Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα, Πολιτισμού και Τεχνών

ΛΑΪΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

Δημοσιεύθηκε στις: 5 Μαρτίου, 2021
Σύνολο προβολών 75
Αξιολόγηση αναγνωστών:
0
(0)
Διαθέσιμο επίσης στα: български | English | ქართული | Română | Русский | Српски

Από τον Νικ Χάρτμαν (Nic Hartmann)

Ο Ορθόδοξος πολιτισμός είναι ζωντανός και ακμαίος. Είναι στα καρβέλια του ψωμιού που τα ζυμώνει με αγάπη μια Λιβανέζα γιαγιά για τα γενέθλια του γιου της. Είναι στα πασχαλιάτικα καλάθια, στα ξεκαρδιστικά λάθη των παιδιών μας όταν λένε το «Χριστός Ανέστη» σε διαφορετικές γλώσσες, καθώς και στην κοινότητα μας. Είναι στα προγράμματα κατασκηνώσεων, στις ιεραποστολές μας και στις συζητήσεις μας στο Facebook με τους συνενορίτες και τις ορθόδοξες μητέρες. Είναι αυτή η ζωή του λαού που κρατάει ζωντανό τον Ορθόδοξο πολιτισμό.

O Νοτιοδυτικός Σύνδεσμος Λαϊκού Πολιτισμού ―μια περιφερειακή ΜΚΟ αφιερωμένη στη λαϊκή τέχνη υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου της Αριζόνα― που εδρεύει στο Τουσόν, ορίζει τον λαϊκό πολιτισμό ως «την άτυπη αλλά οικεία, κοινή πλευρά της ανθρώπινης εμπειρίας, η οποία δεν περιλαμβάνεται στα επίσημα αρχεία του πολιτισμού, τα οποία συχνά βρίσκονται στα μουσεία και στα πανεπιστήμια. Η λαογραφία περιλαμβάνει τη γλώσσα, τη μουσική, τον χορό, τα παιχνίδια, τους μύθους, τα έθιμα, τα χειροτεχνήματα, την αρχιτεκτονική, την προετοιμασία του φαγητού, τα αστεία, το χιούμορ και σχεδόν οτιδήποτε άλλο που οι άνθρωποι συζητούν ή κάνουν στην καθημερινότητά τους.» Ο λαϊκός πολιτισμός μπορεί να παρατηρηθεί στα σχολεία, στις συναθροίσεις της εκκλησίας, σε πόλεις, σε χωριά, αλλά ακόμα και στην παρέα δύο ατόμων.

Αυτό το επιστημονικό πεδίο με οδήγησε τελικά, κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών, πριν από μια δεκαετία, να γίνω Ορθόδοξος Χριστιανός.

Ως λαογράφος, μπόρεσα να διακρίνω την περίσσια ομορφιά της κοινότητας. Έχοντας μελετήσει τον υλικό πολιτισμό και τη θρησκευτική τέχνη κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, είχα τη δυνατότητα να εκτιμήσω τις κοινότητες των Ορθόδοξων καλλιτεχνών, όλων αυτών που είναι αφοσιωμένοι στο ράψιμο ιερατικών αμφίων, στην αγιογραφία ή ακόμα και στην εικονογράφηση παιδικών βιβλίων για τους αγίους. Η μελέτη μου σχετικά με τη βιωματική και αισθητηριακή εθνογραφία μου επέτρεψε να εκτιμήσω την οσμή του θυμιάματος, το φως του κεριού και τους ήχους της βυζαντινής ψαλμωδίας, ως μέρος ενός πραγματικά ολιστικού βιώματος πίστης. Οι συζητήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες μικρών ομάδων και η δημιουργική πρακτική διαμόρφωσαν την κατανόησή μου σχετικά με τον Ορθόδοξο τρόπο έκφρασης της θλίψης στις κηδείες, τις ψηφιακές εκφράσεις της θρησκευτικής ταυτότητα και τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι συγκεντρώνονται γύρω από ένα τραπέζι κάθε εβδομάδα για να πιούν μαζί καφέ.

Ως Ορθόδοξοι, έχουμε μια πλούσια πολιτισμική κληρονομιά και αυτός ο πλούτος συμπληρώνει το θεολογικό βάθος δύο χιλιετιών εμπειρίας, συνενώνοντας όλους εμάς στην εν Χριστώ ζωή.

Παρ’ όλα αυτά, παρατηρείται μια δυσαρέσκεια και ένας φόβος, που δείχνει ανεπαρκή κατανόηση του πολιτισμικού μας πλούτου. Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια αυξανόμενη τάση για τη δημιουργία ενός «Ορθόδοξου πολιτισμού», με στόχο την καλλιέργεια πολιτιστικών πρακτικών εντός ενός Ορθόδοξου πλαισίου, ως απάντηση σ’ αυτό που θεωρείται μεταχριστιανικός κόσμος.  Επιπλέον, υπάρχουν συγκεκριμένοι πολιτισμοί που θεωρούνται παραδείγματα, με τη συζήτηση συχνά να εστιάζεται γύρω από καλλιτέχνες του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ρωσίας. Η τελευταία μάλιστα εκλαμβάνεται ως o πολιτικός και κοινωνικοπολιτισμικός φάρος στον οποίον πρέπει να στρέφονται οι Ορθόδοξοι της Αμερικής για να λάβουν καθοδήγηση για τη βίωση της χριστιανικής ζωής.

Τέτοιες ερμηνείες, ωστόσο, δεν είναι κάτι νέο στο πεδίο της λαογραφίας. Στην πραγματικότητα, οι ρομαντικές εθνικιστικές ιδέες που υποκρύπτουν, καθώς και η πολιτισμική ουσιοκρατία που τις υποστηρίζει, αποτελούν κατάλοιπα της πρώιμης λαογραφικής έρευνας του 19ου αιώνα. Εκείνη την περίοδο, οι ερευνητές αξιολογούσαν τη γνησιότητα όσων λαϊκών αφηγήσεων θεωρούσαν άξιες να διασωθούν και απέκλειαν όσες αντιλαμβάνονταν ως πλαστές. Επιπροσθέτως, η πολιτισμική πολιτική σχετικά με το τι ήταν αγαθό και αγνό οδήγησε στην αντικατάσταση πολλών από τις τότε υπάρχουσες πολιτισμικές πρακτικές με εξωτερικές αντιλήψεις για το αγνό και το αγαθό. Στο θεμελιώδες έργο του λαογράφου David Whisnant, Ό,τι είναι Ιθαγενές και Ωραίο (All That is Native and Fine), το οποίο πραγματεύεται την πολιτισμική πολιτική του αποικισμού και των κινημάτων των λαϊκών σχολείων στα Απαλάχια, επισημαίνεται ο τρόπος, με τον οποίο εξωτερικές δυνάμεις εισήγαγαν αγγλοσαξονικές και σκανδιναβικές έννοιες «καλών» πολιτιστικών πρακτικών αγνοώντας συχνά την Σκωτσέζικη ή Ιρλανδική κληρονομιά των κατοίκων της περιοχής,  με συνέπεια να επινοηθούν ουσιοκρατικές ιδέες για το τι ήταν —όπως λέει και ο τίτλος του έργου του Whisnant— ιθαγενές και ωραίο.

Αυτές οι ξεπερασμένες και προβληματικές αντιλήψεις διαμόρφωσαν ένα μεγάλο μέρος της πρώιμης πολιτισμικής πρακτικής κατά τη διάρκεια του 19ου και 20ο αιώνα και άνοιξαν τον δρόμο στις απόπειρες για τη δημιουργία ενός «Ορθόδοξου πολιτισμού» ως εναλλακτική λύση στο υπάρχον καθεστώς. Αυτές οι προσπάθειες προβάλλονται κυρίως μέσω άρθρων και podcasts, με επιρροές από τον Τζόζεφ Κάμπελ, τον οποίον συχνά παραθέτουν. Οι μελέτες του Κάμπελ, εμπνευσμένες σε μεγάλο βαθμό από τον Γιούνγκ, απορρίπτονται από τους περισσότερους λαογράφους, όχι μόνο επειδή οι ψυχαναλυτικές έρευνες έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς για την κατανόηση της ανθρωπότητας, αλλά και επειδή επικεντρώνονται στην εξεύρεση ενός και μόνου τρόπου αντίληψης λειτουργίας των πραγμάτων. (Βλ. περισσότερα γι’ αυτό το ζήτημα, στο έργο των λαογράφων Jeana Jorgensen, Barre Toelken και Alan Dundes). Αυτό που είναι ιθαγενές και ωραίο για ορισμένους, είναι επίσης ανακόλουθο και οδηγεί σε αποκλεισμούς.

Η άνοδος της πολυφωνίας, συνδυασμένη με τις μετα-αποικιακές και κριτικές έρευνες για την περιφέρεια, έχουν αποδείξει ότι το έργο του Κάμπελ δεν επαρκεί για να εξηγήσει τον κόσμο. Συνεχίζει, ωστόσο, να παίζει ρόλο στη διαμόρφωση της σκέψης όσων ανήκουν στον Ορθόδοξο κόσμο και επιθυμούν να δημιουργήσουν έναν «νέο πολιτισμό». Αυτό καθίσταται εμφανές, αν λάβουμε υπόψη την οικειοποίηση του έργου του Κάμπελ από προσωπικότητες όπως ο Τζόρνταν Πήτερσον — ενός συγγραφέα πάνω στον οποίον έχουν προσκολληθεί πολλοί Ορθόδοξοι λόγω της κριτικής του στον σύγχρονο πολιτισμό, της χαρισματικής του προσωπικότητας, καθώς και των παλαιότερων του ερευνών για τον ολοκληρωτισμό.

Η προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας Ορθόδοξης πολιτισμικής κίνησης σχετίζεται με την αναφορά του Αρχιεπισκόπου Ελπιδοφόρου και την εκ μέρους του απόρριψη της θεώρησης του Ροντ Ντρέερ περί της «Επιλογής του Βενέδικτου» (Benedict Option) ως ένα «σχήμα Χριστιανικού “Χασιδισμού” το οποίο επιδιώκει τον διαχωρισμό βάσει εξωτερικών μορφών». Ο κόσμος την εποχή των ρομαντικών εθνικιστών ήταν γνήσιος, αλλά αγνοήθηκε από εκείνους που είχαν το προνόμιο να αποφασίσουν επιλεκτικά τι ήταν καλό και επομένως άξιο να το μοιραστούν με τους υπόλοιπους. Αποκόπηκε από τους άλλους, άλλοτε μέσω ρατσιστικών πολιτικών, και άλλοτε μέσα απόμια αποικιακή ουσιαστικοποίηση του «Άλλου», όπως φαίνεται και σε πολλά μουσεία ανθρωπολογίας.

Εάν υπερβάλλουμε στις προσπάθειές μας να δημιουργήσουμε έναν νέο «Ορθόδοξο πολιτισμό» στην Εκκλησία μας, διατρέχουμε τον κίνδυνο να αποκλείσουμε πολλούς από τους αδελφούς και τις αδελφές μας, καθώς και την καθημερινή τους ζωή, θεωρώντας τους ανεπαρκείς. Εάν είμαστε πρόθυμοι να τους πλησιάσουμε, να ζήσουμε μαζί τους και να ακούσουμε τις ιστορίες τους, θα δούμε ότι και αυτοί βιώνουν τη θεολογία τους, δεν περιορίζονται απλώς να την διαβάζουν και να τη συζητούν.

Αντί να θρηνούμε γι’ αυτό που δεν υπάρχει, ίσως θα πρέπει να γίνουμε οι ίδιοι λαογράφοι στις ενορίες μας. Να μάθουμε ν’ ακούμε, να μοιραζόμαστε τις εμπειρίες μας και να ανάβουμε κεριά προσευχόμενοι να συνυφανθεί η ομορφιά του καθημερινού με την ομορφιά της εκκλησίας.


Ο Νικ Χάρτμαν είναι λαογράφος, καλλιτέχνης κόμιξ και αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Mount Mercy.

To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία (Public Orthodoxy) επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών,των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.


To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία (Public Orthodoxy) επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών,των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.

Σχετικά με τον συγγραφέα

Have something on your mind?

Thanks for reading this article! If you feel that you ready to join the discussion, we welcome high-caliber unsolicited submissions. Essays may cover any topic relevant to our credo – Bridging the Ecclesial, the Academic, and the Political. Follow the link below to check our guidlines and submit your essay.

Proceed to submission page

Αξιολογήστε αυτήν τη δημοσίευση

Σας φάνηκε ενδιαφέρον αυτό το άρθρο;

Κάντε κλικ στα αστεράκια για να το αξιολογήσετε!

Average rating 0 / 5. Vote count: 0

Γίνετε ο πρώτος/η που θα αξιολογήσει αυτό το άρθρο.

Μοιραστείτε αυτήν την δημοσίευση

Contacts

Dr. Nathaniel Wood
Managing Editor
nawood@fordham.edu

Αποποίηση ευθυνών

Public Orthodoxy seeks to promote conversation by providing a forum for diverse perspectives on contemporary issues related to Orthodox Christianity. The positions expressed in the articles on this website are solely the author’s and do not necessarily represent the views of the editors or the Orthodox Christian Studies Center.

Σχετικά με το έργο

Μια Δημοσίευση του Κέντρου Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου
Φόρντχαμ