Τζον Α. Μόνακο (John A. Monaco)

Αναμφίβολα ζούμε σε μια «ψηφιακή εποχἠ», η οποία χαρακτηρίζεται από τη μετάβαση στην εικονική και ηλεκτρονική πραγματικότητα. Η πανδημία του COVID-19 απλώς επιτάχυνε αυτήν την κατάσταση σηματοδοτώντας το σημείο της μη επιστροφής. Από εκκλησιαστική άποψη, οι ενορίες μπορούν πλέον να μεταδίδουν ζωντανά τις ακολουθίες τους, ενώ επιτακτική έχει καταστεί η ανάγκη για συνεχή ενημέρωση των ιστότοπων. Στο ακαδημαϊκό περιβάλλον, η διαδικτυακή διδασκαλία αποτελεί πλέον τον κανόνα, με τη διοργάνωση συνεδρίων και διαδικτυακών σεμιναρίων, στα οποία οι ερευνητές μπορούν να συμμετέχουν από την άνεση του σπιτιού τους. Εν μέσω της αναταραχής που έχουν επιφέρει όλες αυτές οι καινοφανείς αλλαγές, δεν έχει δοθεί η δέουσα προσοχή σε μια ακόμη μεταβολή: στον ρόλο της θεολογικής εκπαίδευσης στη ψηφιακή εποχή.
Ήδη από την εμφάνισή του ο Χριστιανισμός ενστερνίστηκε τα απαραίτητα μέσα για να επικοινωνήσει αποτελεσματικά με τον κόσμο. Γι’ αυτόν το λόγο για παράδειγμα, ο απόστολος Παύλος έγραψε επιστολές σε διάφορες εκκλησίες μεταδίδοντας τα μηνύματα του αντί να σχεδιάζει εικόνες στους τοίχους κάποιας σπηλιάς. Από τη συγγραφή επιστολών, τη σύνθεση πυκνών θεολογικών πραγματειών, το ραδιόφωνο και τη τηλεόραση, έως τις μέρες μας στο διαδίκτυο, οι χριστιανοί ηγέτες θεώρησαν απαραίτητο να χρησιμοποιούν τα αποτελεσματικότερα μέσα επικοινωνίας ούτως ώστε να διαδώσουν το Ευαγγέλιο. Εντούτοις ο εκδημοκρατισμός του διαδικτύου– το γεγονός ότι ο καθένας μπορεί να δημοσιεύει σε ένα ιστολόγιο ή να αναρτά κάποιο βίντεο– είχε δυσάρεστες συνέπειες για τη θεολογική εκπαίδευση. Παρόλο που πάντα υπήρχαν ψευδοδιδάσκαλοι ποτέ δεν είχαν τη δυνατότητα να προσεγγίσουν εκατομμύρια ψυχές σε κλάσματα δευτερολέπτων.
Επομένως στην ψηφιακή εποχή υφίσταται τόσο η θεολογία όσο και μια ψευδό-θεολογία. Εννοώ ότι τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούνται για την προώθηση αυθεντικής και έγκυρης ερευνητικά θεολογίας, τα μεταχειρίζονται πολλές φορές, συχνά μάλιστα σε μεγαλύτερο αριθμό και ισχύ, όσοι προωθούν μια κούφια «θεολογία», δίχως κάποια συνοχή ή νόημα. Μια απλή αναζήτηση στο YouTube πληκτρολογώντας «Ορθόδοξος Χριστιανισμός» θα αποκαλύψει μια ποικιλία «ειδικών» του καναπέ που διαδίδουν πλήθος σφαλμάτων στους δεκάδες χιλιάδες ακολούθους τους. Λόγω της έλλειψης κατάλληλης θεολογικής εκπαίδευσης και μόρφωσης, διακηρύσσουν στο ακροατήριο τους ότι το βάπτισμα που δεν γίνεται με τριπλή εμβάπτιση είναι «άκυρο», ότι η Δυτική και Ανατολική Εκκλησία απομακρύνθηκαν λόγω του «σχολαστικισμού» (αγνοώντας τη σχολαστική παράδοση της Ορθοδοξίας), ενώ παράλληλα υποδαυλίζουν παλαιές αντιπαραθέσεις εναντίον του Πάπα, της Μαριολογίας και του Οικουμενισμού. Η ψευδό-θεολογία εξαπλώνεται σαν ιός μέσω tweets και memes σε διάφορα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, ενώ έγκυρες θεολογικές μονογραφίες και αξιόλογες μελέτες παραμένουν άγνωστες και βυθισμένες στην αφάνεια.
Μολονότι που μια τέτοιου είδους πολεμική, η οποία διακρίνεται από την έλλειψη έρευνας δεν αποτελεί καινοφανές στοιχείο της εποχής μας είναι, ωστόσο, ανησυχητικό ότι αυτές οι απόψεις επηρεάζουν ένα ευρύ κοινό. Για παράδειγμα, μια διαδικτυακή προσωπικότητα που έχει κατορθώσει να θεωρείται ο εκφραστής της «Ορθοδοξίας» στη Δύση, αναρτά δεκάδες βίντεο, τα οποία προβάλλουν μια ανιστορική και κοντόφθαλμη θεώρηση του Ορθόδοξου Χριστιανισμού, προβάλλοντας απόψεις που τριάντα χρόνια πριν, κάποιος θα τις έβρισκε σε φυλλάδια περιθωριακών οργανώσεων. Ενώ οι σκέψεις ενός ερευνητή για τη φυσική θεολογία στην Ορθόδοξη παράδοση έχει λιγότερες από 1.400 προβολές, η προαναφερθείσα διαδικτυακή προσωπικότητα στηλιτεύοντας τη Ρώμη, τον Οικουμενισμό και την «ειδωλολατρία» των Ρωμαιοκαθολικών έχει φτάσει τις 30.000 προβολές και συνεχίζει. Η εισήγηση ενός ενοριακού ιερέα με τίτλο «Ομοφυλοφιλική Εικονομαχία: Μένοντας σταθεροί στις γραμμές μας ενάντια στην ριζοσπαστική ατζέντα των ΛΟΑΤ» έχει 78.000 προβολές, ενώ μια πιο διακριτική και σοβαρή συζήτηση για το ζήτημα της ομόφυλης ταυτότητας και την Ορθόδοξη παράδοση έχει λιγότερο από 400. Δεν είναι ασυνήθιστο μάλιστα να παρατηρούμε στην ενότητα των σχολίων άτομα που αποδίδουν τη μεταστροφή τους στην Ορθοδοξία σ’ αυτούς τους δημοφιλείς ομιλητές. Προσωπικά έχω συναντήσει πολλούς που ισχυρίζονται ότι έγιναν Ορθόδοξοι παρακολουθώντας κανάλια του YouTube και όχι βιώνοντας την πραγματική, ζωντανή, εμπειρία μιας ενοριακής κοινότητας.
Σήμερα δεν υπάρχει έλλειψη ορθόδοξων θεολόγων, αλλά έλλειψη ενδιαφέροντος στην έρευνα. Παρατηρείται μια ριζική αποσύνδεση μεταξύ του έργου των ερευνητών και του υλικού που καταναλώνεται απ’ την πλειοψηφία. Ασφαλώς, η ακαδημαϊκή έρευνα είχε πάντα ως κύριο στόχο της να απευθύνεται στους ακαδημαϊκούς και σίγουρα υπάρχει χώρος για πιο εξειδικευμένες κοινότητες. Αυτό που συμβαίνει τώρα όμως είναι ότι εκείνοι που είναι καταρτισμένοι και ικανοί να διδάξουν την Ορθόδοξη θεολογία δεν αποτελούν τους κύριους δασκάλους για την πλειονότητα των Ορθόδοξων Χριστιανών. Επιπροσθέτως, ακόμα και οι ίδιοι οι ιερείς, οι οποίοι κάποτε θεωρούντο πηγή γνώσης και θεολογικής κατάρτισης για τον μέσο Ορθόδοξο πιστό, έχουν απωλέσει την επιρροή τους λόγω της Ψηφιακής Εποχής. Αντί να εκπαιδεύονται από τον τοπικό ιερέα της ενορίας ή τον πνευματικό τους πατέρα, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί σήμερα επηρεάζονται περισσότερο από αγνώστους στο διαδίκτυο, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είναι οι απόλυτοι δάσκαλοι της πίστης σαγηνεύοντας τα ευάλωτα θύματά τους με την επιδέξια χρήση του διαδικτύου. Για να το θέσουμε απλά, είναι εντελώς απαράδεκτο για κάποιον που ασχολείται με την Ορθοδοξία να ακολουθεί διαδικτυακούς γκουρού και να τους θεωρεί ως κύριους διαμορφωτές και δάσκάλους του, ενώ πολλοί απ’ αυτούς δεν έχουν ούτε τις νοητικές ικανότητες, ούτε την πνευματική ή ηθική πειθαρχία για να διδάξουν την πίστη. Εν τω μεταξύ, οι περισσότεροι ορθόδοξοι θεολόγοι συνεχίζουν να γράφουν για τα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα και συχνά παραμένουν απομονωμένοι στους γυάλινους πύργους τους, ενώ κάθε φορά που ξεπροβάλλουν και επιχειρούν να εκφράσουν τις απόψεις τους δημόσια γελοιοποιούνται και απορρίπτονται ως ετερόδοξοι.
Η ψηφιακή εποχή καλείται επίσης και «εποχή της πληροφορίας» λόγω του τεράστιου όγκου πληροφοριών που διατίθεται με ένα απλό κλικ του ποντικιού. Παρ’ όλα αυτά, αν και χρήσιμη, αυτή η απεριόριστη πρόσβαση σε πληροφορίες μπορεί να καταστεί επικίνδυνη. Εάν κατά το παρελθόν, κάποιος έπρεπε να γνωρίζει φιλοσοφία και θεολογία πριν να διδάξει, η σύγχρονη εποχή είναι πλήρης από ανεκπαίδευτους δασκάλους που οι ίδιοι δεν έμαθαν ποτέ πραγματικά αυτά που ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν. Η πρόσβαση στα έργα των Πατέρων και στους κανόνες της Εκκλησίας, δεν συνεπάγεται και την κατανόησή τους. Στην ψηφιακή αγορά ιδεών, ωστόσο, οι δυνατότερες φωνές που κραυγάζουν τις ίδιες τετριμμένες φράσεις, υπερνικούν την επιχειρηματολογία και την προσεκτική αιτιολόγηση. Καθώς ο σύγχρονος κόσμος συνεχίζει να στρέφεται στην ψηφιακή σφαίρα, αποτελεί επιτακτική ανάγκη οι Ορθόδοξοι θεολόγοι να προσεγγίσουν το κοινό. Για να νικήσεις μια μάχη χρειάζεται να κάνεις αισθητή την παρουσία σου και έως ότου περισσότεροι θεολόγοι αρχίσουν να εργάζονται συνειδητά για να καταπολεμήσουν την ψευδό-θεολογία αντιμετωπίζοντάς την άμεσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η κατάσταση θα παραμένει ίδια.
Ο Τζον Α. Μόνακο (John A. Monaco) είναι διδακτορικός φοιτητής θεολογίας του Πανεπιστημίου Duquesne.