
Η Ορθόδοξη τέχνη, κυρίως των ανατολικών περιοχών της Ευρώπης έχει ακόμη πολλά να προσφέρει, ωστόσο έχει υποτιμηθεί και βρίσκεται στο περιθώριο της έρευνας. Εκτός των τοπικών κοινοτήτων και των κύκλων των ακαδημαϊκών ειδικών, σχετικά λίγα είναι γνωστά για τους λαούς, τους πολιτισμούς και την ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον Μεσαίωνα και την Πρώιμη νεότερη περίοδο, των οποίων η έρευνα έχει διαχωριστεί μεταξύ Δυτικής παράδοσης και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων και των αιώνων μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ενώ ελάχιστα σημεία επαφής και ανταλλαγής μεταξύ των δύο ερευνώνται ή συζητούνται στις τάξεις των πανεπιστημίων. Η ιστορία, η τέχνη, ο πολιτισμός της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και η πλούσια Ορθόδοξη καλλιτεχνική παραγωγή αυτών των χωρών, έχουν αποκλειστεί με αποτέλεσμα να μην εμπίπτουν στη γεωγραφική, θεματική, πολιτισμική και χρονική αρμοδιότητα της ιστορίας της τέχνης. Ουσιαστικά, η Ορθόδοξη τέχνη δημιουργεί προβλήματα στους τεχνητούς χρονικούς διαχωρισμούς και τα γεωγραφικά όρια της ιστορίας της τέχνης, αλλά η περαιτέρω έρευνα μπορεί να βελτιώσει αυτήν την εικόνα αναδεικνύοντας φωνές που εδώ και καιρό είναι σιωπηλές (ή έχουν αποσιωπηθεί).
Ανακολουθίες και διαφωνίες σχετικά με τον γεωγραφικό προσδιορισμό της Ανατολικής Ευρώπης συνέβαλαν στην περιθωριοποίηση του Ορθόδοξου πολιτισμικού πεδίου. Αυτό που συγκροτεί την Ανατολική, Νοτιοανατολική, Κεντρική ή Κεντροανατολική Ευρώπη είναι κάτι που έχει μεταβληθεί με την πάροδο του χρόνου. Οι περιοχές της Βαλκανικής Χερσονήσου, τα Καρπάθια Όρη και οι βορειότερες περιοχές που βρίσκονται στη Ρωσία έχουν συμπεριληφθεί στον ευρωπαϊκό χώρο σε συγκεκριμένες περιόδους και συζητήσεις, ενώ σε άλλες περιπτώσεις έχουν αποκλειστεί και αγνοηθεί παντελώς. Για ένα μεγάλο διάστημα κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα και την Πρώιμη νεότερη περίοδο, οι περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης –τα πριγκιπάτα της Βλαχίας, τη Μολδαβίας, της Τρανσυλβανίας γύρω από τα Καρπάθια Όρη (που αργότερα διαμόρφωσαν τη σημερινή Ρουμανία), οι Ρως του Κιέβου, η Μοσχοβία, η Σερβία και η Βουλγαρία– βίωσαν πολλές μεταβολές στα πολιτικά σύνορα που περιπλέκουν την εικόνα. Σήμερα αυτά τα εδάφη εντοπίζονται σε πολλές διαφορετικές χώρες, κάθε μια με τη δική της γλώσσα και έθιμα. Η ιστορία είναι πολύπλοκη αλλά και πλούσια, γι’ αυτό μπορεί να συνεισφέρει δεόντως στην κατανόησή μας για τη διασύνδεση του μεσαιωνικού κόσμου και των διαφορετικών παραδόσεων που συνέβαλαν στην ανάπτυξη των τοπικών εθίμων και των εικονογραφικών τεχνοτροπιών.
Πράγματι, η Ανατολική Ευρώπη βρίσκεται εδώ και πολύ καιρό στο σταυροδρόμι ανταγωνιστικών παραδόσεων και κοσμοθεωρήσεων– μεταξύ αυτών η Λατινική, η Ελληνική και η Σλαβική– οι οποίες επηρέαζαν τις τοπικές πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές, θρησκευτικές, πολιτισμικές και καλλιτεχνικές εξελίξεις. Ωστόσο, οι ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής και στη σύγχρονη περίοδο οι πολιτικές και εθνικιστικές προσεγγίσεις, έχουν ενισχύσει την τάση να εξετάζεται κάθε περιοχή ξεχωριστά, αποτρέποντας τους ερευνητές να αναρωτηθούν για το εάν οι διάφορες πτυχές των τοπικών εξελίξεων μπορούν να θεωρηθούν εκφράσεις κοινών ιστοριών. Για μεγάλο διάστημα κατά τον εικοστό αιώνα οι ιδεολογικές προσεγγίσεις, οι προκαταλήψεις στη συγγραφή της ιστορίας και οι δυσκολίες φυσικής και ερευνητικής πρόσβασης στην Ανατολική Ευρώπη συνέβαλαν στην ύπαρξη αυτού του ζητήματος. Το Σιδηρούν Παραπέτασμα δημιούργησε επίσης πρακτικά και ιδεολογικά εμπόδια, διαχωρίζοντας τον Ανατολικό Χριστιανικό πολιτισμικό χώρο απ’ το μεγαλύτερο τμήμα της υπόλοιπής ευρωπαϊκής ηπείρου. Η πρόσβαση σε λαούς, τόπους και γνώση ήταν περιορισμένη.
Τώρα όμως η παγκόσμια προσπάθεια που καταβάλλεται στους τομείς των Μεσαιωνικών και Βυζαντινών Σπουδών ενθαρρύνει και την έρευνα στη μεθόριο του μεσαιωνικού κόσμου, επιτρέποντας τη φανέρωση μιας πιο σαφούς εικόνας για τις περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης. Η πνευματική δύναμη του Βυζαντίου είχε τεράστιο αντίκτυπο σ’ αυτά τα εδάφη, ιδιαίτερα εμφανή στην καλλιτεχνική σφαίρα. Η επιρροή αυτή συνεχίστηκε έως την άλωση της Κωνσταντινούπολης και ιδίως στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης διαδραμάτισαν εξέχοντα ρόλο στη συνέχιση και στην αναδιαμόρφωση της βυζαντινής τέχνης και του πολιτισμού μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας.

Ο συλλογικός τόμος Byzantium in Eastern European Visual Culture in the Late Middle Ages (Brill, 2020) [Το Βυζάντιο στον Ανατολικοευρωπαϊκό Οπτικό Πολιτισμό κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα], την επιμέλεια του οποίου ανέλαβαν η Maria Alessia Rossi και η Alice Isabella Sullivan συμβάλλει στη διεξοδικότερη κατανόηση του φαινομένου. Ο τόμος ασχολείται με ζητήματα πολιτιστικών επαφών και καλλιτεχνικής χορηγίας, καθώς και με τον μετασχηματισμό και την οικειοποίηση των βυζαντινών καλλιτεχνικών, πολιτισμικών, θεολογικών και πολιτικών μοντέλων από τις τοπικές παραδόσεις, όπως φανερώνονται στην αρχιτεκτονική, στους εικονογραφικούς μνημειακούς κύκλους, στις εικόνες, στη γλυπτική, στα υφάσματα, στα γραπτά κείμενα και στις τελετές της Ανατολικής Ευρώπης. Ειδικότερα, ο τόμος αυτός εξετάζει περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης –την κάθε μια ανεξάρτητα αλλά και σε σχέση με τις εξελίξεις στη βυζαντινή πολιτιστική σφαίρα– όπως την Κροατία, τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, τη Σερβία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Ρωσία μεταξύ του 14ου και του 16ου αιώνα. Επιπλέον αμφισβητεί παλαιότερες υποθέσεις σχετικά με την καλλιτεχνική παραγωγή σ’ αυτά τα εδάφη, ενώ τοποθετεί την Ορθόδοξη τέχνη στον χάρτη της ιστορίας της τέχνης.
Πρωτίστως, αυτό που καταλαμβάνει κεντρική θέση σ’ αυτό το έργο, είναι η οφειλή των τοπικών εξελίξεων στην Ορθόδοξη τέχνη, την αρχιτεκτονική και τον οπτικό πολιτισμό στις καλλιτεχνικές μορφές που υιοθετήθηκαν από αλλού και κυρίως απ’ το Βυζάντιο. Μολονότι οι ιστορικοί έχουν αντιμετωπίσει το ζήτημα της «επιρροής» του Βυζαντίου στη διαμόρφωση της πολιτισμικής, θρησκευτικής και πολιτικής ζωής των περιοχών της Ανατολικής Ευρώπης, η εικόνα που αναδύθηκε αρχικά τόνιζε τη δυναμική μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, με την Κωνσταντινούπολη ως την ιδεολογικά ανώτερη δύναμη, η οποία ασκούσε κυρίαρχη πολιτισμική επιρροή σ’ όλο τον Ανατολικό Ορθόδοξο χώρο. Ωστόσο τα γραπτά, τα αντικείμενα και τα εικαστικά στοιχεία που ερευνήθηκαν αποκαλύπτουν τη δημιουργικότητα και την ευφυΐα που λειτουργούσαν στις επαφές ανάμεσα σε παραδόσεις που συναγωνίζονταν στο κάθε τοπικό πλαίσιο.
Παρόλο που η τέχνη, η αρχιτεκτονική και ο οπτικός πολιτισμός της λεγόμενης Μεταβυζαντινής περιόδου έχουν από καιρό απαξιωθεί ως δευτερογενή και στερούμενα πρωτοτυπίας θέματα, στην πραγματικότητα αποτελούν μια πλούσια, δυναμική καλλιτεχνική παραγωγή, παρόμοια με αυτή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο αποκορύφωμα της δόξας της. Η κατάρρευση του Βυζαντίου δεν έθεσε τέλος στη δημιουργικότητα και την εξέλιξη του πολιτισμού. Αντίθετα συνέβαλε στις μετακινήσεις ανθρώπων, αντικειμένων και ιδεών πέρα από τα καθορισμένα σύνορα, οι οποίες διευκόλυναν τις διαπολιτισμικές επαφές και ενέπνευσαν την τοπική παραγωγή και τον τρόπο ζωής. Τα υλικά αποδεικτικά στοιχεία που ερευνώνται από κοινού με τις γραπτές ιστορικές πηγές μπορούν να εμπλουτίσουν την εικόνα μας για την τοπική μοναδικότητα και τη διασύνδεση των πολιτισμικών περιοχών της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και για τις πολύπλευρες διαστάσεις της Ορθόδοξης τέχνης.
Όπως αποκαλύπτει αυτό το νέο βιβλίο, οι περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης δεν είναι απλά μέρη που «επηρεάστηκαν» από κάπου αλλού. Αντ’ αυτού αυτές οι τοποθεσίες αποτελούν δυναμικά δίκτυα επαφών και ανταλλαγών που επιτρέπουν στους ερευνητές να σκιαγραφήσουν μια πιο σύνθετη εικόνα σχετικά με την κατά τόπους καλλιτεχνική εξέλιξη, τις πολιτισμικές μορφές και την κοινή παράδοση. Το βιβλίο προσφέρει παραδείγματα για το πως μπορούμε να αρχίσουμε τη διαλεύκανση των ποικίλων διαστάσεων της Ορθόδοξης τέχνης, της αρχιτεκτονικής και του οπτικού πολιτισμού στην Ανατολική Ευρώπη, συνεχίζοντας να επεκτείνουμε τις χρονικές και γεωγραφικές παραμέτρους της μελέτης της μεσαιωνικής, Βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης, καθώς και να χαρτογραφήσουμε την πολλαπλότητα των επαφών που εκτείνονται από τον Ύστερο Μεσαίωνα έως την Πρώιμη νεότερη περίοδο.
Η Βάπτιση του Χριστού, 1327-35 περ. Ι. Ν. Χριστού Παντοκράτορος, Ι.Μ. Βισόκι Ντέτσανι. Νότια Πύλη. (Platoneum Publishing). Ακριβές αντίγραφο του πίνακα των Αγ. Πέτρου και Παύλου, δεύτερο ήμισυ του 13ου αιώνα. Αυγοτέμπερα σε ξύλο. (74 x 29 εκ) από το Θησαυροφυλάκιο του Βατικανού. Τη δημιουργία του αντιγράφου ανέλαβε το Εθνικό Μουσείο του Βελιγραδίου και ολοκλήρωσε η Ζντένκα Ζίβκοβιτς το 1967. (Η φωτογραφία προέρχεται από το Εθνικό Μουσείο Βελιγραδίου). Επιτάφιος Αήρ από τη Βλαχία, 1535 (68.1 x 54.1 εκ.). Συλλογή Burton Y. Berry, στο Μουσείο Τέχνης Eskenazi, Πανεπιστήμιο Bloomington της Ιντιάνα 72.2.6 (Η φωτογραφία έγινε από τον Kevin Montague). Ι.Ν. Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, 1532-37. Άποψη από τα δυτικά, I.M. της Μολδοβίτσα. Μολδαβία, Ρουμανία. (Η φωτογραφία έγινε από την Alice Isabella Sullivan).
Αυτός ο συλλογικός τόμος είναι ο πρώτος μιας εκδοτικής σειράς που αποσκοπεί στην ανάδειξη της αξίας της Ορθόδοξης τέχνης, καθώς και των καλλιτεχνικών και πολιτισμικών παραδόσεων της Ανατολικής Ευρώπης. Η προσπάθεια αυτή είναι μέρος της ερευνητικής πρωτοβουλίας Βόρεια του Βυζαντίου, η οποία πραγματεύεται τη διερεύνηση της καλλιτεχνικής παραγωγής της βόρειας μεθορίου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ανατολική Ευρώπη.