Φιλ Ντόρολ (Phil Doroll)

Όσον αφορά τη θρησκεία και την πολιτική, οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί και οι Σουνίτες Μουσουλμάνοι βρίσκονται στην ίδια δυσάρεστη κατάσταση, επειδή και οι δυο αυτές θρησκείες εμμένουν σε μια ιδιαίτερα ισχυρή θεώρηση της ιερής παράδοσης. Αυτή η παράδοση δεν συμπίπτει με την αποκάλυψη, αλλά η αποκάλυψη μπορεί να ερμηνευτεί ορθά μόνο διαμέσου της παράδοσης. Ο θεολογικός στοχασμός, οι λεπτομερείς πρακτικές της λατρείας και οι ασκητικές μέθοδοι του πνευματικού προσωπικού αγώνα αποτελούν τα βασικά στοιχεία και των δύο αυτών θρησκειών, ενώ παράλληλα όλα τα παραπάνω στοιχεία κατανοούνται μέσω κειμένων που άφησαν πίσω παλαιότεροι συγγραφείς των δύο αυτών παραδόσεων. Επιπλέον, λόγω του ότι και οι δύο αυτές κοινότητες είναι παγκοσμίως αποκεντρωμένες, δεν έχουν έναν ηγέτη στο πρόσωπο του οποίου να προσβλέπουν οι πιστοί για τη λήψη έγκυρης καθοδήγησης. Γι’ αυτό το λόγο, η έννοια της παράδοσης είναι απολύτως ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ακεραιότητας της ίδιας της πίστης, ειδικά στο σύγχρονο ταραχώδες πλαίσιο.
Αναντίρρητα και οι δυο θρησκείες έχουν μια ιστορικά πλούσια και συνεχή παράδοση πεποιθήσεων και πρακτικών, διασώζοντας έναν ανυπολόγιστο πνευματικό πλούτο στο ενίοτε οδυνηρό πέρασμα προς την νεωτερικότητα. Παρόλα αυτά, η έννοια της παράδοσης χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο μειονέκτημα: το προνεωτερικό πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, κατά το οποίο γράφτηκαν όλα τα κείμενα που μας βοηθούν να κατανοήσουμε την πίστη μας ήταν ριζικά διαφορετικό απ’ το δικό μας. Ασφαλώς, πρόκειται για ένα δίλημμα κοινό στους πιστούς όλων των θρησκειών, όμως πιστεύω ότι αποτελεί ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα στην περίπτωση των Ορθόδοξων Χριστιανών και των Σουνιτών Μουσουλμάνων, δεδομένης μάλιστα της ισχυρής και σύνθετης αντίληψης που έχουν για την παράδοση. Αναφορικά με την πολιτική, το περίγραμμα του διλήμματος είναι ιδιαίτερα σαφές: σχεδόν όλα τα θεμελιώδη κείμενα της ερμηνευτικής μας παράδοσης έχουν γραφτεί στο πλαίσιο μιας αυτοκρατορικής διακυβέρνησης.
Η μεγάλη πλειοψηφία των θεολόγων, των σχολιαστών, των νομικών και των πνευματικών δασκάλων που συνέγραψαν τα σπουδαιότερα κείμενα, τα οποία συγκροτούν την Ορθόδοξη Χριστιανική και τη Σουνιτική Μουσουλμανική παράδοση, ζούσαν σε ένα περιβάλλον, το οποίο προϋπέθετε την πολιτική και κοινωνική υπεροχή της θρησκευτικής τους κοινότητας. Επιπροσθέτως, αυτού του είδους η υπεροχή θεωρείτο ότι εξέφραζε το θέλημα του Θεού. Κατά τη διάρκεια των αιώνων της ανάπτυξης των κειμένων αυτών των δύο ιερών παραδόσεων, σημειώθηκαν τεράστιες κοινωνικές αλλαγές, ενώ πολλές φορές απειλήθηκε σοβαρά η κυριαρχία των δύο αυτών θρησκειών (όπως οι αλώσεις της Βαγδάτης το 1258 και της Κωνσταντινούπολης το 1204 και το 1453). Παρόλα αυτά, η άγια αυτοκρατορία του Θεού έβρισκε πάντα τρόπους να παραμείνει ζωντανή, ακόμα κι όταν αναγκάστηκε να προσφέρει το ιερό πολιτικό χρίσμα σε μια νέα δυναστεία (όπως αυτή των Ρώσων ή των Οθωμανών). Για να θέσουμε το πρόβλημα ωμά: λόγω του τρόπου, με τον οποίον αντιλαμβανόμαστε την παράδοση, ερμηνεύουμε συνεχώς την θρησκεία μας σύμφωνα με πολιτικούς όρους που δεν υπάρχουν πλέον. Καρφώνουμε τα αξιώματα της πίστης μας στις πύλες ερειπωμένων αυτοκρατορικών κάστρων.
Η κατάσταση αυτή είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με τις δυτικές κοινωνίες, οι οποίες βρίσκονται ακόμη στο αποκορύφωμα της αυτοκρατορικής τους ακμής. Πράγματι, όπως συμβαίνει σχεδόν και με κάθε άλλη κοινότητα στη γη, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και οι Σουνίτες Μουσουλμάνοι ερμηνεύουν την ταυτότητά τους μέσω δυτικών εννοιών που έχουν καταστεί καθολικές για την παγκόσμια διανόηση. Οι στοχαστές της Δύσης, προβάλλοντας τη δική τους αυτοκρατορική πολιτική ως φορέα φωτισμένης απελευθέρωσης ―κυρίως από τον 18ο αιώνα και έπειτα― στιγμάτισαν τις ορθόδοξες χριστιανικές κοινωνίες, καθώς και αυτές των σουνιτών μουσουλμάνων, με την κατηγορία του οπισθοδρομικού, παράλογου και στάσιμου «ανατολίτικου δεσποτισμού». Αυτή η πομπώδης άποψη υποστηρίζει ότι ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός και το Σουνιτικό Ισλάμ είναι παραδόσεις ιδιαίτερα επιρρεπείς στην τυραννία, διότι είναι εγγενώς θεοκρατικά μορφώματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Ορθοδοξία παρωδεύεται ως «καισαροπαπισμός», ενώ το Σουνιτικό Ισλάμ κατηγορείται ότι δεν κάνει καμιά διάκριση μεταξύ θρησκείας και πολιτικής. Η άποψη περί «ανατολικού δεσποτισμού» παραμένει ζωντανή και σήμερα, καθώς η Δυτική αυτοκρατορία εξακολουθεί να είναι πεπεισμένη για την ορθότητα της εξουσίας της. Ο Σάμιουελ Χάντινγκτον, ως γνωστόν, υποστήριξε ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ δημοκρατίας και τυραννίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι αυτή που χωρίζει τον Δυτικό Χριστιανισμό από την Ορθοδοξία και το Ισλάμ (1993, σ. 10).
Κατά ειρωνικό τρόπο, πολλοί Ορθόδοξοι χρησιμοποιούν αυτή την παραπλανητική θεώρηση όταν συζητούν για το Ισλάμ, διαιώνιζοντας ακούσια τα δυτικά στερεότυπα που συμβάλλουν στην παρερμηνεία και των δύο θρησκευτικών παραδόσεων. Παραδείγματος χάριν, η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αμερική παρέχει διαδικτυακά μια αναθεωρημένη έκδοση της δημοφιλούς εκπαιδευτικής σειράς «Η Ορθόδοξη Πίστη». Το κεφάλαιο που πραγματεύεται την ιστορία αναφέρεται στο Ισλάμ, υποστηρίζοντας ότι η λέξη «Ισλάμ» σημαίνει υποταγή. Αυτή η άκρως εσφαλμένη απόδοση εξισώνει το Ισλάμ με την τυραννία. Εντούτοις, η λέξη «Ισλάμ» ποτέ δεν σχετιζόταν με την πολιτική εξουσία, διότι αναφέρεται στην προσωπική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Αναμφίβολα, συχνά μεταφράζεται ως «υποταγή», αλλά μπορεί επίσης να μεταφραστεί κυριολεκτικά ως «θέτοντας τον εαυτό μας σε ειρήνη με τον Θεό», διότι προέρχεται από την αραβική λεκτική ρίζα που παράγει όλες τις λέξεις, οι οποίες σχετίζονται με την ειρήνη. Ουσιαστικά, η λέξη «Ισλάμ» σημαίνει το ακριβώς αντίθετο της υποταγής στη ανθρώπινη εξουσία. Ειδικότερα, σημαίνει την υποταγή στον μοναδικό που αξίζει άνευ όρων λατρεία, δηλαδή στον Θεό.
Με άλλα λόγια, τόσο η Ανατολική Ορθοδοξία όσο και το Σουνιτικό Ισλάμ εμπεριέχουν στην διδασκαλία τους την ίδια βασική πολιτικοθεολογική ενορατική διαπίστωση μην προσφέρετε την πίστη σας σε άρχοντες και υιούς ανθρώπων, είναι μονάχα άνθρωποι και δεν μπορούν να σώσουν. Αντίθετα με τα δυτικά στερεότυπα, ούτε η Ανατολική Ορθοδοξία, ούτε και το Σουνιτικό Ισλάμ αποτελούν θεοκρατικούς δεσποτισμούς. Το πραγματικό θεολογικό περιεχόμενο των κειμενικών τους παραδόσεων είναι σαφώς διακριτό από τις πολιτικές συνθήκες, μέσα στις οποίες συγκροτήθηκαν. Πράγματι, εάν είμαστε ικανοί να διακρίνουμε την κύρια διαφορά μεταξύ θεολογίας και ιμπεριαλισμού και στις δυο αυτές κειμενικές παραδόσεις, θα έχουμε το κλειδί για την αντιμετώπιση του προβλήματος των σύγχρονων πολιτικών μας θεολογιών. Ο νεότερος απολυταρχισμός και η τυραννία στο όνομα της Ανατολικής Ορθοδοξίας και του Σουνιτικού Ισλάμ αποτελούν μια τρομερή πραγματικότητα, αλλά προέρχονται από τη διαιώνιση του πολιτικού ήθους της αυτοκρατορίας και όχι απ’ το ουσιαστικό θεολογικό περιεχόμενο των παραδόσεών μας. Η αναγνώριση αυτής της κρίσιμης διάκρισης στις δυο θρησκείες, καθώς και η δυνατότητα να μοιραστούμε το κοινό όραμα και τον σκοπό της επιδίωξης νέων μορφών δικαιοσύνης, μπορούν να αποτελέσουν μια μορφή διακονίας στον σύγχρονο κόσμο, που βρίσκεται σε συμφωνία με τον πραγματικό πυρήνα των ιερών μας παραδόσεων.
Ο Φιλ Ντόρολ (Phil Dorroll) είναι αναπληρωτής καθηγητής θρησκειολογίας στο Κολλέγιο Γουόφορντ, στο Σπάρτανμπουργκ της Νότιας Καρολίνας.