
Νωρίτερα φέτος, δημοσίευσα ένα σύντομο άρθρο στο Anthropology News σχετικά με τις διώξεις των Κοπτών Χριστιανών στην Αίγυπτο, την Αμερικανική εξουσία και τον ρατσισμό στις Η.Π.Α. Έπειτα, έλαβα μια σειρά από κριτικά σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία ισχυρίζονταν ότι απέδιδα υπερβολική έμφαση στον ρατσισμό κατά των Κοπτών στις Η.Π.Α, αποφεύγοντας να εστιάσω στον διωγμό, ο οποίος συντελείται στην Αίγυπτο. Ο Σάμιουελ Τάντρος του Ινστιτούτου Hudson έγραψε τα εξής: «Ενώ ορισμένοι έχουν έρθει αντιμέτωποι με προκαταλήψεις στην Αμερική, οι [Κόπτες] αρνούνται να συγκρίνουν τους διωγμούς, που βίωσαν στην Αίγυπτο με τα βιώματά τους στις Η.Π.Α. […] η ζωή των Κοπτών στις Η.Π.Α ήταν γεμάτη από επιτυχίες τέτοιου επιπέδου που δεν θα μπορούσαν ούτε καν να τις ονειρευτούν στην Αίγυπτο.» Αντί να επισημάνω τη φυλετικοποίηση των Κοπτών μαζί με τους Μουσουλμάνους στην Αμερική, την οποία επιχειρεί με το παραπάνω κείμενο, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή στη σχετική επιτυχία των Αμερικανών Κοπτών και να τη συγκρίνω με την καταπίεση που υφίσταντο στην Αίγυπτο από τους Μουσουλμάνους. Με αυτή τη μετρημένη απάντηση, αναλύω εν συντομία τον λόγο για τον οποίο η ζωή των Κοπτών στην Αμερική πρέπει να κατανοηθεί σύμφωνα με τους δικούς της όρους και πως η πολιτικοποίηση του ζητήματος της καταπίεσης των Κοπτών στην Αίγυπτο, από αμερικανικούς πολιτικο-θρησκευτικούς παράγοντες οδηγεί σε ορισμένα μεθοδολογικά προβλήματα.
Ως χριστιανική μειονότητα σ’ ένα χριστιανικό κράτος στην πλειοψηφία του, οι Κόπτες Αμερικανοί, εμπλέκονται στις δημόσιες συζητήσεις περί «λευκότητας» και αμερικανικού χριστιανισμού, σύμφωνα με τις οποίες, οι ευαγγελικές αντιδράσεις κατά του ρατσισμού έχουν θεολογικά παγιδευτεί στον ατομικισμό και αναλώνονται σε πολιτισμικές διαμάχες, αντί να εντοπίσουν τρόπους, με τους οποίους οι ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, οι θεσμοί και η κουλτούρα να διαμορφώσουν τα κατάλληλα αντανακλαστικά ενάντια στα προβλήματα της κοινωνίας. Νωρίτερα φέτος το καλοκαίρι, ο πρώην γενικός εισαγγελέας Jeff Sessions περιέγραψε στους New York Times πως αντιλαμβάνεται την υποστήριξη του στον Τραμπ από τη σκοπιά του ευαγγελικού χριστιανού, επικαλούμενος τους Κόπτες ως μια διωκόμενη φυλή, που στράφηκε για προστασία στον ισχυρό άνδρα της Αιγύπτου Πρόεδρο Αλ-Σίσι: «Βασικά, αυτό έκαναν οι Χριστιανοί στις Η.Π.Α [όταν εξέλεξαν τον Τραμπ]. Ένιωσαν ότι δέχονταν επίθεση και ο ισχυρός άνδρας [όπως ο Αλ-Σίσι] υποσχέθηκε να τους υπερασπιστεί και το έκανε πράξη.» Με παρόμοιο τρόπο, ένας ηλικιωμένος Κόπτης Αμερικανός μου είπε πρόσφατα ότι: «Ο Τραμπ είναι Χριστιανός και προσπαθεί να διατηρήσει την Αμερική χριστιανική. Με τον Ομπάμα, τα Χριστούγεννα όλοι λέγανε «Καλές Διακοπές!» Τώρα μπορούμε να ευχηθούμε «Καλά Χριστούγεννα!» ξανά. Ήρθαμε στις Η.Π.Α. για να ξεφύγουμε απ’ τις διακρίσεις στην Αίγυπτο. Δεν θέλουμε να αφαιρεθούν τα δικαιώματά μας ως Χριστιανών εδώ.» Παρόλο που η διασπορά προσφέρει ευκαιρίες για τη δημιουργία αλληλεγγύης, η ευτυχής σύγκλιση, κατά τ’ άλλα, αποκλινόντων αφηγημάτων έχει τοποθετήσει τους Κόπτες Αμερικανούς στην πλευρά της Χριστιανικής Δεξιάς, η οποία επιδιώκει να διατηρήσει μια λευκή, συντηρητική χριστιανική Αμερική, μερικές φορές μάλιστα εις βάρος των ίδιων των Κοπτών.
Εάν οι Κόπτες στην Αίγυπτο αποτελούν θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων (εκείνων που παραβιάζονται από τους Μουσουλμάνους και απαιτούν την προστασία του νόμου), τι συμβαίνει τότε με τους Κόπτες στην Αμερική; Άραγε η φυλετικοποίηση και η στοχοποίηση των Αμερικανών μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας δεν οδήγησε και στη φυλετικοποίηση και των Κοπτών; Πως είναι δυνατόν αυτά τα κοινωνικά, πολιτικά και θρησκευτικά πλαίσια (οι Κόπτες στην Αίγυπτο και οι Κόπτες στην Αμερική) να συγκριθούν μεταξύ τους; Η σύγκριση μεταξύ των εμπειριών των Κοπτών στην Αίγυπτο και στις Η.Π.Α έχει χρησιμοποείται με σκοπό τη δημιουργία μιας δύναμης παρέμβασης· η Αίγυπτος καθίσταται ο τόπος της καταπίεσης και η Αμερική η χώρα της ελευθερίας. Μπορούμε άραγε να λάβουμε σοβαρά υπόψη τους Κόπτες Αμερικανούς ως ξεχωριστή κοινότητα –με τις διασυνδέσεις της στην Αίγυπτο– αλλά ταυτόχρονα να επικεντρωθούμε και στα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν εδώ ως μετανάστες, ως φυλετικοποιημένη κοινότητα και ως μέλη της εργατικής τάξης; Το να αντιληφθούμε όλες αυτές τις διαφορές σοβαρά σημαίνει να διαταράξουμε το αφήγημα της εξόδου από τη δουλεία στην Αίγυπτο και την έλευση στο Αμερικανικό Όνειρο, αλλά και να κατανοήσουμε ότι, ο Χριστιανισμός των Κοπτών στην Αμερική προσαρμόζεται στην κοινωνία και την καθημερινή ζωή αρκετά διαφορετικά απ’ ό,τι στην Αίγυπτο.
Ο Τάντρος κλείνει το άρθρο του επισημαίνοντας ότι οι Κόπτες έχουν βιώσει «1400 χρόνια ως ζιμμήδες στην Αίγυπτο» και οι επιτυχίες τους στην Αμερική πρέπει να συγκρίνονται με αυτή τη προγενέστερη εμπειρία. Αυτό το αφήγημα του διωγμού παραμένει ο κύριος τρόπος με τον οποίο περιγράφονται οι Κόπτες από τα αμερικάνικα θεσμικά όργανα, όπως τις δεξαμενές σκέψης εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον και τις χριστιανικές οργανώσεις υπεράσπισης (σε αντίθεση με άλλες χριστιανικές κοινότητες). Εδώ, τα αιγυπτιακά-κοπτικά αφηγήματα διωγμού διασταυρώνονται με ευρύτερα αμερικανικά χριστιανικά αφηγήματα διώξεων. Η δυτική υπεράσπιση για τα δεινά των διωγμένων Χριστιανών έχει επινοηθεί ως ηθική υποχρέωση. Ωστόσο, στο επίκεντρο της κοπτικής ταυτότητας ανακύπτουν ευρύτερες αναλύσεις της θεσμικής εξουσίας, με συγκεκριμένα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, τα οποία επιθυμούν να διατηρήσουν αυτό το αφήγημα. Όταν η διακρατική κοπτική ταυτότητα βασίζεται στη χρονοπολιτική του τραύματος, οι εναλλακτικές ερμηνείες αποτελούν απειλή για τη συντήρησή της.
Γι’ αυτό το λόγο η ανάλυση μου δεν εστιάζει στην πραγματική, κατά τ’ άλλα, δομική και κοινωνική καταπίεση των Κοπτών στην Αίγυπτο. Αντιθέτως, αυτό που με απασχολεί περισσότερο είναι η υποστήριξη αυτού του αφηγήματος από τα αμερικανικά θρησκευτικοπολιτικά κυκλώματα και οι διαρθρωτικές πολιτικές που το διαιωνίζουν. Έχω καταλάβει ότι, αυτά τα δίκτυα ενδιαφέρονται περισσότερο για τη διατήρηση ενός συγκεκριμένου αφηγήματος (οι χριστιανοί θύματα που στερούνται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους από το μουσουλμανικό τέρας) απ’ ό,τι για την περίπλοκη κατάσταση των Κοπτών στην Αίγυπτο.
Ο πολιτικός λόγος περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει επί μακρόν επικριθεί για το γεγονός ότι, δεν λαμβάνει υπόψη τις συστηματικές και δομικές σχέσεις μεταξύ βίας και έννομης προστασίας. Αυτό σημαίνει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι απλά ένας σύνολο αρχών, τα οποία πρέπει να τηρούνται καθολικά (τόσο στις Η.Π.Α όσο και στην Αίγυπτο): δεν είναι δυνατόν κάποιος να υπερασπιστεί ή να αντιταχθεί στα ανθρώπινα δικαιώματα· αυτό που χρειάζεται είναι η κριτική αντιμετώπιση του πεδίου της βίας, το οποίο καθιστά τον πολιτικό λόγο και τα ανθρώπινα δικαιώματα αναγκαία προτεραιότητα. Με ποιους τρόπους επούλωσε ο πολιτικός λόγος περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα τραύματα των Κοπτών, εκτός απ’ το να δημιουργήσει μια νέα «γλώσσα για την διατύπωση παραπόνων;» Οι κατά καιρούς βίαιες σχέσεις μεταξύ Κοπτών και Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο είναι αναγκαίες για την κατανόηση της ζωής των Κοπτών στις Η.Π.Α και στην Αίγυπτο. Παρόλα αυτά, εάν αυτό καταστεί το μοναδικό κλειδί της πολιτικής ανάλυσης, τότε παραλείπονται οι δομικοί παράγοντες που διαμορφώνουν αυτή τη βία· ο ιδιαίτερος ρόλος του αιγυπτιακού κράτους και η πολιτικοοικονομική του υποστήριξη από τις Η.Π.Α.
Η στρατιωτική δράση δεν είναι η μοναδική μορφή παρέμβασης των ισχυρών κρατών στις υποθέσεις άλλων κρατών. Ο αμερικανικός οικονομικός ιμπεριαλισμός, τα γεωπολιτικά συμφέροντα και οι διεθνείς αναπτυξιακοί οργανισμοί στην Αίγυπτο, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα, είχαν πιο εκτεταμένες επιπτώσεις από τη στρατιωτική δράση. Ωστόσο, η καταστροφή που μπορούν να προκαλέσουν αυτές οι πιέσεις στην κοινωνική ζωή και οι ταλαιπωρίες που επιβάλλουν στους πολίτες ενός οικονομικά εξασθενημένου κράτους, δεν εντάσσονται στο πεδίο των αυστηρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ζημιά που υφίσταται η οικονομία μιας άλλης χώρας δεν αποτελεί παραβίαση, ακόμη και αν προκαλεί δυστυχία και πυροδοτεί κοινωνικές συγκρούσεις, διότι σύμφωνα με την κρατούσα ανάλυση η ευθύνη για τη ζημιά βαρύνει μόνο τους κυβερνήτες αυτού του «αποτυχημένου κράτους.» Αυτό το παράδειγμα από μόνο του ανατρέπει το αφήγημα του διωγμού, το οποίο προβάλλει τις Η.Π.Α ως υπέρμαχο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την Αίγυπτο ως τόπο παραβίασης τους.
Τα όρια του πολιτικού λόγου περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η σύνδεσή τους με το αφήγημα του παγκόσμιου διωγμού κατά των Χριστιανών εκτυλίσσονται μέσα στις ιμπεριαλιστικές ροές κεφαλαίων και πληροφοριών και μέσα στα παιχνίδια της εξουσίας, τα οποία καθορίζουν τα προβλήματα και εφευρίσκουν τις λύσεις. Ο πολιτικός λόγος περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε συνδυασμό με το αφήγημα του διωγμού, ασφαλώς και δεν είναι ο μόνος τρόπος ανακούφισης της ανθρώπινης δυστυχίας. Πιθανότατα δεν είναι καν ο καλύτερος τρόπος. Αναφορικά με αυτή την πολιτική του τραύματος, είναι ουσιώδες να αναρωτιόμαστε σε ποιο κοινό απευθύνεται αυτή η πολιτική και ποιος έχει επενδύσει σημαντικά εστιάζοντας σ’ αυτήν.
Η Candace Lukasik συμμετέχει στο πρόγραμμα για την Ορθοδοξία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το οποίο υπάγεται στο Ορθόδοξο Κέντρο Χριστιανών Σπουδών και χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα HenryL. Luce (Πρωτοβουλία για τη Θρησκεία και τις Διεθνείς Υποθέσεις) και το Ίδρυμα Υποτροφιών Leadership 100. Είναι μεταδιδακτορική συνεργάτης ερευνών στο Κέντρο Θρησκείας και Πολιτικής «JohnC. Danforth» του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον στο St. Louis και μέλος της Δημοκρατικής Ανανέωσης στο Συμβούλιο Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών.