Από την Σλαβίτσα Γιάκελιτς (Slavica Jakelić)

Στις 18 Φεβρουαρίου η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία εξέλεξε ως νέο της πατριάρχη τον 59χρονο Πορφύριο Πέριτς, Ο νέος Αρχιεπίσκοπος Πεκίου, Μητροπολίτης Καρλοβικίου και Πατριάρχης των Σέρβων είναι θεολόγος, ο οποίος υπηρέτησε για ένα χρόνο ως επίσκοπος του Σερβικού στρατού, εκπροσώπησε τις σερβικές θρησκευτικές κοινότητες στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και τα τελευταία έξι χρόνια κατείχε τη θέση του Μητροπολίτη Ζάγκρεμπ και Λιουμπλιάνα.
Ήδη πριν από την εκλογή του, όσοι γνωρίζουν τον Ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο, επεσήμαναν το δύσκολο έργο που έχει μπροστά του ο νέος Σέρβος πατριάρχης. Όπως έγραψε και ο Αντρέα Μπογκντάνοφσκι στο παρόν ιστολόγιο, ο πατριάρχης θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις αξιώσεις για χορήγηση αυτοκεφάλου από την πλευρά της Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας του Μαυροβουνίου. Παρόλο που αυτά τα αιτήματα δεν είναι νέα —στην περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας το ζήτημα υφίσταται περισσότερο από μισό αιώνα— η μακρά ιστορία δεν τα καθιστά λιγότερο πιεστικά. Ο πατριάρχης Πορφύριος θα πρέπει να αναζητήσει λύσεις, ξεπερνώντας τα θεσμικά και θεολογικά εμπόδια, καθώς και τις πολιτικές και εδαφικές διαφορές που εξακολουθούν να διαμορφώνουν την κατάσταση στην περιοχή.
Η αποστολή του Πορφύριου καθίσταται ακόμη πιο περίπλοκη αν στρέψουμε την προσοχή μας στο Κοσσυφοπέδιο, το οποίο ο Σέρβος πατριάρχης γνωρίζει πολύ καλά. Αν και από πολλούς θεωρείται νεωτεριστής, ο οποίος τώρα πλέον θα ηγείται μιας συντηρητικής εκκλησίας, στην περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου το πιθανότερο είναι να ακολουθήσει την πορεία των προκατόχων του. Στην ενθρόνιση του μάλιστα δήλωσε το εξής: «Το Κοσσυφοπέδιο είναι για εμάς ο ομφάλιος λώρος που μας συνδέει με την ουσία της ταυτότητας μας, αποτελεί την διαθήκη μας». Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η δήλωση του Πορφύριου έλαβε χώρα πριν το δεύτερο μέρος της τελετής ενθρόνισής του, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στην Ιερά Μονή Πεκίου του Κοσσυφοπεδίου.
Τα ερωτήματα που σχετίζονται με τον αληθινό χαρακτήρα των νεωτερικών προθέσεων του Πορφύριου, καθώς και με τις αλλαγές που θέλει ή είναι σε θέση να υλοποιήσει, αποκτούν μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν λάβουμε υπόψιν την τεράστια δημόσια επιρροή που απολαμβάνει η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Σερβία και ειδικότερα τις μακροχρόνιες και εμφανώς στενές σχέσεις μεταξύ της θρησκευτικής ηγεσίας και της πολιτικής ελίτ της χώρας. Όσον αφορά τις επιπτώσεις που ενδέχεται να έχει η εκλογή του Πορφύριου για τον τωρινό πρόεδρο της Σερβίας Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ορισμένοι δημοσιογράφοι της χώρας γρήγορα επεσήμαναν ότι ο Πορφύριος έχει αποδείξει την στενή του σχέση με την κυβέρνηση Βούτσιτς, πριν ακόμη εκλεγεί πατριάρχης. Επιπλέον, έχει λεχθεί ότι ο ρόλος του Πορφύριου ήταν κεντρικός στην απόλυση των μελών της Θεολογικής Σχολής του Βελιγραδίου, οι οποίοι μίλησαν για τη διαφθορά και την κατάχρηση που συντελείται στο πανεπιστημιακό ίδρυμα. Μόλις πριν από λίγους μήνες, ο Πορφύριος επέκρινε δημόσια την Σόνια Μπισέρκο, εξέχουσα προσωπικότητα της κοινωνίας των πολιτών στη Σερβία, η οποία δραστηριοποιείται υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την εποχή του Μιλόσεβιτς. Ο Πορφύριος υπαινίχθηκε ότι η έντονη κριτική της Μπισέρκο στον τωρινό πρόεδρο της Σερβίας αποτελεί μια «ενορχηστρωμένη» εκστρατεία εναντίον της κυβέρνησης και «σχεδόν ολόκληρου του σερβικού λαού».
Ενώ οι περισσότεροι πολιτικοί σχολιαστές της περιοχής, και όχι μόνο, τόνισαν ότι οι μελλοντικές ενέργειες του Πορφύριου θα παρεμποδιστούν λόγω των εσωτερικών προβλημάτων της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και των πολιτικών και ιστορικών ζητημάτων, πλήθος προσωπικοτήτων της δημόσιας ζωής στην Κροατία εξέφρασαν χαρά και ενθουσιασμό για την εκλογή του νέου πατριάρχη. Ο νέος προκαθήμενος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτελεί γι’ αυτούς σημάδι μιας νέας αρχής στις επαφές της Κροατίας με τη Σερβία, καθώς και στις σχέσεις μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Κροατία και της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Σερβία· σχέσεις, οι οποίες επιβαρύνθηκαν από τα αντικρουόμενα ιστορικά αφηγήματα δυστυχίας και καταστροφής κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κροατία τη δεκαετία του 1990 και λόγω των διαφορετικών αφηγήσεων σχετικά με τον ρόλο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο ναζιστικό καθεστώς-μαριονέτα των Ούστασε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πόλεμου, καθώς και τον αριθμό των δολοφονηθέντων Σέρβων εκείνη την περίοδο.
Παρά τις μακροχρόνιες διενέξεις και τις πρόσφατες βίαιες συγκρούσεις μεταξύ Κροατίας και Σερβίας, όποιος γνωρίζει τη θητεία του Πορφύριου ως Μητροπολίτη Ζάγκρεμπ και Λουμπλιάνα δεν εκπλήσσεται απ’ το ξέσπασμα υποστήριξης και τις υψηλές προσδοκίες για τη νέα του θέση. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών στο Ζάγκρεμπ, ο Πορφύριος δεν κατέστη γνωστός μόνο για την ενεργό παρουσία στη ζωή της κροατικής πρωτεύουσας και γενικότερα όλης της χώρας, αλλά και για τη δραστηριότητα του στη δημιουργία χώρων διαλόγου. Για δυο χρόνια αποτελούσε τη σιωπηρή κινητήρια δύναμη που προώθησε μηνιαίες συναντήσεις προσωπικοτήτων απ’ όλο το φάσμα της δημόσιας ζωής. Χριστιανοί, άθεοι, αγνωστικιστές διανοούμενοι, πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες, ακαδημαϊκοί, διανοούμενοι της δημόσιας σφαίρας, φεμινίστριες και δημοσιογράφοι βρέθηκαν μαζί για να συζητήσουν κοινωνικά, ηθικά και πολιτικά ζητήματα σε συναντήσεις που έγιναν γνωστές ως «Οι κύκλοι του Πορφύριου». Λόγω της οργανωτικής του πρωτοβουλίας και της παροχής χώρου, ο Πορφύριος κέρδισε τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη πολλών, όπως δήλωσε και ο πρώην πρόεδρος της Κροατίας και συμμετέχων στους κύκλους, Ίβο Γιοσίποβιτς, ένας πράγματι σοφός και χαμηλών τόνων άνθρωπος. Πρωτίστως, ο Πορφύριος έγινε γνωστός για τη σαφή του δέσμευση στην Οικουμενική Κίνηση. Στο πρώτο του διάγγελμα ως μητροπολίτης Ζάγκρεμπ και Λιουμπλιάνα δήλωσε ότι «είναι Σέρβος, αλλά πάνω απ’ όλα […] χριστιανός και αυτό είναι μια παγκόσμια αξία». Σε μια άλλη περίπτωση επίσης, καθώς και στις συγκεκριμένες ανθρωπιστικές του δράσεις κατά τους πρόσφατους σεισμούς στην Κροατία, διακήρυξε την καθολικότητα του Χριστιανισμού ως «πίστης αγάπης και ειρήνης», υποστηρίζοντας την ισότητα όλων των ανθρώπων και δηλώνοντας ότι καθήκον της Εκκλησίας είναι να υπηρετεί «την ειρήνη και την ενότητα».
Ωστόσο, στην έμφαση που δίνει ο Πορφύριος στον οικουμενισμό, αυτό που χρειάζεται να προσέξουμε δεν είναι η θεολογική γλώσσα της καθολικότητας και της χριστιανικής ενότητας, διότι αυτό το λεξιλόγιο αποτελεί κοινό τόπο στις συζητήσεις των οικουμενικών εγχειρημάτων. Αυτό που απαιτεί περισσότερη διερεύνηση και έχει παραμεληθεί στις περισσότερες αναφορές σχετικά με το έργο του Πορφύριου, είναι ο λόγος του για τους συναισθηματικούς δεσμούς που ανέπτυξε με όσους ανθρώπους συνάντησε και συνεργάστηκε στο Ζάγκρεμπ. Όπως έγραψε ο Κροάτης δημοσιογράφος και φίλος του Πορφύριου Ντράγκο Πίλσελ, στην ιερότερη στιγμή της ενθρόνισής του ως νέος Πατριάρχης της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο κέντρο του Βελιγραδίου, ο Πορφύριος διακήρυξε ότι η Κροατία έγινε η «δεύτερη πατρίδα του». Επιπλέον, ανέφερε ότι οι Κροάτες και οι Σλοβένοι που συνάντησε ως μητροπολίτης ήταν υποδειγματικοί άνθρωποι, αληθινά πρότυπα, τα οποία θα κρατήσει στην καρδιά του «κατά τα επόμενα χρόνια».
Στην περίπτωση του Πορφύριου, οι συγκεκριμένες εμπειρίες διαβίωσης, η πλήρης συμμετοχή στο διάλογο με πολίτες διαφορετικών εθνικών ταυτοτήτων και οντολογικών πεποιθήσεων, καθώς και η αίσθηση ενσωμάτωσης σε χώρους που ανήκουν σε διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, όχι μόνο δεν ελάττωσαν τη δέσμευση του νέου πατριάρχη στον Οικουμενισμό, αλλά την ενθάρρυναν ακόμη περισσότερο. Σε περίπτωση που ο νέος προκαθήμενος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εγκαινιάσει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις μεταξύ του Ορθόδοξου χριστιανικού κόσμου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αποτελεί έργο των ερευνητών της θρησκείας και των θεολόγων να αναζητήσουν τις πραγματικές αιτίες των οικουμενικών προσπαθειών του Πορφύριου. Επιπροσθέτως, πιστεύω ότι θα απαιτηθούν διαφορετικά, πιο ανοιχτά αναλυτικά εργαλεία και κανονιστικές προσεγγίσεις για να κατανοήσουμε τον τρόπο, με τον οποίο οι έννοιες του χριστιανικού διαλόγου και της ενότητας δύνανται να προκύψουν όχι από την αντίθεση, αλλά από τη διασταύρωση του χριστιανικού θεολογικού οικουμενισμού με την ιδιαίτερη ταυτότητα του καθενός.
Η Σλαβίτσα Γιάκελιτς είναι διακεκριμμένη καθηγήτρια στην έδρα Richard Baepler στον τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών στο Κολλέγιο του Πανεπιστημίου Valparaiso. Είναι συγγραφέας του έργου «Κολλεκτιβιστικές θρησκείες» (Collectivist Religions) και επί του παρόντος εργάζεται πάνω σε δύο βιβλία, στο «Προσδίδοντας Πολυφωνία στον Ανθρωπισμό» (Pluralizing Humanism) και στο «Ηθικοί Εθνικισμοί» (Ethical nationalisms).