π. Ρισάρ Ρενέ (Richard René)

Τώρα πλέον θα ήταν απλή κοινοτοπία να παρατηρήσουμε ότι η πανδημία του COVID δημιούργησε (ή καλύτερα μάλλον εξέθεσε αποκαλυπτικά) ένα πολιτιστικό χάσμα εντός της σύγχρονης Ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας. Ως ποιμένας, έχω βιώσει αυτή τη διαίρεση από πρώτο χέρι και γνωρίζω κληρικούς που έχουν χάσει ενορίτες εξαιτίας της.
Από τη μία πλευρά βρίσκονται εκείνοι που υιοθέτησαν ανεπιφύλακτα τους κυβερνητικούς περιορισμούς και τα μέτρα που επιβλήθηκαν για να μειωθεί η εξάπλωση του COVID. Αποδέχτηκαν το κλείσιμο των ναών ως ένα ορθό μέτρο και απ’ τη στιγμή που επιτράπηκαν οι συνάξεις καλωσόρισαν στρατηγικές ελάφρυνσης της πιθανότητας διασποράς του ιού όπως τα κουτάλια μιας χρήσης για τη Θεία Μετάληψη. Ωστόσο, αυτοί οι άνθρωποι τείνουν να ανησυχούν υπερβολικά όταν παρατηρούν οποιαδήποτε αδυναμία συμμόρφωσης με το γράμμα των υγειονομικών κανονισμών.
Στην άλλη πλευρά βρίσκονται όσοι αντιστέκονται στις προσπάθειες περιορισμού ή απαγόρευσης της προσέλευσης με φυσική παρουσία στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Θεωρούν τη συμμετοχή στις ακολουθίες ως έναν αναπόφευκτο κίνδυνο, συμφυή με τη χριστιανική πίστη. Οι πιο ακραίοι εξ αυτών κατηγορούν τους άλλους Χριστιανούς για ηθική συνθηκολόγηση (ή και χειρότερα), ενώ λαχταρούν τις μέρες της πρώιμης Εκκλησίας, όπου υποτίθεται πως οι Χριστιανοί ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν κάθε κίνδυνο για να λάβουν μέρος στη Θεία Λειτουργία.
Για να είμαι ειλικρινής, θα κατέτασσα τον εαυτό μου στους μετριοπαθείς της πρώτης ομάδας, αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι η δεύτερη πολιτιστική τάση εγείρει σημαντικά ζητήματα σχετικά με τη φύση του ίδιου του κινδύνου, τα οποία πρέπει να αποσαφηνιστούν. Πρώτον, μας υπενθυμίζει ότι η χριστιανική πίστη ενέχει εγγενείς κινδύνους που δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αποφύγουμε. Η θεμελιώδης πίστη μας άλλωστε είναι ότι ο Θεός, λόγω της αγάπης Του για τον κόσμο, σαρκώθηκε και έθεσε τον εαυτό του σε κίνδυνο με αποτέλεσμα να θανατωθεί. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Θεός καλεί τους Χριστιανούς στην ανάληψη σοβαρών κινδύνων καθώς αγωνίζονται να διασπείρουν το άρωμα της αγάπης Του στον κόσμο. Ο Τερτυλλιανός αναφέρει ότι «το αίμα των μαρτύρων είναι ο σπόρος της Εκκλησίας». Η δήλωση αυτή επιβεβαιώνει ότι η ζωή των χριστιανών είναι σύμφυτη με τον κίνδυνο, διότι η φανέρωση της θεϊκής αγάπη –που βασίζεται στον κίνδυνο που ανέλαβε ο Θεός όταν δημιούργησε τον κόσμο καθώς και στη Σάρκωσή Του– συνεπάγεται μια δυνητικά θανατηφόρα έκθεση στον κόσμο.
Ταυτόχρονα, η Αγία Γραφή και η πραγμάτωσή της στην παρουσία του Ιησού στον κόσμο μαρτυρά σαφέστατα το ρόλο των χριστιανών στον μετριασμό του κινδύνου, ιδίως σε σχέση με όσους βρίσκονται στο περιθώριο. Το κάλεσμα για να θρέψουν τους πεινασμένους, να ντύσουν τους γυμνούς, να επισκεφθούν τους αρρώστους και τους φυλακισμένους είναι αλάνθαστο και αναπόφευκτο, ενώ ο Ιησούς είναι σαφής ότι η σωτηρία μας εξαρτάται από αυτές τις πράξεις. Παρόλο που δεν χρειάζεται να ενστερνιστούμε ένα «Ευαγγέλιο της Απελευθέρωσης», καλούμαστε να ενσαρκώσουμε την αγάπη του Θεού πράττοντας κατά τρόπο που να ανακουφίζει όσους βρίσκονται σε κίνδυνο: τους φτωχούς, τους άπορους, τις χήρες και τους ξένους.
Συνεπώς στην παράδοση της Εκκλησίας παρατηρούμε μια διάκριση μεταξύ δύο ειδών κινδύνου: έναν κίνδυνο ύπαρξης και έναν κίνδυνο περιστασιακό. Ο κίνδυνος ύπαρξης είναι η αναπόφευκτη έκθεση μας στις εξωτερικές συνθήκες, λόγω της εγγενούς μας τρωτότητας ως κτιστά όντα. Ο περιστασιακός κίνδυνος σχετίζεται με τις συνθήκες στις οποίες εκτιθέμεθα, όπως λ.χ. ασθένεια, φτώχεια, κοινωνική τάξη, φυλή κ.ο.κ.
Σε γενικές γραμμές, ο κίνδυνος της ύπαρξης δεν μπορεί τελικά να αποφευχθεί, ενώ ο περιστασιακός κίνδυνος μπορεί να μετριαστεί με κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά, τεχνολογικά, εκπαιδευτικά και ιατρικά μέσα. Τα δύο είδη κινδύνου, ωστόσο, δεν είναι σε καμία περίπτωση χωριστά και ανεξάρτητα. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι που έχουν πληγεί από την οικονομική αστάθεια (περιστασιακός κίνδυνος) τείνουν να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο θνησιμότητας (κίνδυνος ύπαρξης). Εν ολίγοις, οι δύο κατηγορίες είναι κάπως ασαφείς και αλληλεξαρτώμενες.
Ο επιστημονικό κόσμος προσδοκά ότι μπορούμε τελικά να καταστήσουμε όλους τους κινδύνους περιστασιακούς. Εάν λάβουμε αρκετά μέτρα, μπορούμε να εξαλείψουμε εντελώς τον κίνδυνο και να γίνουμε ουσιαστικά άτρωτοι. Εν τω μεταξύ, επικαλούμαστε τη γλώσσα της προσαρμοστικότητας και υποστηρίζουμε ότι ανταπεξήλθαμε καλύτερα απ’ ό,τι πριν. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο κίνδυνος της ύπαρξης αποτελεί μια ταλαιπωρία, η οποία αν δεν εξαλειφθεί πλήρως, πρέπει να καταστεί όσο το δυνατόν διαχειρίσιμη. Η ανησυχία αναφορικά με τη συμμόρφωση στους περιορισμούς λόγω του COVID προέρχεται απ’ την επιστημονική ανησυχία ενόψει ενός κινδύνου που συνεχίζει να αντιστέκεται στην εύκολη ή συνεπή διαχείριση.
Απ’ την άλλη πλευρά υπάρχουν εκείνοι –πολλοί εκ των οποίων είναι πιστοί– που κατατάσσουν τα πάντα στον κίνδυνο της ύπαρξης. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, μόνο ο Θεός μπορεί να μας χαρίσει αυτήν την κατάσταση της απόλυτης, δίχως κινδύνους ευημερίας. Επομένως, χρειάζεται μόνο να μετριάσουμε τους πιο προφανείς κινδύνους στη ζωή μας. Τα υπόλοιπα παραμένουν, όπως ήταν, στο χέρι του Θεού, και το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να Τον εμπιστευόμαστε…
Το κομβικό σημείο αυτών των απόψεων είναι ότι και οι δύο βασίζονται στην υπόθεση ότι η απόλυτη ανθρώπινη ευημερία χαρακτηρίζεται από την ολική έλλειψη κινδύνου (δηλαδή να είμαστε άτρωτοι), είτε μέσω ανθρωπίνων μέσων (νόμοι, μόρφωση, επιστήμη ή τεχνολογία) είτε διά της χάρης του Θεού. Συνεπώς, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και αυτό το νόμισμα είναι κάλπικο, επειδή εν τέλει απορρίπτει την αγάπη, για την οποία είναι πάντα αναγκαία η έκθεση στον άλλον και γι’ αυτό ενέχει πάντα κινδύνους.
Για να γεφυρώσουμε το χάσμα που αντιμετωπίζουμε στις κοινότητες μας, θα ήταν ωφέλιμο να συνηθίσουμε να διακρίνουμε μεταξύ των δύο ειδών κινδύνου. Είναι σαφές ότι ο κίνδυνος της ύπαρξης για τη ζωή ενός πιστού Χριστιανού θα μπορούσε να συμπεριλάβει τη σύναξη στο ναό τουλάχιστον σε ομάδες δύο ή τριών ατόμων ούτως ώστε να μεταλάβουν, σύμφωνα και με τα λόγια του Ιησού (Μτ. 18:20). Θα μπορούσε όμως να λεχθεί το ίδιο, για τους κινδύνους που προκύπτουν απ’ τη σύναξη περισσοτέρων από «δύο ή τριών», ανεξάρτητα από το αν φορούν μάσκα ή από το πώς λαμβάνουν την Θεία Ευχαριστία; Αποτελεί αυτός ο κίνδυνος της ύπαρξης αναπόσπαστο στοιχείο προβολής της αγάπης του Θεού στον κόσμο ή πρόκειται για ένα ζήτημα περιστασιακού κινδύνου ο οποίος είναι δυνατόν και θα πρέπει να αποφευχθεί στα πλαίσια των γενικών παραμέτρων της παραδοσιακής πρακτικής;
Η διάκριση μεταξύ περιστασιακών κινδύνων και κινδύνων για την ύπαρξη στην εκκλησιαστική μας ζωή δεν θα είναι πάντα (ή συχνά) εύκολη. Ωστόσο, αυτή η διάκριση –δίχως να απλοποιούμε υπερβολικά τους περίπλοκους τρόπους με τους οποίους τα δυο είδη κινδύνου αλληλοσυνδέονται– μπορεί να μας βοηθήσει από ηθική σκοπιά να μην κάνουμε την τρίχα τριχιά.
Ο π. Richard René είναι υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Κολλεγίου Αγ. Μιχαήλ στην Θεολογική Σχολή του Τορόντο. Είναι υπεύθυνος για τη ποιμαντική διακονία των σωφρονιστικών ιδρυμάτων του Καναδά στη Δυτική Ακτή και διευθυντής της Ορθόδοξης Αδελφότητας Φυλακών Αγ. Σίλας (Καναδάς).