη συμμετέχει σ’ αυτή τη σύρραξη, ενώ η Ρωσία και το Ιράν έχουν επίσης συμφέροντα σ’ αυτή την περιοχή. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι πολύ σημαντικά για να είμαστε επιπόλαιοι, ούτε μπορούμε να ανεχθούμε ισοπεδωτικές αναλύσεις.
Γι’ αυτό το λόγο, παρακάτω παραθέτω αποσπάσματα από μια εργασία που έγραψα για την ιστορία του Καραμπάχ, η οποία, αν και πέρασε από έκθεση αξιολόγησης, για λόγους τους οποίους δεν θα αναλύσω, ποτέ δεν δημοσιεύθηκε. Ελπίζω ότι, οι παρακάτω πληροφορίες, θα καταστούν διαθέσιμες, ούτως ώστε οι αναγνώστες της ιστοσελίδας «Δημόσια Ορθοδοξία» να ενημερωθούν σχετικά με τις αιτίες της σύρραξης στο Καραμπάχ και τον λόγο που οι Αρμένιοι δεν παλεύουν απλά για να υπερασπιστούν τα εδάφη τους, αλλά για την επιβίωση και την ύπαρξη τους. Παρακαλώ, κάντε οτιδήποτε μπορείτε για να μας βοηθήσετε, είτε ευαισθητοποιώντας τη κοινή γνώμη ή ακόμη συνεισφέροντας στο Αρμενικό Ταμείο ανθρωπιστικής βοήθεια στο Αρτσάχ.
Η Ιστορία του Καραμπάχ («Αρτσάχ» στην αρμενική γλώσσα) και οι ανταγωνιστικές εδαφικές διεκδικήσεις στην περιοχή.
Κάπου στο σταυροδρόμι μεταξύ ανατολής και δύσης βρίσκεται το Ναγκόρνο-Καραμπάχ («Καραμπάχ»).[1] Πρόκειται για μια ορεινή, περίκλειστη γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Αμέτρητες ξένες δυνάμεις έχουν διασχίσει αυτή τη γέφυρα –συμπεριλαμβανομένων των Περσών, των Αράβων, των Σελτζούκων Τούρκων, των Μογγόλων και των Ρώσων– γι’ αυτό το λόγο η πολιτιστική ιστορία του Καραμπάχ είναι δύσκολο να διαλευκανθεί. Αν και το Καραμπάχ εντάσσεται εντός των τωρινών συνόρων του Αζερμπαϊτζάν, υφίσταται ως αυτόνομη δημοκρατία από το 1991, όταν η αρμενική πλειοψηφία διακήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Σοβιετική Ένωση. Σήμερα, η Αρμενία στα δυτικά και το Αζερμπαϊτζάν στα ανατολικά συνεχίζουν να μάχονται για τον έλεγχο αυτής της περιοχής.
Οι ανταγωνιστικές διεκδικήσεις για το Καραμπάχ αποτελούν προϊόν μιας πολύπλοκης και αλληλεπικαλυπτόμενης ιστορίας. Θεωρώ ότι ο ευκολότερος τρόπος να κατανοήσουμε την ιστορία του Καραμπάχ είναι να σχηματίσουμε μια νοερή εικόνα τεσσάρων μεγάλων κυμάτων μετακίνησης πληθυσμών· καθένα από τα οποία άφησε την ανεξίτηλη επιρροή του. Αυτά τα τέσσερα κύματα είναι τα εξής: (1) Το Ινδοευρωπαϊκό, το οποίο καθόρισε την εθνικότητα και εκχριστιανίστηκε· (2) Το Αραβικό, το οποίο κληροδότησε το Ισλάμ. (3) Το Τουρκικό, το οποίο προσέδωσε τη γλώσσα και (4) το Ρωσικό/Σοβιετικό, αφήνοντας μια νέα πολιτική ηγεμονία. Λόγω αυτών των τεσσάρων επιρροών, κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει πλήρως την τρέχουσα διαμάχη για το Καραμπάχ μέσω ενός παραδοσιακού αναγωγικού μοντέλου (π.χ. εθνοτική ή θρησκευτική σύρραξη κ.λπ.)
ΠΡΩΤΟ ΚΥΜΑ: ΙΝΔΟ-ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ, 1η Χιλιετία π.Χ. έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. Οι πρώτοι κάτοικοι του Καραμπάχ ανήκαν στα φύλα των ινδοευρωπαίων, πιθανώς Χετταίοι, οι οποίοι εισήλθαν στην Υπερκαυκασία[2] κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ.[3] Το 189 π.Χ., ο βασιλιάς Αρτάσης των Αρμενίων, ένα ακόμη ινδοευρωπαϊκό φύλο, κατέκτησε το Καραμπάχ,[4] το οποίο ονομάστηκε «Αρτσάχ» στην αρμενική γλώσσα. Το Καραμπάχ/Αρτσάχ κατέστη τότε μια από τις δεκαπέντε επαρχίες του Βασιλείου της Αρμενίας[5]
Δύο εκ των δώδεκα αποστόλων (οι Άγιοι Θαδδαίος και Βαρθολομαίος) ήταν οι πρώτοι κήρυκες του Ευαγγελίου στην Αρμενία και μαρτύρησαν τον 1ο αιώνα μ.Χ. Ωστόσο, ο Χριστιανισμός εξακολούθησε να εξαπλώνεται σ’ όλη την περιοχή, λόγω της δράσης του Αγ. Γρηγορίου του Φωτιστή· ενός Αρμένιου, Πάρθου ευγενούς, ο οποίος ανατράφηκε στην Καππαδοκία (σημερινή Τουρκία). Έως το 301 μ.Χ., ο Αρμένιος βασιλιάς Τιριδάτης Γ΄ υιοθέτησε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του Βασιλείου της Αρμενίας, το οποίο περιλάμβανε την περιοχή του Αρτσάχ[6].

Το 387 μ.Χ., η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών κατένειμαν το Βασίλειο της Αρμενίας μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η περιοχή του Αρτσάχ να αποτελέσει επαρχία της Περσικής επαρχίας της Νέας Αλβανίας.[7] Η επαρχία αυτή αποτελούνταν από τις πρώην αρμενικές περιοχές του Αρτσάχ, του Ουτίκ, του Σιουνίκ έως την Αλβανία του Καυκάσου, η οποία κατοικήθηκε κυρίως από διάφορα ινδοευρωπαϊκά φύλα, γνωστά ως Καυκάσιοι Αλβανοί.[8] Παρά την αποτυχημένη εκστρατεία αναγκαστικής αφομοίωσης του πληθυσμού από τους Σασσανίδες το 461 μ.Χ., οι τοπικοί Αρμένιοι πρίγκηπες της Νέας Αλβανίας (γνωστοί και ως «μελίκες») διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία τους.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αυτονομίας, ο Αγ. Μεσρώπ Μεστότς δημιούργησε το αρμενικό αλφάβητο και ίδρυσε το πρώτο σχολείο αρμενικής γλώσσας στη Νέα Αλβανία, στο μοναστήρι Αμαράς.[9]
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΥΜΑ: ΑΡΑΒΕΣ, 7ο ΑΙΩΝΑΣ μ.Χ. Το δεύτερο μεγάλο κύμα μετακίνησης πληθυσμού στο Καραμπάχ ξεκίνησε τον 7ο αιώνα μ.Χ., όταν οι Άραβες αντικατέστησαν τους Σασσανίδες και κυβέρνησαν την περιοχή έως τον 10ο αιώνα.[10] Αν και οι Άραβες προσηλύτισαν πολλούς από τους κατοίκους της Υπερκαυκασίας στο Ισλάμ, δεν κατάφεραν να μεταβάλλουν τον θρησκευτικό χαρακτήρα των Αρμενίων. Στην Ιστορία των Αλβανών του 10ου αιώνα, ο Μωυσής Ντασχουραντσί, αναφέρει πως οι ευγενείς οικογένειες των Αρμενίων και των Καυκάσιων Αλβανών, συμμαχούσαν μεταξύ τους, συχνά μέσω γάμων, για να πολεμήσουν εναντίον των Αράβων.[11] Έως το τέλος του 10ο αιώνα, δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ των κατοίκων της Αρμενίας και των Καυκάσιων Αλβανών της Νέας Αλβανίας. Πράγματι, στις τελευταίες σελίδες των χρονικών του Ντασχουραντσί, ο Πρίγκιπας της Αλβανίας του Καυκάσου αναφέρεται ως «Αμπού Αλί, ο γηγενής Αρμένιος,» αδερφός του Αρμένιου Βασιλιά Σαμβάτη.[12]
ΤΡΙΤΟ ΚΥΜΑ: ΤΟΥΡΚΟΙ, 11ο ΑΙΩΝΑΣ μ.Χ. Το τρίτο μεγάλο κύμα πληθυσμιακής μετακίνησης προήλθε από τα τουρκικά φύλα, τα οποία εισέβαλαν μέσω της Κεντρικής Ασίας και ίδρυσαν την Αυτοκρατορία των Σελτζούκων το 1071 μ.Χ. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η πιο σημαντική κληρονομιά των Σελτζούκων Τούρκων ήταν γλωσσικής φύσης, διότι η τουρκική γλώσσα είχε ως αποτέλεσμα την ταύτιση πολλών ημινομαδικών φύλων με την τουρκική εθνότητα, παρόλο που αρχικά δεν ανήκαν σ’ αυτήν.[13] Ωστόσο, μέχρι το τέλος του αιώνα, οι Χριστιανοί ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους και οι Αρμένιοι πρίγκιπες ανέλαβαν τον έλεγχο της περιοχής. Ο 12ο αιώνας εγκαινίασε μια περίοδο φεουδαρχικών κρατών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ανέγερση πολλών μοναστηριών. [14] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Καραμπάχ κατοικήθηκε τόσο από Χριστιανούς ομιλούντες αρμενικά, όσο και από Σελτζούκους Τούρκους.[15]\
Όταν οι Μογγόλοι εισέβαλαν το 1235 μ.Χ., κατέστρεψαν ένα μεγάλο μέρος του Καραμπάχ και εγκατέστησαν στην περιοχή ημινομαδικούς πληθυσμούς Τούρκων και Κούρδων μισθοφόρων, με αποτέλεσμα την εξαφάνιση πολλών πριγκιπικών αρμενικών οικογενειών που είτε σκοτώθηκαν, είτε εξορίστηκαν.[16] Οι τουρκικές γλωσσικές επιρροές αυξήθηκαν με την άφιξη των Τούρκων Ούζων, οι οποίοι ίδρυσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1299, ενώ έπειτα από δύο επιτυχείς πολέμους εναντίον του Ιράν, εδραίωσαν την κατοχή τους στην περιοχή στις αρχές του 16ου αιώνα. Ωστόσο, αυτά τα εδαφικά κέρδη, δεν διήρκεσαν λίγο παραπάνω από έναν αιώνα. Η Ρωσία εισήλθε γρήγορα στην γεωπολιτική σφαίρα, με συνέπεια έναν τριμερή αγώνα για την κατάκτηση της περιοχής μεταξύ της Οθωμανικής Τουρκίας, της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και του Ιράν.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΥΜΑ: ΡΩΣΟΙ, 19ο ΑΙΩΝΑΣ μ.Χ. Το τέταρτο μεγάλο κύμα μετακίνησης πληθυσμών, που επηρέασε το Καραμπάχ προήλθε από τους Ρώσους και αργότερα από τους Σοβιετικούς πληθυσμούς. Η Ρωσία προσάρτησε το Καραμπάχ το 1805, μετά τον Ρωσοπερσικό Πόλεμο, εξαλείφοντας τα ιρανικά διοικητικά τμήματα και αναδιοργανώνοντας τα ως επαρχίες. Η προσάρτηση είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση των πέντε αρμενικών ηγεμονιών των υψιπέδων του Καραμπάχ, τα οποία είχαν διατηρήσει το ημιαυτόνομο καθεστώς τους, τους δύο τελευταίους αιώνες.[17]
Ενδεικτικά αναφέροντας, το 1868 οι Ρώσοι ίδρυσαν την κυβερνεία της Ελισαβετούπολης, κατατέμνοντας το Καραμπάχ και προσαρτώντας το στις ανατολικές πεδιάδες, οι οποίες κατοικούνταν από διάφορους ημινομαδικούς πληθυσμούς που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία (όπως Καυκάσιους Τατάρους και Λεζγκίνους). Αυτή η αναδιοργάνωση έθεσε σε κίνησε τις ανταγωνιστικές εδαφικές διεκδικήσεις μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν τον 20ο αιώνα. Η ρωσική επέμβαση επίδρασε σημαντικά στον χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ των διαφορετικών εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων της περιοχής,[18] εντείνοντας το χάσμα μεταξύ μουσουλμάνων και μη-μουσουλμάνων και πυροδοτώντας συγκρούσεις μεταξύ διαφόρων εθνοτικών ομάδων.
Το 1920, η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν είχαν πια ενσωματωθεί στη Σοβιετική Ένωση. Τον Ιούνιο του 1921 η Υπηρεσία Καυκάσου του Κομμουνιστικού Κόμματος διακήρυξε ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια του Ναγκόρνο-Καραμπάχ (ΑΠΝΚ) θα αποτελέσει τμήμα της Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Δημοκρατίας (ΣΣΔ) της Αρμενίας και στις 4 Ιουλίου, η Υπηρεσία Καυκάσου αποφάσισε με πλειοψηφική ψήφο να εκχωρήσει την περιοχή επισήμως στην Αρμενία. Παρόλα αυτά, ο Στάλιν επενέβη και την επόμενη ημέρα η Υπηρεσία εξέδωσε μια αναθεωρημένη απόφαση, δηλώνοντας ότι το Καραμπάχ, που αποτελούνταν κυρίως από Αρμένιους θα παρέμενε εντός των συνόρων της ΣΣΔ του Αζερμπαϊτζάν.[19] Καθ’ όλη τη διάρκεια της σοβιετικής ιστορίας, οι διάδοχοι του Στάλιν αρνήθηκαν να επανεξετάσουν το ζήτημα της ενσωμάτωσης της ΑΠΝΚ στο Αζερμπαϊτζάν. Όμως, για τους Αρμένιους, το ζήτημα του Καραμπάχ παρέμενε ανοιχτό.[20]
Το Καραμπάχ και οι ανταγωνιζόμενες ταυτότητες του στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα.
Το γεγονός ότι η περιοχή είναι βαρύνουσας σημασίας για τις εθνικές ταυτότητες των Αρμενίων και των Αζέρων περιπλέκει ακόμη περισσότερο τις ανταγωνιστικές διεκδικήσεις στο Καραμπάχ.
Ο αυτοπροσδιορισμός των Αρμενίων φαίνεται να βασίζεται στην κοινή εθνότητα, τη γλώσσα, την θρησκεία και την ιστορική εμπειρία. Λόγω του αμφιταλαντευόμενου χαρακτήρα της Αρμενίας ως δύναμης, ως ενδιάμεσου κράτους, ως υποταγμένου και διωγμένου λαού, η αρμενική ταυτότητα εξελίχθηκε υπό συνεχή εξωτερική πίεση, γι’ αυτό και καταλήγει στην ενδοσκόπηση.[21] Η Nora Dudwick περιέγραψε την αρμενική ταυτότητα ως «βασιζόμενη στην αρμενική αυτοκατανόηση ως ενός αρχαίου, ασυνήθιστα ταλαντούχου και εργατικού λαού, ο οποίος επιβίωσε ενώ άλλοι λαοί εξαφανίστηκαν, ενός λαού που μπορεί να διεκδικήσει μια σειρά από «πρωτιές» και «ιδιαιτερότητες» (πρώτο χριστιανικό έθνος, πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα κ.ο.κ.[22])»
Η υιοθέτηση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της Αρμενίας τον 4ο αιώνα, καθώς και η ρήξη με το Βυζάντιο μετά την απόρριψη της Συνόδου της Χαλκηδόνας (της Δ΄ Οικουμενικής) τον 5ο αιώνα, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην αντίληψη της Αρμενίας για την εγγενή της ιδιαιτερότητα.[23] Προτού εκχριστιανιστούν, οι Αρμένιοι ασπάζονταν διάφορες παραλλαγές του Ζωροαστρισμού,[24] όπως οι Πέρσες. Η Nina Garsoian αναφέρει τα εξής: «Η εκχριστιανισμός της Αρμενίας ήταν ίσως το πιο κρίσιμο σημείο της ιστορίας της. Έστρεψε απότομα την Αρμενία μακριά από το ιρανικό της παρελθόν και τη σφράγισε για αιώνες με έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, έναν χαρακτήρα τόσο σαφή για τον γηγενή πληθυσμό όσο και τους λαούς εκτός των συνόρων της, οι οποίοι σχεδόν όλοι αναγνώρισαν την Αρμενία ως το πρώτο κράτος που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό.»[25] Επιπλέον, η δημιουργία του αρμενικού αλφαβήτου στις αρχές του 5ου αιώνα, συντέλεσε στην ομογενοποίηση του αρμενικού πολιτισμού, καθώς επέτρεψε την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στην αρμενική γλώσσα, αντί για την Ελληνική ή τη Συριακή.[26]
Οι διωγμοί και οι σφαγές κατά την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν οι Οθωμανοί θεώρησαν τους Αρμένιους φιλοδυτική πέμπτη φάλαγγα, προώθησαν την εσωτερίκευση της Αρμενικής ταυτότητας.[27] Οι τεράστιες αρμενικές εδαφικές απώλειες,[28] οι οποίες συνοδεύτηκαν από τη Γενοκτονία των Αρμενίων οδήγησαν τον επιζώντα αρμενικό πληθυσμό να προσκολληθεί στα αρμενικά υψίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της επικράτειας του Καραμπάχ.
Σε αντίθεση με την σε μεγάλο βαθμό ομοιογενή αρμενική ταυτότητα, η εθνική ταυτότητα του Αζερμπαϊτζάν αναπτύχθηκε αρκετά πρόσφατα και προέρχεται από εξωτερικούς παράγοντες. Οι πρώτες αναφορές για το «Αζερμπαϊτζάν» και τους «Αζέρους» εμφανίστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, κατά τον σχηματισμό της βραχύβιας Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν το 1918. Πριν από αυτό, οι αναφορές για τον πληθυσμό του Αζερμπαϊτζάν, χρησιμοποιούσαν τις ονομασίες «Καυκάσιοι Τάταροι» ή «Τάταροι».[29] Σε αντίθεση με τους Αρμένιους που είχαν μια ξεχωριστή γλώσσα και θρησκεία, οι Αζέροι ήταν στραμμένοι πάντα στο εξωτερικό, ταυτιζόμενοι τόσο με τους Τούρκους, γλωσσικά και εθνικά, όσος και με τους Ιρανούς θρησκευτικά, λόγω της κοινής τους Σιιτικής μουσουλμανικής πίστης.[30] Αυτή η διάσπαση μεταξύ του τουρκικού και του περσικού κόσμου δυσχεραίνει την ανάπτυξη μιας ξεχωριστής εθνικής ή εθνοτικής συνείδησης στον πληθυσμό του Αζερμπαϊτζάν.[31]
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η ταυτότητα του Αζερμπαϊτζάν επηρεάστηκε κυρίως από την ιδέα του Παντουρκισμού, η οποία αναδύθηκε κατά την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υποστήριζε την ένωση όλων των τουρκικών λαών από τα Βαλκάνια έως τη δυτική Κίνα, με την Αρμενία να θεωρείται ως το μοναδικό γεωγραφικό εμπόδιο, το οποίο διαιρεί τον ενοποιημένο τουρκικό κόσμο.[32] Επιπροσθέτως, αφότου οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην Αρμενία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να ενισχύσουν τις διεκδικήσεις του Αζερμπαϊτζάν στο Καραμπάχ, οι Αρμένιοι άρχισαν να ταυτίζουν τους Τούρκους του Αζερμπαϊτζάν με τους Οθωμανούς και τους Νεότουρκους αυτουργούς των πογκρόμ εναντίων των Αρμενίων την περίοδο 1895-1896 και την Γενοκτονία του 1915.
Κατά την περίοδο της πολιτικής της Περεστρόικα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στα τέλη της δεκαετίες του 1980, οι Αρμένιοι του Καραμπάχ άρχισαν να συγκεντρώνονται ειρηνικά, υποστηρίζοντας την εκχώρηση της ΑΠΝΚ στην αρμενική ΣΣΔ.[33] Εκείνη την περίοδο, μια απογραφή της ΑΠΝΚ αποκάλυψε ότι περίπου το 84% των 188.000 κατοίκων της ΑΠΝΚ ανήκαν στην αρμενική εθνότητα.[34] Κατά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι σχέσεις μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν έγιναν ολοένα και πιο βίαιες. Τον Μάϊο του 1992, η ανεξάρτητη Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν ενεπλάκησαν σε πόλεμο ευρείας κλίμακας, με προφανή καταλύτη του πολέμου την μονομερή διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Καραμπάχ.[35] Προς τα τέλη του πολέμου, οι Αρμένιοι ήλεγχαν το Αρτσάχ κα πολλές γύρω περιοχές (όπως την λωρίδα του Λαχίν, η οποία συνδέει το Καραμπάχ με την ηπειρωτική Αρμενία). Αν και η Ρωσία μεσολάβησε για την κατάπαυση του πυρός τον Μάιο του 1994, οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ των Δημοκρατιών της Αρμενίας, του Αρτσάχ και του Αζερμπαϊτζάν απέτυχαν να καταλήξουν σε μια ειρηνευτική συνθήκη, αφήνοντας το Καραμπάχ εκτεθειμένο.
Συμπέρασμα
Αναμφίβολα, το Καραμπάχ διαθέτει ένα πολιτιστικά πολύμορφο παρελθόν, ενώ ποικίλες εθνοτικές ομάδες έχουν ζήσει εκεί τα τελευταία χίλια χρόνια. Το γεγονός ότι το Καραμπάχ είναι κεντρικής σημασίας για την ταυτότητα και την εθνική συνείδηση των Αρμενίων και των Αζέρων οξύνει περισσότερο τις εντάσεις. Για τους Αρμένιους, το Καραμπάχ αντιπροσωπεύει «το τελικό φρούριο», εκεί όπου η εθνική αυτονομία των Αρμενίων διατηρήθηκε, αδιάκοπα, για αιώνες.[36] Για τους Αζέρους, οι οικονομικοί δεσμοί με το Καραμπάχ στα τέλη του 19ου αιώνα με την ίδρυση της Κυβερνείας της Ελισαβετούπολης, η οποία προώθησε μια ημιφεουδαρχική αριστοκρατία και πολιτισμική ελίτ, οδήγησε τους εθνικιστές Αζέρους να θεωρήσουν ότι αυτή η περιοχή τους ανήκει δικαιωματικά.[37] Πράγματι, η εθνική ταυτότητα του Αζερμπαϊτζάν είναι πλέον αδιαχώριστη από τις ιδέες του Παντουρκισμού –παρά την εθνοτική και πολιτιστική ποικιλομορφία που εκτείνεται πέρα από τους δεσμούς με την Τουρκία– και ως εκ τούτου βασίζεται στη διαιώνιση του μύθου ότι τα εναπομείναντα εδάφη της Αρμενίας, συμπεριλαμβανομένου και του Καραμπάχ, που βρίσκονται μεταξύ Τουρκίας και Αζερμπαϊτζάν, τους ανήκουν.
[1] Αν και η τουρκική ονομασία «Καρά-μπαχ», η οποία σημαίνει «μαύρος κήπος», δεν είχε εμφανιστεί πριν τον 14ο αιώνα, την χρησιμοποιούμε για να προσδιορίσουμε τη γεωγραφική περιοχή μεταξύ των ποταμών Κύρου και Αράξ ανατολικά της λίμνης Σεβάν για τις ιστορικές περιόδους που πραγματευόμαστε. Βλ. Patrick Donabedian, “The History of Karabakh From Antiquity to the Twentieth Century,” στο Chorbajian et al. (επ.) The Caucasian Knot, London 1994, pp. 51, 86. [2] Χρησιμοποιούμε τον όρο «Υπερκαυκασία» για να αναφερθούμε στη γεωγραφική περιοχή, που περιλαμβάνει τη σημερινή Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και τη Γεωργία. [3] Michael P. Croissant, The Armenia-Azerbaijan Conflict: Causes and Implications, Westport, Connecticut 1998, pp. 1-2. [4] Victor A. Shnirelman, The Value of the Past: Myths, Identity and Politics in Transcaucasia, Suita, Japan 2001, pp. 26-27. [5] Croissant, The Armenia-Azerbaijan (n. 3), p. 3; Shireen T. Hunter, The Transcaucasus in Transition: Nation-building and Conflict, Washington, D.C. 1994, pp. 7-8. [6] Michael B. Papazian, Light from Light: An Introduction to the History and Theology of the Armenian Church, Canada 2006, pp. 36-48. [7] Shnirelman (n. 4), The Value of the Past, pp. 27, 150. [8] Ibid. [9] Shnirelman (n. 4), The Value of the Past, p. 27. [10] Croissant, The Armenia-Azerbaijan (n. 3)., p. 2. [11] C.J.F. Dowsett, The History of the Caucasian Albanians by Movsēs Dasxuranci, London 1961, pp. 186-231. [12] Dowsett, The History (n.13), p. 222. [13] Croissant, The Armenia-Azerbaijan (n. 3), p. 2; see also Shireen T. Hunter, The Transcaucasus in Transition (n.5), p. 5. [14] Jean-Michel Theirry, Eglises et Couvents du Karabagh, Antelias 1991, p. 10. [15] Theirry, Eglises (n.16), p. 17. [16] Donabedian, “The History of Karabakh” (n. 1), pp. 66-69. [17] Crossaint, The Armenia-Azerbaijan (n. 3), p. 13. [18] Hunter, The Transcaucasus (n. 5), p. 12. [19] Croissant, The Armenia-Azerbaijan (n. 3), pp. 18-20. [20] Croissant, The Armenia-Azerbaijan (n. 3), p. 25. [21] Croissaint, The Armenia-Azerbaijan (n. 3), p. 3. [22] Nora C. Dudwick, Memory, Identity and Politics in Armenia, Ann Arbor, Michigan 1994, p. 59. [23] Croissant, The Armenia–Azerbaijan (n. 3), p. 4; Για τις θεολογικές και πολιτικές επιπτώσεις της απόρριψης της διδασκαλίας της Συνόδου της Χαλκηδόνας (Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος) βλ. Michael B. Papazian, Light (n. 6), pp. 96-100. [24] Theo Maarten van Lint, “The Formation of Armenian Identity” (n. 97), pp. 251–78. [25] Nina Garsoian, “The Arsakuni Dynasty”, in Richard G. Hovannisian, The Armenian People From Ancient to Modern Times I, New York 1997, p. 81. [26] Papazian, Light (n. 6), pp. 65-70. [27] Croissant, The Armenia-Azerbaijan Conflict, p. 5. [28] Croissant, The Armenia-Azerbaijan Conflict, pp. 14-18. [29] Croissant, The Armenia-Azerbaijan (n. 3), pp. 7-8. [30] Ibid. [31] Ibid. [32] Ibid. [33] De Waal, Black Garden (n. 240),pp. 10-11. [34] Donabedian, “The History of Karabakh” (n. 1), p. 52. [35] Croissant, The Armenia-Azerbaijan (n. 3), pp. 77-78. [36] Croissant, The Armenia-Azerbaijan Conflict, p 13. [37] Ibid.
Η Yelena Ambartsumian είναι απόφοιτος του Κολλεγίου Fordham (Lincoln Center Honour Proram 2010) και απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Fordham (2013). Είναι, επίσης, μέλος του συμβουλευτικού συνεδρίου του Ορθόδοξου Κέντρου Χριστιανικών Σπουδών.