π. Εμμανουήλ Κλάψης (Emmanuel Clapsis)

Σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρεί εγκάρδιες σχέσεις με τις υπόλοιπες χριστιανικές εκκλησίες και κοινότητες, ενώ συμμετέχει σε κοινές προσπάθειες μαζί τους για την αποκατάσταση της ενότητας ενώπιων όλων των ανθρώπων του Θεού. Παρόλο που οι περισσότεροι από τους Ορθόδοξους πιστούς θεωρούν ότι η συμμετοχή της Εκκλησίας σ’ αυτή την κοινή προσπάθεια για ενότητα καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα, ορισμένοι εκφράζουν φόβους ότι διακυβεύεται η πίστη της Εκκλησίας για χάρη μιας ενότητας, η οποία δεν βασίζεται πάντα στην αλήθεια. Γιατί αποφάσισε η Ορθόδοξη Εκκλησία να συμμετάσχει στην οικουμενική κίνηση ; Πως σχετίζεται αυτή η συμμετοχή με τον ισχυρισμό ότι ταυτόχρονα αποτελεί τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία;
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με μια εγκύκλιο του το 1902, καλεί όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να κινηθούν προς ειρήνη, αδελφική αγάπη και αμοιβαία κοινωνία, καθώς και συνεργασία με τις υπόλοιπες χριστιανικές εκκλησίες και κοινότητες με απώτερο στόχο την ορατή ενότητα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε μια δεύτερη εγκύκλιο το 1920 απευθυνόμενη προς όλες τις Χριστιανικές εκκλησίες προτείνοντας τον σχηματισμό μιας «κοινωνίας των Εκκλησιών» με σκοπό τη κοινή μαρτυρία και δράση. Στην εγκύκλιο αναφέρεται επίσης πως η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ότι «η των διαφόρων Χριστιανικών Εκκλησιών προσέγγισις προς αλλήλας και κοινωνία ουκ αποκλείεται υπό των υφισταμένων μεταξύ αυτών δογματικών διαφορών». Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήλπιζε ότι οι εκκλησίες θα μπορούσαν να κινηθούν προς την ενότητα εάν μπορούσαν να ξεπεράσουν την αμοιβαία δυσπιστία και πικρία, αναζωπυρώνοντας παράλληλα και ενισχύοντας την ευαγγελική αγάπη. Αυτό θα τις βοηθούσε να δουν η μία την άλλη όχι ως ξένους, αλλά ως μέλη του οίκου του Κυρίου, τα οποία «αποτελούν μέλη του ίδιου σώματος του Χριστού και μετέχουν στις υποσχέσεις του Θεού» (Εφ. 3:6). Στην Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη αναφέρεται ρητά ότι η «ορθόδοξη συμμετοχή στην οικουμενική κίνηση δεν έρχεται σε αντίθεση με τη φύση και την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αντιθέτως αποτελεί τη συνεπή έκφραση της Αποστολικής πίστης εντός των νέων ιστορικών συνθηκών».
Οι Ορθόδοξες εκκλησίες θεωρούν ότι η συμμετοχή της στην οικουμενική κίνηση εμπνέεται και καθοδηγείται από το Πνεύμα του Θεού, που αποζητά την ένωση όλων με τον αναστημένο Χριστό. Συνεπώς δεν πρόκειται απλά για μια ανταπόκριση στην συνδιαλλακτική αγάπη του Θεού, αλλά μια κίνηση του Αγίου Πνεύματος, στην οποία όλες οι εκκλησίες συμμετέχουν. Ο αείμνηστος Ορθόδοξος θεολόγος Νικόλαος Νησιώτης είχε δηλώσει ότι οι εκκλησίες υπερβαίνουν τα ομολογιακά τους όρια και θεραπεύουν τις διαιρέσεις κάθε φορά που αφήνουν το Πνεύμα του Θεού να καθοδηγήσει τη ζωή τους: «Το Πνεύμα είναι ο υπερασπιστής της δυναμικότητας έναντι της στατικότητας, της πολυμορφίας έναντι της ομοιομορφίας, του εξαιρετικού έναντι του συνηθισμένου, του παράδοξου έναντι του κανονικού.» Όταν οι χωρισμένες εκκλησίες συναθροίζονται, επιβεβαιώνοντας την πίστη στον Χριστό και αναζητώντας τρόπους για να πραγματοποιήσουν και να βιώσουν την ενότητα σύμφωνα με την εσχατολογική υπόσχεση του Κυρίου, τότε το Πνεύμα του Θεού είναι αυτό που καθοδηγεί τις προσπάθειές τους.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία συμμετέχει στην οικουμενική κίνηση δίχως να εγκαταλείπει την πεποίθησή της ότι αποτελεί την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Αυτό που διευκόλυνε τη συμμετοχή της είναι η δήλωση του Τορόντο (1950) του Παγκόσμιου Συμβούλιου Εκκλησιών με τίτλο «Η Εκκλησία, οι Εκκλησίες και το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών». Η «δήλωση του Τορόντο» διαβεβαίωσε τις εκκλησίες ότι η συμμετοχή τους στην οικουμενική κίνηση δεν προδικάζει σε καμιά περίπτωση το αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης αναζήτησης της ενότητας και ότι οι Εκκλησίες δεν θα υποχρεωθούν να μεταβάλλουν την εκκλησιολογία τους. Η συμμετοχή στο ΠΣΕ δεν συνεπάγεται ότι οι Ορθόδοξες εκκλησίες πρέπει να θεωρούν τις υπόλοιπες εκκλησίες και κοινότητες ως εκκλησίες με την πλήρη έννοια του όρου. Οι εκκλησίες διατηρούν το «θεμελιώδες δικαίωμα επικύρωσης ή απόρριψης λόγων ή ενεργειών του Συμβουλίου.» Η δήλωση του Τορόντο παρείχε ένα αποδεκτό θεολογικό πλαίσιο που επέτρεψε στις Ορθόδοξες εκκλησίες να συμμετέχουν ενεργά στην οικουμενική κίνηση χωρίς να διακυβεύονται οι εκκλησιολογικές τους πεποιθήσεις.
Ενώ η Ορθόδοξη εκκλησία μπορεί να θεωρεί τη συμμετοχή της στην οικουμενική κίνηση ως συνεπή με την εκκλησιολογία της, δεν ήταν πρόθυμη να αντιμετωπίσει τους ισχυρισμούς άλλων χριστιανικών εκκλησιών και ομολογιών σχετικά με τη σχέση ή την ταύτισή τους με τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Αυτό είχε άμεσες συνέπειες αναφορικά με την οικουμενική μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και καθιστά τον οικουμενισμό ένα διχαστικό ζήτημα εντός της Εκκλησίας. Ο επίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ έχει επισημάνει το εξής: «Εμείς οι Ορθόδοξοι δεν έχουμε αυτή τη στιγμή μια κοινή στάση απέναντι στους μη-ορθόδοξους Χριστιανούς…Ορισμένοι από εμάς (ορθόδοξοι) βλέπουμε τον οικουμενισμό ως ένα σημάδι ελπίδας, άλλοι ως παναίρεση. Μερικοί από εμάς πιστεύουν ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν πραγματική ιεροσύνη, άλλοι θεωρούν ότι πρέπει να βαπτιστούν εκ νέου. Όταν συναντάμε άλλους Χριστιανούς, εκφράζουμε διαφορετικές γνώμες. Κατά συνέπεια η συμμετοχή μας στην οικουμενική κίνηση είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματική απ’ ό,τι θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι.»
Οποιαδήποτε απόπειρα αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος απαιτεί να λάβουμε υπόψη μας τις ευαισθησίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας σχετικά με την ενότητα της Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη όσον αφορά τη διατήρηση της παράδοσης της Αποστολικής πίστης, ζωής και μαρτυρίας. Κάθε διαίρεση στην ιστορία της Εκκλησίας έχει θεωρηθεί ως άρνηση της φύσης της, διαχωρισμός από το σώμα του Χριστού και αποχώρηση από τον ναό του Αγίου Πνεύματος. Η Εκκλησία για να αντιμετωπίσει τα σχίσματα τόνισε την ενότητα και εξέδωσε κανόνες που είχαν ως στόχο να ενισχύσουν την ενότητα της πίστης, της ζωής και της μαρτυρίας Της. Υποστήριξε ότι αυτοί που διαχωρίζουν τον εαυτό τους από την Εκκλησία απομακρύνονται από το χώρο της σωτηριώδους χάρης του Θεού. Ας σημειωθεί εδώ ότι παρόλο που η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αρνήθηκε ποτέ αυτή την πεποίθηση, δεν αποδέχτηκε ποτέ τις πρακτικές της συνέπειες. Ο Μητροπολίτης Ιωάννης Ζηζιούλας πιστεύει ότι το πρόβλημα των ορίων της Εκκλησίας και των συνεπειών για εκείνα τα άτομα και τις κοινότητες που έχουν τεθεί εκτός αυτών των ορίων εξακολουθεί να αποτελεί ένα άλυτο ζήτημα για την Ορθόδοξη θεολογία. Επιπλέον, δηλώνει ότι «σίγουρα δεν είναι εύκολο να αποκλειστούν από τον χώρο και τις ενέργειες του Πνεύματος τόσοι πολλοί Χριστιανοί που δεν ανήκουν την Ορθόδοξη Εκκλησία.» Θεωρεί ότι το βάπτισμα θέτει τα όρια της Εκκλησίας και πως «εντός αυτού του ορίου του βαπτίσματος μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει διαίρεση, αλλά οποιοσδήποτε διαχωρισμός εντός αυτών των ορίων δεν είναι το ίδιο με τον διαχωρισμό μεταξύ της Εκκλησίας και όσων δεν έχουν βαπτιστεί.» Από αυτήν την άποψη, το βάπτισμα συγκροτεί την Εκκλησία, ενώ μπορούμε να μιλάμε για Εκκλησία ακόμη και αν υπάρχουν διαιρέσεις εντός αυτής της βαπτισματικής κοινότητας.
Φαίνεται ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν υιοθετήσει έναν εκκλησιολογικό αγνωστικισμό που αντιστέκεται σε οποιονδήποτε προβληματισμό σχετικά με τους ισχυρισμούς άλλων χριστιανικών εκκλησιών όσον αφορά τη σχέση τους με τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ αμφισβήτησε αυτόν τον αγνωστικισμό. Επιπλέον, υποστήριξε ότι οι Ορθόδοξες εκκλησίες αναγνωρίζουν σιωπηρά τη φύση των άλλων Χριστιανικών εκκλησιών διά του τρόπου με τον οποίο αποδέχονται τα μέλη των στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είτε μέσω βάπτισης, είτε διά του χρίσματος, είτε με την απλή ανάγνωση του Συμβόλου της Πίστεως. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να επανεξετάσει το σχίσμα της Μίας Αγίας Εκκλησίας. Πρότεινε ότι εκτός των κανονικών ορίων της Εκκλησίας, δεν υπάρχει σωτηρία και ότι αυτό το γεγονός δεν πρέπει να γίνεται σεβαστό ως μια έντονη παρόρμηση για τη διατήρηση της ενότητας της Εκκλησίας. Παρόλα αυτά, ακόμη και σήμερα αυτή η άποψη πρέπει να αντικατασταθεί από μια θεολογία του σχίσματος. Ο Άγιος Αυγουστίνος έχει υποστηρίξει ότι οι σχισματικές και αιρετικές κοινότητες, παρά τον τυπικό διαχωρισμό τους από την Μία Αγία Εκκλησία, συνεχίζουν να διατηρούν δεσμούς ενότητας. Συνεπώς, όλες οι διαχωρισμένες χριστιανικές εκκλησίες σχετίζονται μεταξύ τους και βρίσκονται σε μια ατελή κοινωνία με την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Η αναγνώριση αυτής της σχετικής ενότητας δικαιολογείται επειδή υπάρχουν ακόμη πολλοί αδιάσπαστοι δεσμοί με τους οποίους οι σχισματικές κοινότητες είναι εν μέρει ενωμένες με την Μία Εκκλησία. Σύμφωνα με τον Φλωρόφσκυ, αυτοί οι δεσμοί περιλαμβάνουν «την ορθή πίστη, την ειλικρινή λατρεία, τον Λόγο του Θεού, και πάνω απ’ όλα τη χάρη του Θεού, η οποία θεραπεύει τους ασθενείς και τροφοδοτεί τους αδύναμους.» Γι’ αυτό σε κάθε σχισματική και αιρετική κοινότητα, υπάρχει κάποιο θεϊκό στοιχείο που τις ενώνει με τη ζωή της Εκκλησίας του Θεού. «Αυτό που είναι ορθό στις αιρέσεις είναι αυτό που έχουν λάβει από την Εκκλησία, αυτό που παραμένει μαζί τους ως μέρος του ιερού εσωτερικού πυρήνα της Εκκλησίας, αυτό που τους ενώνει με την Εκκλησία.»
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Κρήτη, 2016) δημοσίευσε μια επίσημη συνοδική απόφαση σχετικά με τις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικό κόσμο.» Αυτή η απόφαση είναι σημαντική, γιατί πρώτη φορά στην ιστορία της η Ορθόδοξη Εκκλησία δημοσιεύει μια επίσημη δήλωση σχετικά με την ενεργή συμμετοχή της στην Οικουμενική κίνηση. Το κείμενο επιβεβαιώνει την πεποίθηση ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.» Ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος βασίζεται στην εκκλησιαστική της αυτοσυνειδησία είναι να συμμετέχει ενεργά σε όλες τις κοινές προσπάθειες των Χριστιανών για την αποκατάσταση της ενότητας εντός του χριστιανικού κόσμου. Αναλύοντας τη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, η δήλωση αναγνωρίζει τις υπόλοιπες Χριστιανικές εκκλησίες και ομολογίες που δεν βρίσκονται σε κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ορισμένοι «παραδοσιακοί» Ορθόδοξοι ιεράρχες και θεολόγοι βασισμένοι στην άποψη του Αγ. Κυπριανού της Καρθαγένης απορρίπτουν την ιδέα ότι υπάρχουν «εκκλησίες και ομολογίες εκτός της Ορθόδοξης Εκκλησίας» εφόσον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη αληθινή Εκκλησία. Κατά συνέπεια, υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει ανάγκη να αποκατασταθεί η ενότητα της Εκκλησίας παρά μόνο να προσευχόμαστε για την μετάνοια και επιστροφή των αιρετικών και σχισματικών στην μία αληθινή Εκκλησία. Αυτή η περιοριστική θέση απέναντι στην εκκλησιολογική εκτίμηση της Συνόδου σχετικά με τις Χριστιανικές εκκλησίες και ομολογίες εκτός της Ορθόδοξης Εκκλησίας πάντα υπήρχε στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας καθώς και σε πολλές άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες. Ωστόσο, οι αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου παρέχουν ένα ισχυρό θεολογικό θεμέλιο στη διατύπωση της πίστης, της ζωής και της μαρτυρίας του διαλόγου με τους υπόλοιπους Χριστιανούς που φιλοδοξούν να διακηρύξουν την Αποστολική πίστη και να αγωνιστούν για την ενότητα του λαού του Θεού.
Η αναγνώριση του εκκλησιαστικού χαρακτήρα αυτών των εκκλησιών και κοινοτήτων που βρίσκονται εκτός των κανονικών ορίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας αναγκάζει την Εκκλησία να βρίσκεται σε συνεχή διάλογο και συνεργασία μαζί τους, αφήνοντας το Άγιο Πνεύμα να οδηγήσει τους πάντες σε πλήρη ενότητα με τον Χριστό. Εντούτοις, η αναγνώριση της εκκλησιαστικής φύσης άλλων μη-ορθόδοξων χριστιανικών εκκλησιών και ομολογιών δεν επιτρέπει, τουλάχιστον για την Ορθόδοξη Εκκλησία, την πρακτική της διακοινωνίας (intercommunio). Η απροθυμία της Εκκλησίας να είναι σε μυστηριακή κοινωνία με τις άλλες χριστιανικές εκκλησίες —παρά την επιβεβαίωση ότι αυτές αποτελούν ατελή και ελλιπή μέλη της Μίας Εκκλησίας του Θεού— δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ένδειξη αλαζονείας ούτε να αποτελεί λόγο θριαμβολογίας και αυτάρκειας από την ορθόδοξη πλευρά. Επίσης δεν είναι λόγος για τις εκκλησίες να εφησυχάζουν με την παρούσα σχετική ενότητα και συνεργασία, αλλά αποτελεί περισσότερο μια οδυνηρή υπενθύμιση προς όλους ότι η ενότητα της Εκκλησίας του Θεού απαιτεί την πληρότητα της Αποστολικής πίστης, ζωής και μαρτυρίας. Προς την πραγματοποίηση αυτής της ενότητας, καλούνται οι Εκκλησίες να εντείνουν τις προσευχές τους ούτως ώστε «οι χριστιανοί να εργαστούν από κοινού, ώστε να έρθει η μέρα κατά την οποία ο Κύριος θα εκπληρώσει την ελπίδα των Ορθόδοξων Εκκλησιών και θα γίνουν ένα ποίμνιο με έναν ποιμένα (Ιω. 10:16).»
Ο π. Εμμανουήλ Κλάψης είναι ορθόδοξος ιερέας και θεολόγος. Έχει διατελέσει αντιπρόεδρος της συντονιστικής επιτροπής Πίστης και Τάξης του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών και είναι συγγραφέας των βιβλίων Ορθοδοξία εν διαλόγω: Η ορθόδοξη οικουμενική συμμετοχή (2001) και συντάκτης του βιβλίου Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο: Ένας Οικουμενικός Διάλογος (2004).