Νικόλαος Ασπρούλης

Εν μέσω της επικρατούσας μετάβασης στην παγκοσμιοποίηση, όπως βιώνεται σε διάφορες σφαίρες της ζωής (οικονομία, πολιτική, νέες μορφές επικοινωνίας, τεχνολογία ή σε διάφορους κινδύνους όπως η τρομοκρατία, οι περιβαλλοντικές καταστροφές, ο συνεχής κατακερματισμός του κόσμου), λαμβάνει χώρα ένας δημόσιος διάλογος σχετικά με το νόημα και το περιεχόμενο της έννοιας «παγκόσμια ιθαγένεια». Αν και αυτή η έννοια προέρχεται κυρίως από την ιστορία της φιλοσοφίας (π.χ., Διογένης της Σινώπης, Στωικοί) και συγγενεύει με διάφορους όρους («παγκόσμιος πολίτης», «κοσμοπολίτης», κτλ.), οι οποίες της προσδίδουν συγκεκριμένες αποχρώσεις, ο ορισμός της παγκόσμιας ιθαγένειας τελεί υπό διαμόρφωση και συχνά αντιμετωπίζεται με υποψία και σκεπτικισμό, θεωρούμενος ως μια «μεταφορά», η οποία δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Επιπλέον, μολονότι αυτή η έννοια γίνεται αντιληπτή ως στερούμενη ομοιομορφίας, επειδή προϋποθέτει μια σχετικά ομοιογενή παγκόσμια πολιτική τάξη, η παγκοσμιοποίηση, τροποποιώντας το ίδιο το πλαίσιο της πολιτικής δράσης, τις συνθήκες και τις παραμέτρους της ανθρώπινης ζωής συνολικά, οδηγεί σε μια νέα κατανόηση της ιθαγένειας, η οποία επιδιώκει να ξεπεράσει συγκεκριμένους εθνικούς ή πολιτιστικούς δεσμούς. Με βάση την εγγενή της στάση να αποδεσμεύει τους πολίτες, εκούσια ή ακούσια, από τους εδαφικούς και ιστορικούς τους δεσμούς, η παγκοσμιοποίηση παρέχει στον σύγχρονο πολίτη την ελευθερία από έναν συγκεκριμένο τόπο, τονίζοντας την πρωταρχική ανάγκη αλληλεξάρτησης των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, χωρίς ωστόσο, να καταφέρεται ενάντια στη σημασία των τοπικών και των εθνικών ταυτοτήτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η έννοια της παγκόσμιας ιθαγένειας ανακύπτει, στην αρχή τουλάχιστον, ως μια προσπάθεια, για την εξεύρεση της ακριβούς ισορροπίας μεταξύ της παγκόσμιας κοινότητας και ενός συγκεκριμένου έθνους, μεταξύ του παγκόσμιου και του τοπικού, του καθολικού και του ειδικού, της ανθρωπότητας γενικά και των ανθρώπων ξεχωριστά — αν και αυτό δεν είναι πάντα προφανές, διότι προσδίδει συχνά μια δευτερεύουσα σημασία στο ρόλo της ιδιαίτερης ταυτότητας.
Δεδομένης αυτής της αντίληψης, τι μπορεί να συνεισφέρει ο Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός ;
Είναι ευρέως αναγνωρισμένο από ιστορικούς των φιλοσοφικών ιδεών και θεολόγους ότι, η έννοια του «προσώπου» αποτελεί την πιο σημαντική συμβολή, σε ιστορικό και υπαρξιακό επίπεδο, της ορθόδοξης παράδοσης στη σύγχρονη σκέψη. Οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, λόγω και μέσω της Ευχαριστιακής τους εμπειρίας —που διαπνέεται από το πνεύμα της αμοιβαιότητας, της αλληλεξάρτησης, της αλληλεγγύης, της συνεχώς εξελισσόμενης αγάπης και της προσωπικής σχέσης— περιέγραψαν τον Θεό ως το κατ’ εξοχήν σχεσιακό Ον. Αυτή η εμπειρία, η οποία διόλου δεν αποτελεί έναν στείρο συλλογισμό μιας απολυταρχικής αντίληψης για την αποκάλυψη του Θεού στην ιστορία, τους οδήγησε να επεξεργαστούν μια νέα κατανόηση και να προβούν στον μετασχηματισμό της κλασσικής οντολογίας, εντάσσοντας την κοινωνία στον ίδιο τον πυρήνα της ύπαρξης, κάτι που προηγουμένως θεωρείτο αδιανόητο. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η νέα έννοια του προσώπου αναδύθηκε σταδιακά και εμπεριέχει τα τρία ακόλουθα σημεία: α) η έννοια του προσώπου ορίζεται ως ετερότητα εν κοινωνία και αντίστροφα, β) το πρόσωπο συνδέεται στενά με την ελευθερία της ύπαρξης του άλλου, της απλή ύπαρξη του ως άλλου, και γ) η έννοια του προσώπου αποτελεί μια υποστατική και συγχρόνως εκστατική ταυτότητα.
Προσπαθώντας να συμφιλιώσει ταυτόχρονα την κοινωνικότητα με την ετερότητα καθώς και την ατομικότητα με την καθολικότητα, η έννοια του προσώπου αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία ούτως ώστε να επιτευχθεί η υπέρβαση της έντασης ή της σύγκρουσης μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου. Δεδομένου ότι, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης είναι η διεθνοποίηση του κόσμου αλλά και η μετατροπή του σε παγκόσμιο χωριό, φαίνεται ότι, η έννοια του προσώπου παρέχει την επιθυμητή λύση στα ζητήματα που ανακύπτουν στο διάλογο μεταξύ κοινωνιολόγων και πολιτικών επιστημόνων. Το πρόσωπο κατανοείται θεολογικά ως μια έννοια, η οποία μεσολαβεί μεταξύ του τοπικού και του παγκόσμιου, εκφράζοντας με έναν πιο λεπτομερή τρόπο αυτό που θα αποκαλούσα «παντοπική ιθαγένεια» (παγκόσμια και τοπική συγχρόνως).
Η πολιτική ερμηνεία της χριστιανικής έννοιας του προσώπου ως παντοπική ιθαγένεια θα μπορούσε να προσφέρει ένα εννοιολογικό εργαλείο για την επιτυχή αντιμετώπιση του ανταγωνισμού μεταξύ παγκόσμιου και τοπικού, όπως προκύπτει στην αμφισβητούμενη έννοια της «παγκόσμιας ιθαγενείας», καθώς και να προσφέρει μια λύση στο αυξανόμενο πρόβλημα της μεταναστευτικής κρίσης που οι χώρες της νότιας Ευρώπης αντιμετωπίζουν μέχρι σήμερα. Πράγματι, φαίνεται ότι η έννοια του προσώπου, με τους αναγκαίους περιορισμούς και ρυθμίσεις, μπορεί να συνδυαστεί με την «παγκόσμια ιθαγένεια», εισάγοντας ένα απαραίτητο ανακαθορισμό της τελευταίας υπό το πρίσμα της πρώτης.
Επιπλέον, με όρους του λιγότερου θεολογικού και περισσότερου φιλοσοφικού νεολογισμού της έννοιας της «παντοπικής ιθαγένειας», θα μπορούσε κάποιος να προτείνει έναν νέο τρόπο κατανόησης όσον φορά τον «παγκόσμια προσανατολισμένο πολίτη». Αν και η έννοια του προσώπου αποτελεί τον ακριβή τόπο, όπου η τοπικότητα και η καθολικότητα ή η παγκοσμιότητα συναντιούνται, «ασυγχύτως» και «αδιαιρέτως», η παντοπικότητα μπορεί να προταθεί για χάρη της συζήτησης μας ως το κοσμικό αντίστοιχο της χριστιανικής έννοιας του προσώπου. Η παντοπικότητα, καθώς ενσωματώνει το παγκόσμιο και το τοπικό ταυτόχρονα, αντιπροσωπεύει έναν λεπτό επαναπροσδιορισμό της παγκοσμιότητας, όπου, δίχως να εγκαταλείπει τις τοπικές πτυχές της ιθαγένειας με τα εθνικά, πολιτικά και φυλετικά χαρακτηριστικά τους, αγωνίζεται να αναδείξει τη παγκόσμια διάσταση της, προς την κοινωνία. Ταυτόχρονα, δίχως να αποποιείται τη σημασία της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης μεταξύ των ανθρώπων, η τοπικότητα διευρύνεται εντός του πλαισίου της και καθορίζεται ως ελευθερία για τον άλλον και όχι από τον άλλον. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η παντοπικότητα διαμεσολαβεί για την «εγγενή συνέχεια» και την αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ τοπικότητας και παγκοσμιότητας, μεταξύ κοινωνίας και ετερότητας.
Αλλά ποια είναι η σχέση της έννοιας του προσώπου ή της παντοπικής ιθαγένειας με την μεταναστευτική κρίση ;
Όπως είναι γνωστό, η ευρωπαϊκή μεταναστευτική και προσφυγική κρίση ξεκίνησε το 2015, όταν αυξανόμενοι αριθμοί προσφύγων και μεταναστών κινούταν προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να ζητήσουν άσυλο, ταξιδεύοντας διαμέσου της Μεσογείου ή μέσω της νοτιοανατολικής Ευρώπης και ιδιαίτερα μέσω της Ελλάδας. Ορθώς έχει υποστηριχθεί ότι, οι μετανάστες ως ακούσιοι «απάτριδες» και άστεγοι, αποτελούν τους κατ’ εξοχήν υποψήφιους για την παγκόσμια ιθαγένεια. Αυτοί οι άνθρωποι, κυρίως λόγω απροσδόκητων αναταραχών και πολεμικών συνθηκών, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν μόνιμα την πατρίδα τους, αναζητώντας ένα πιο βιώσιμο μέλλον στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι χώρες υποδοχής, υποστηρίξω ότι από θεολογική άποψη αυτοί οι άνθρωποι, παρά την έλλειψη στέγης και πατρίδας, εξακολουθούν να ανήκουν στην ανθρώπινη φυλή, γεγονός που σημαίνει ότι, μοιράζονται όλα τα βασικά δικαιώματα, τα οποία αποδίδονται στην ανθρωπότητα (ελευθερία κ.λπ.). Αν και οι πολιτικές υποδοχής στις χώρες άφιξης αναφορικά με τα δικαιώματα των μεταναστών ενδέχεται να ποικίλλουν, η χριστιανική θεολογία θεωρεί οποιονδήποτε άνθρωπο ξεχωριστό πρόσωπο ανεξάρτητα απ’ τη καταγωγή, τη φυλή, το φύλο, τη θρησκεία κ.λπ. Η Εκκλησία βασισμένη στην βαθιά εμπειρία της μετανάστευσης στην ιστορία του Αβραάμ αλλά και του Ιησού Χριστού, αντιλαμβάνεται αυτό το βίωμα ως θεμελιώδη πτυχή του Ευαγγελίου, στο βαθμό που οι Χριστιανοί δεν θεωρούνται στενά συνδεδεμένοι με τις τοπικές ή πολιτικές ταυτότητες και τις κρατικές δομές, αλλά αποτελούν ανέστιους ανθρώπους που πορεύονται στη Βασιλεία του Θεού, όπου η έννοια του προσώπου αποκτά την πραγματική της διάσταση. Σύμφωνα μ’ αυτήν την αντίληψη, οι μετανάστες, αν και αποτελούν μια μεγάλη πρόκληση, ειδικά για κράτη όπως η Ελλάδα που είναι πολιτιστικά και εθνικά ομοιογενή, είναι ταυτόχρονα και μια πραγματική ευκαιρία για την Εκκλησία και τους πιστούς να επανεξετάσουν τους στενούς τους δεσμούς με το έθνος, τον πολιτισμό και γενικά όσους δεσμούς προκύπτουν απ’ την ίδια τους τη φύση και, εν τέλει, να επαναδιατυπώσουν τον ίδιο τον αφηγηματικό πυρήνα της πίστης τους προς τη συνειδητοποίηση του προσώπου ως κοινωνία με την ετερότητα, ως ελευθερία κι αγάπη, έστω στιγμιαία και προληπτικά, ήδη απ’ τον παρόντα αιώνα.
Παρά τους συχνούς πολιτικούς και ιδεολογικούς ελιγμούς, ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός διαθέτει όλα τα απαραίτητα μέσα για να εμπνεύσει μια νέα ηθική αντίληψη και να οδηγήσει στην κατανόηση του καθήκοντος απέναντι στου μετανάστες, οι οποίοι, αν και άστεγοι και απάτριδες, εξακολουθούν να μοιράζονται την κοινή υπαρξιακή ανησυχία για τη ζωή και τον θάνατο, η οποία ενώνει όλη την ανθρωπότητα υπό το καθεστώς της παντοπικής ιθαγένειας. Παρόλο που ένα εθνικό κράτος μπορεί να μην αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα στους μετανάστες, το γεγονός και μόνο ότι τα δικαιώματα και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια τους αναγνωρίζονται από τον ίδιο το Θεό, αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση εγγύησης της προσωπικής τους ετερότητας.
Συγκεφαλαιώνοντας, υποστηρίζω ότι η έννοια του προσώπου, όπως έχει εννοηθεί και αναπτυχθεί απ’ τους αρχαίους Πατέρες της Εκκλησίας φαίνεται να παρέχει μια ουσιώδη διορθωτική προσθήκη στην τρέχουσα αντίληψη περί «παγκόσμιας ιθαγένειας», καθώς διατηρεί την απαραίτητη ισορροπία μεταξύ τοπικότητας και παγκοσμιότητας, καθολικότητας και ιδιαιτερότητας, μια ισορροπία, η οποία εκφράζεται πλήρως με τον προτεινόμενο στο παρόν κείμενο νεολογισμό της «παντοπικής ιθαγένειας», ο οποίος θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης.
Ο Νικόλαος Ασπρούλης είναι Αναπληρωτής Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου.
To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία (Public Orthodoxy) επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών,των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.