Εκκλησιολογία, Θεολογία

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ: ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΙΣ ΣΚΙΕΣ

Δημοσιεύθηκε στις: 1 Ιουνίου, 2021
Σύνολο προβολών 212
Αξιολόγηση αναγνωστών:
0
(0)
Reading Time: 5 minutes
Διαθέσιμο επίσης στα: български | English | ქართული | Română | Српски

Μιλώντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ορθοδοξία, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε γιατί είναι αναγκαία αυτή τη συζήτηση και πώς θα επηρεάσει τη θεολογία και τη θρησκευτική συνείδηση. Κατά τη γνώμη μου, οι πρωταρχικοί μας στόχοι είναι δύο: η προστασία των αδύναμων και η κοινωνική ένταξη. Σήμερα, ο διάλογος για τα ανθρώπινα δικαιώματα επηρεάζει όλο και περισσότερο την ορθόδοξη πολιτική θεολογία και την ανθρωπολογία αλλά όχι και την εκκλησιολογία. Οι ιερατικές δομές εξουσίας έχουν αιχμαλωτίσει την Ορθόδοξη εκκλησιολογική συνείδηση και ελέγχουν το όραμα για το πρότυπο, τη δομή και τα όρια της εκκλησίας. Η ενσωμάτωση στην Εκκλησία εξαρτάται από την αυθαίρετη εξουσία αυτής της ομάδας, η οποία παρεμποδίζει την εξέλιξη της ένταξης.

Ο κληρικοκεντρισμός αποτελεί χαρακτηριστικό των περισσότερων εκκλησιολογιών. Μ’ αυτό τον τρόπο, τα υπόλοιπα μέλη της Εκκλησίας θεωρούν τους κληρικούς ως το εκλεκτό της τμήμα, διότι η ιεροσύνη τους παρέχει πλεονεκτήματα, όχι μόνο πρακτικής φύσης αλλά και οντολογικής, σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες που θεωρούν ότι η χειροτονία μεταβάλλει τη φύση ενός προσώπου. Οι εκκλησιολογίες περιγράφουν την Εκκλησία έτσι που οι ιερατικές δομές καθίστανται αναπόφευκτα το επίκεντρό της και μεταβάλλουν την εικόνα της. Όταν μιλάμε για την Εκκλησία στην καθημερινότητά μας, αυτό που αμέσως μας έρχεται στο νου είναι ένας ιερέας ή ένας ναός. Αυτού του τύπου οι εκκλησιολογίες προβάλλουν τη πεποίθηση ότι εάν ένα άτομο ανήκει στην ορθή εκκλησιαστική δικαιοδοσία, συμμετέχει ορθά στην λατρεία και τα μυστήρια, ακολουθεί τις πρέπουσες πρακτικές και συσχετίζει την πίστη του με την Ορθοδοξία –το περιεχόμενο της οποίας επίσης ελέγχεται από τους κληρικούς– τότε θα σωθεί. Εκκλησιολογικές έννοιες όπως το σχίσμα, η αίρεση, η ευχαριστιακή κοινωνία κ.λπ., μετατρέπονται σε εξουσιαστικά όργανα ελέγχου. Ακόμη και ο διάλογος για τη θέση των γυναικών στην Εκκλησία έχει προσλάβει ιερατικό χαρακτήρα αφού αυτό που συζητείται κυρίως είναι το ζήτημα της ιερωσύνης των γυναικών.

Με την εκκλησιολογία, οι εκκλησιαστικές αρχές δημιουργούν μια παραλλαγή του προτύπου του «εκκλησιαστικού σώματος», με συνέπεια ορισμένα άτομα εντός της Εκκλησίας να καταπιέζονται ή ακόμη και να αποκλείονται  από αυτήν. Ταυτόχρονα, παρά την «κανονιστική βία», οι αποκλεισμένοι δεν εξαφανίζονται από την Εκκλησία. Συνεχίζουν να υπάρχουν στη σκιά της ως κάτι αλλόκοτο, ανεπιθύμητο ή απλά άβολο. Γυναίκες, ομοφυλόφιλοι, διεμφυλικοί και άλλα ιδιόρρυθμα άτομα, αβάπτιστα μωρά, ανθρώπινα έμβρυα, ζώα και άλλα μη-ανθρώπινα όντα, ιερά αντικείμενα και πράγματα, καθώς και η πολιτιστική κληρονομιά· όλα αυτά βρίσκονται στην σκιά της εκκλησίας. Είναι δύσκολο να τα εντοπίσουμε στις εκκλησιολογικές περιγραφές, αλλά η επιρροή τους στην εκκλησιαστική ζωή είναι σημαντική. Θα μπορούσε μάλιστα να συγκριθεί με τη σκοτεινή ύλη του σύμπαντος.

Το σκοτάδι μας τρομάζει ως ακατανόητο και αβέβαιο και έτσι μας προτρέπει να το αποφύγουμε, να το εκδιώξουμε απ’ την Εκκλησία και όχι να το γνωρίσουμε καλύτερα εξερευνώντας το. Για παράδειγμα, ο Ρώσος Ορθόδοξος στοχαστής Σεργκέι Φούντελ (1900-1977) πρότεινε την ιδέα του δίδυμου σκοτεινού αδερφού της Εκκλησίας για να περιγράψει αυτό το φαινόμενο. Στο βιβλίο του Στα Τείχη της Εκκλησίας (γραμμένο στη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1970), ο Φούντελ διηγείται μια ιστορία για έναν ιερέα που ανακοίνωσε στο ποίμνιό του ότι αποφάσισε να εγκαταλείψει την ιερωσύνη: «Σας εξαπάτησα για είκοσι χρόνια και τώρα πετάω τα ράσα». Η αντίδραση των ανθρώπων ήταν «κραυγές, ταραχή και κλάμα». Ωστόσο, ένας νεαρός άντρας πλησίασε στον άμβωνα και είπε: «Εξάλλου πάντα έτσι ήταν. Θυμηθείτε ότι και ο Ιούδας ήταν στο Μυστικό Δείπνο». Εν συνεχεία ο Φούντελ συμπεραίνει το εξής: «Αυτά τα λόγια, που υπενθυμίζουν την ύπαρξη ενός δίδυμου σκοτεινού αδελφού της εκκλησίας στην ιστορία, ηρέμησαν αρκετούς ή τουλάχιστον εξήγησαν κάτι. Επιπλέον, το μυστήριο δεν ακυρώθηκε λόγω της παρουσίας του Ιούδα».

Βλέπουμε ότι η συμπεριφορά του ιερέα φαίνεται αφύσικη και εντελώς αλλόκοτη από την άποψη του ποιμνίου, οδηγώντας σε σύγχυση και ανησυχία. Ο κύριος φόβος είναι η «παραβίαση του μυστηρίου», η οποία υπονομεύει την ιερατική εγγύηση για σωτηρία. Για την εκκλησιαστική συνείδηση που κυριαρχείται από μια ιερατική εκκλησιολογία, η «ακεραιότητα» της ιερατικής δομής (το μυστήριο που πραγματοποιείται στη σύναξη του λαού) είναι πιο σημαντική από ένα πρόσωπο (τον ιερέα), ο οποίος τόλμησε να ενεργήσει με ειλικρίνεια. Η αποκατάσταση της ισορροπίας συντελείται δια μέσω του στιγματισμού ενός παράξενου  «Άλλου» και κατ’ αυτόν τον τρόπο γαληνεύει τους υπόλοιπους. Ο ιερέας γίνεται ο Ιούδας που πρόδωσε τον Χριστό, ενώ ο δίδυμος σκοτεινός αδελφός του Φούντελ καθίσταται μια πλευρά της εκκλησιαστικής ζωής που πρέπει να καταπολεμηθεί και να καταδικαστεί. Η αίσθηση της ύπαρξης ενός σκοτεινού δίδυμου προκαλεί τρόμο και ο αγώνας εναντίον του έχει αναμφίβολα ιερατικά χαρακτηριστικά: σύμφωνα με τον Φούντελ ένα άτομο αφορίζει τον εαυτό του από την εκκλησία μέσω τη σχέσης με τον σκοτεινό δίδυμο και επανέρχεται σε κοινωνία μέσω της εξομολόγησης κι αφού ο ιερέας διαβάσει τη συγχωρητική ευχή.

Τέλος ο Φούντελ συμπεραίνει πως οτιδήποτε παραμορφωμένο, ακάθαρτο και σφαλερό που βλέπουμε στην Εκκλησία δεν είναι Εκκλησία. Αυτή η προσέγγιση δεν διακρίνει μεταξύ του ηθικά απαράδεκτου και του απλώς αλλόκοτου. Αμφότερα ανήκουν στον σκοτεινό δίδυμο. Δεν υφίσταται επίσης διάκριση μεταξύ αμαρτωλού και αμαρτίας, κάτι που καθιστά την έννοια του σκοτεινού δίδυμου ηθικά αμφίβολη. Η προσέγγιση του Φούντελ δεν προκαλεί έκπληξη, επειδή η έννοια του «σκοτεινού δίδυμου της Εκκλησίας» μπορεί να συμπεριληφθεί σε μια οικογένεια εκκλησιολογιών που δημιουργήθηκαν υπό την επήρεια των ιδεών του ρομαντισμού. Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει επίσης την νεότερη Ορθόδοξη εκκλησιολογική σκέψη σχεδόν στο σύνολο της· από τον Αλεξέι Χομιακόφ έως τον Κύριλλο Γοβορούν και τον Αριστοτέλη Παπανικολάου. Χαρακτηριστικό αυτής της οικογένειας των εκκλησιολογιών είναι ότι θεωρούν την εκκλησία ως ένα ενιαίο σύνολο όπου οτιδήποτε «σκοτεινό» (με την αρνητική έννοια του όρου) είτε μαραίνεται, πεθαίνει και καταρρέει είτε ορίζεται ως ασθένεια, η οποία πρέπει να καταπολεμηθεί και εν τέλει να καταστραφεί.

Ο σκοτεινός δίδυμος του Φουντέλ δεν αποτελεί μια προσπάθεια περιγραφής του ασυνήθιστου και του παράξενου, αλλά ένας τρόπος αποκλεισμού τους από την Εκκλησία. Ο μηχανισμός του αποκλεισμού (και της ένταξης) βρίσκεται υπό τον έλεγχο των ιερατικών δομών και κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται προστατευμένος από την αυθαιρεσία τους. Ο Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζ είχε πει ότι κάποτε έμεινε έκπληκτος από τα λόγια του Νικολάι Ζιόρνοφ για το πως οι Οικουμενικές Σύνοδοι έγιναν τραγωδία για την εκκλησία, επειδή τυποποίησαν αυτό που θα έπρεπε να παραμείνει ευέλικτο. «Νομίζω ότι είχε δίκιο», συμπέρανε ο Μητροπολίτης Αντώνιος.

Το παράδειγμα του Φούντελ καταδεικνύει ότι η γλώσσα της Εκκλησίας περιγράφει το παράξενο και το ασυνήθιστο μόνο με αρνητικό τρόπο. Επομένως, η σύγχρονη εκκλησιολογία έχει καθήκον να δημιουργήσει μια νέα θεολογική γλώσσα. Πρώτον, θα πρέπει να περιγράψει τα «δρώντα υποκείμενα» και τα φαινόμενα που εμπίπτουν σ’ αυτή τη σκιώδη περιοχή, δίνοντας τους το δικαίωμα να ακουστούν. Δεύτερον, θα πρέπει να το πράξει αυτό με έναν ειρηνικό τρόπο και, τρίτον, θα πρέπει να παράσχει το μεταφυσικό πλαίσιο για μια τέτοιου είδους περιγραφή. Την προσέγγιση που περιλαμβάνει τα τρία παραπάνω σημεία την ονομάζω «σκοτεινή εκκλησιολογία». Στόχος της είναι να προβάλλει την αμφισημία, την παραδοξότητα και το απρόοπτο των ιδεών μας για την εκκλησία, λαμβάνοντας υπόψη φαινόμενα που δεν υπόκεινται στη «φωτεινή» περιοχή της ιερατικής εκκλησιολογίας.

Θα πρέπει να έχουν φωνή αυτοί που ζουν στη σκιά της Εκκλησίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να συρθούν βίαια προς το φως. Εάν συγκρίνουμε την εκκλησία με ένα κτίριο, τότε τα τείχη της εκκλησίας είναι σαν τις ιεραρχικές δομές· αφήνουν τη σκιά τους. Μπορούμε να φωτίσουμε τους πάντες είτε φέρνοντάς τους στην ηλιόλουστη πλευρά είτε ισοπεδώνοντας τα τείχη. Και οι δυο αυτές πράξεις σχετίζονται με τη βία. Για να συμπεριλάβουμε τα σκιώδη δρώντα υποκείμενα στην εκκλησιολογία χωρίς τη χρήση βίας, χρειαζόμαστε μια ειδική επιστημολογία του σκοταδιού, την οποία θα παρουσιάσω στο επόμενο δοκίμιό μου αναφορικά με αυτό το θέμα.


Αυτή η εργασία προετοιμάστηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Ορθοδοξία και Αλληλεγγύη» της Σχολής Θεολογίας και Θρησκευτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Tartu στην Εσθονία με την υποστήριξη του Εσθονικού Συμβουλίου Έρευνας (υποτροφία PRG 1274).

 

Print Friendly, PDF & Email

To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία (Public Orthodoxy) επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών,των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.

Σχετικά με τον συγγραφέα

Have something on your mind?

Thanks for reading this article! If you feel that you ready to join the discussion, we welcome high-caliber unsolicited submissions. Essays may cover any topic relevant to our credo – Bridging the Ecclesial, the Academic, and the Political. Follow the link below to check our guidlines and submit your essay.

Proceed to submission page

Αξιολογήστε αυτήν τη δημοσίευση

Σας φάνηκε ενδιαφέρον αυτό το άρθρο;

Κάντε κλικ στα αστεράκια για να το αξιολογήσετε!

Average rating 0 / 5. Vote count: 0

Γίνετε ο πρώτος/η που θα αξιολογήσει αυτό το άρθρο.

Μοιραστείτε αυτήν την δημοσίευση

Contacts

Dr. Nathaniel Wood
Managing Editor
nawood@fordham.edu

Αποποίηση ευθυνών

Public Orthodoxy seeks to promote conversation by providing a forum for diverse perspectives on contemporary issues related to Orthodox Christianity. The positions expressed in the articles on this website are solely the author’s and do not necessarily represent the views of the editors or the Orthodox Christian Studies Center.

Σχετικά με το έργο

Μια Δημοσίευση του Κέντρου Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου
Φόρντχαμ