Τζόνι Ζαβιτσάνος (Joni Zavitsanos)

«Ποιος είναι ο πλησίον μου;» Αυτή η ερώτηση που τίθεται συνεσταλμένα από έναν επιδέξιο νομοδιδάσκαλο και ζητά μια εύκολη απάντηση, έχει ήδη απαντηθεί ποιητικότατα από τον Χριστό στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη. Η ιστορία διηγείται για έναν άντρα που τον λήστεψαν, τον ξυλοκόπησαν και τον άφησαν μισοπεθαμένο στην άκρη του δρόμου. Πολλοί δήθεν ευγενείς πέρασαν από δίπλα του και δεν του πρόσφεραν καμία βοήθεια, ενώ τελικά ένας αλλόθρησκος ξένος τον βοήθησε γεμάτος συμπόνια και έγινε ο αφανής ήρωας της ημέρας. Η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη ήταν ιδιαίτερα διορατική για εκείνη την εποχή, αλλά τη θεωρώ επίκαιρη και στον δικό μας μετα-πανδημικό κόσμο.
Έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος από τότε που άρχισα να δουλεύω πάνω σε ένα έργο τέχνης προς τιμή όλων όσων χάθηκαν στο Χιούστον του Τέξας λόγω του Covid-19. Έχω ερευνήσει αναγγελλίες θανάτου, άρθρα ειδήσεων, τηλεοπτικά προγράμματα και έχω περάσει κυριολεκτικά χιλιάδες ώρες προσπαθώντας να βάλω ένα όνομα και ένα πρόσωπο στον καθέναν από τους 7.000 θανάτους που έχουν συμβεί εντός και γύρω απ’ την πόλη μου. Τόσες ιστορίες έγιναν γνωστές απ’ αυτή την εργασία· καθώς και η μοναξιά, η απομόνωση, ο χωρισμός οικογενειών, η ανικανότητα να θρηνήσεις και να κηδεύσεις τους αγαπημένους σου, η ψυχική ένταση. Tόση θλίψη.

Αναζητώντας ονόματα και φωτογραφίες, έπεσα πάνω σε μια άλλη τραγωδία που εκτυλίχθηκε εντός της πανδημίας. Ένα άρθρο δημοσιεύθηκε στις αρχές του Απριλίου 2020 σχετικά με το θάνατο ενός φυλακισμένου στο Τέξας λόγω Covid. Ο Μπαρτόλο Ινφάτε ήταν ένας κρατούμενος 72 χρονών και είχε ήδη υποκείμενα νοσήματα (όπως οι περισσότεροι κρατούμενοι, απ’ ό,τι έμαθα). Πέθανε στις 2 Απριλίου, μία μέρα μετά τον θάνατο του σωφρονιστικού υπάλληλου Κέβιν Γουΐλτσερ απ’ τον ίδιο ιό. Αυτοί οι θάνατοι με ώθησαν να επισκεφτώ τον ιστότοπο του Τμήματος Ποινικής Δικαιοσύνης του Τέξας για να δω αν υπήρχαν και άλλοι. Διαπίστωσα τότε ότι τα κρούσματα στις φυλακές ήταν συγκλονιστικά. Ουσιαστικά, οι θάνατοι στις φυλακές είναι τόσοι πολλοί όσο και στα γηροκομεία. Εκατοντάδες φυλακισμένοι, καθώς και ορισμένοι φρουροί που αντιστάθηκαν στις αντιξοότητες πέθαναν από τον ιό. Πρόκειται για άνδρες, γυναίκες, μαύρους και λευκούς κάθε ηλικίας και εθνικότητας, κάθε χρώματος και θρησκείας. Ο ιός όμως τους στέρησε τη ζωή ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά τους.
Όλοι αυτοί οι άνδρες και οι γυναίκες που φυλακίστηκαν για διάφορα αδικήματα, από μικροκλοπές και πταίσματα για χρήση ναρκωτικών έως σοβαρότερα εγκλήματα όπως βιασμοί και δολοφονίες, είχαν στεγαστεί σε σωφρονιστικά ιδρύματα που εγκαταλείφθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Για μια φυλακή που στεγάζει 300-350 κρατουμένους, πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 30-35 φρουροί ούτως ώστε να τηρείται η τάξη και να πληρούνται οι βασικές ανάγκες των κρατουμένων. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι φυλακές είχαν στη καλύτερη περίπτωση 2 με 3 σωφρονιστικούς υπαλλήλους που εργάζονταν. Είμαι σίγουρη ότι οι άντρες πίσω απ’ τα κάγκελα δεν είχαν ιδέα γιατί, αλλά διάβασα άρθρα, στα οποία περιγράφονται τα παράπονα των κρατουμένων σχετικά με το ό,τι δεν είχαν καθαρά κρεβάτια, χαρτί τουαλέτας, κατάλληλο φαγητό και δεν τους επέτρεπαν να χρησιμοποιούν απολυμαντικό χεριών, που θεωρείται απαγορευμένη ουσία. Επιπλέον ήταν στοιβαγμένοι με το ένα κρεβάτι δίπλα στο άλλο και κάλυπταν το στόμα τους με κάλτσες και κουβέρτες για να προστατευτούν εκείνη την περίοδο που ο ιός θέριζε τα πάντα στο διάβα του.
Θυμάμαι το τηλεφώνημα που έκανα στην Τζομέτρα, η οποία δεν είχε δει τον πατέρα της πάνω από 20 χρόνια, αφότου φυλακίστηκε για κλοπή, καθώς η φυλακή ήταν αρκετά μακριά απ’ την πόλη και τη δουλειά της. Ήταν ενημερωμένη σχετικά με την αρρώστια του πατέρα της και του θανάτου του λόγω Covid στο νοσοκομείο Γκάλβεστον, εκεί όπου στέλνονταν οι περισσότεροι φυλακισμένοι απ’ το Τέξας, οι οποίοι είχαν προσβληθεί απ’ τον ιό. Περιέγραψε τον μπαμπά της με τόσο κολακευτικά λόγια. Τον καλούσε με το χαϊδευτικό του όνομα «Το Γεράκι». Ο πατέρας της είχε υπηρετήσει στο Βιετνάμ και ήταν ταλαντούχος σε πολλούς δημιουργικούς τομείς. Κυρίως, μου είπε, αγαπούσε τον Θεό και την εκκλησία, ενώ το σπίτι του ήταν πάντα ανοιχτό στον οποιονδήποτε. Της είπα πόσο λυπάμαι για την απώλεια της, καθώς ο πατέρας της έπρεπε να βγει απ’ τη φυλακή, αλλά κατά τη διάρκεια της πανδημίας «το δεξί χέρι δεν γνώριζε τι έκανε το αριστερό». Τότε αυτή μου απάντησε: «Το δεξί χέρι δεν νοιαζόταν τι έκανε το αριστερό».
Μίλησα επίσης με τον Ώστιν, γιο του Ρότζερ. Ο Ρότζερ ήταν σε ένα ίδρυμα επανένταξης, ένα μέρος όπου οι τρόφιμοι αποστέλλονται πριν τους επιτραπεί να επιστρέψουν στην κοινωνία. Εκεί δεν διαμένουν σκληροί εγκληματίες αλλά όσοι έχουν διαπράξει πταίσματα ή παραβίασαν τις οδηγίες της αστυνομικής επιτήρησης. Για τον Ρότζερ, όπως και για πολλούς άλλους, η μέρα της αποφυλάκισής του είχε έρθει αλλά παρέμεινε κλεισμένος. Ο γιος του είχε ένα τροχόσπιτο στο μέρος που ζούσε με την οικογένειά του και ήταν έτοιμος να τον στεγάσει εκεί, αλλά αυτό τελικά δεν έγινε. Οι εβδομαδιαίες τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ πατέρα και γιου έγιναν όλο και πιο δύσκολες, καθώς η υγεία του Ρότζερ χειροτέρευε. Στο τελευταίο τηλεφώνημα μπόρεσε μονάχα να ψιθυρίσει λίγα λόγια αγάπης για τον γιό του και την οικογένειά του. Ο Ρότζερ πέθανε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19 στο ίδρυμα επανένταξης μαζί με άλλους φίλους του που ήταν κλεισμένοι εκεί. Έχασε και την τελευταία ελπίδα να ξαναδεί την οικογένειά του σ’ αυτή τη γη, ενώ ο γιος του ο Ώστιν ζει τώρα με αυτόν τον πόνο στην καρδιά του.
Υπάρχουν πολλές άλλες τραγικές ιστορίες όπως αυτές για τον Ρότζερ και το «Γεράκι». Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης λέει το εξής: «Οι Άγιοι ήταν άνθρωποι όμοιοι μ᾽ εμάς. Πολλοί απ᾽ αυτούς είχαν μεγάλες αμαρτίες, αλλά με την μετάνοια πέτυχαν την Ουράνια Βασιλεία». Αξίζει να ειπωθούν οι ιστορίες και τα ονόματα αυτών των ανθρώπων: Αντόνιο, Τζέραλντ, Τίμοθι, Χοσέ, Ντάνιελ, Πρέστον, Γκουστάβο, Θίοντορ, Τζόνι, Αλόνζο, Έντουαρντ, Σέντρικ, Ρόλστον, Βαλεντίν, Τζίμι, Μάϊκλ, Τζέιμς, Τζερόμ, Γουίλιαμ, Σέντρικ, Φερνάντο, Φράνσις, Σύλβια, Νικόλ, Ντέιβιντ, Χεσούς, Ρότζερ, Νίκολας, Μέλβιν, Τόμας…
Αυτοί οι άνθρωποι είναι όπως ο τραυματισμένος της παραβολής. Είναι ακάθαρτοι και λερωμένοι. Φορτωμένοι με το βάρος του εγκλήματος που κάποτε διέπραξαν. Είναι οι απόβλητοι της κοινωνίας, αυτοί που απορρίπτονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ, σαν να μην είχαν σημασία. Οι ιστορίες τους με κρατούν ξύπνια ως αργά το βράδυ, με κάνουν να νιώθω τον πόνο και την απώλεια, ενώ αδυνατώ να τους δώσω ένα χέρι βοηθείας. Ποιος είναι ο πλησίον μου; Δυστυχώς η απάντηση είναι προφανής. Οι πλησίον μου είναι αυτοί που ήταν άρρωστοι και μόνοι, ενώ εγώ δεν τους έδινα σημασία.
Η Τζόνι Ζαβιτσάνος είναι καλλιτέχνης που ζει στο Χιούστον του Τέξας. Δημιούργησε ένα αφιέρωμα με τίτλο «Ζωντανές Εικόνες: Στη μνημη των Θυμάτων της Πανδημίας Covid-19 στο Χιούστον». Έως τώρα έχει συλλέξει 500 φωτογραφίες από τους 7.000 που πέθαναν στη γενέτειρά της. Εις μνήμη της ελληνικής της καταγωγής και της Ορθόδοξης πίστης, καθώς και εις μνήμη του αγιογράφου πατέρα της Διαμαντή Κασσή, έχει απεικονίσει κάθε θύμα του κορονοϊού με ένα χρυσό φωτοστέφανο. To έργο της τράβηξε την προσοχή του Μουσείο Υγείας και Ιατρικής Επιστήμης John P. McGovern, όπου θα φιλοξενηθεί το αφιέρωμά της σε έκθεση τον Οκτώβριο του 2021 έως τον Φεβρουάριο του 2022. Κατά την έναρξη της έκθεσης θα πραγματοποιηθεί μνημόσυνο και δεξίωση για τις οικογένειες των θυμάτων. Επί του παρόντος η Τζόνι αναζητά έναν χώρο στο Χιούστον για να στεγάσει το έργο της.