Δημόσια ζωή, Θρησκεία και Πολιτική

ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΙ, ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ, ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΝΟΙ: ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ

Δημοσιεύθηκε στις: 17 Ιουνίου, 2021
Σύνολο προβολών 284
Αξιολόγηση αναγνωστών:
0
(0)
Reading Time: 6 minutes
Διαθέσιμο επίσης στα: български | English | ქართული | Română | Русский | Српски

Από τον Nidhin Donald

Πριν λίγες μέρες τηλεφώνησα έναν Ιησουίτη ιερέα στη Μπιχάρ (μια από τις ανατολικές πολιτείες της Ινδίας) για να μοιραστεί μαζί μου τις σκέψεις του αναφορικά με τις συνθήκες των Χριστιανών εν μέσω της συνεχιζόμενης πανδημίας. Ξαφνιάστηκε από την ερώτηση και τόνισε το εξής: οι πλούσιοι επιβιώνουν και οι φτωχοί πεθαίνουν, αυτή είναι η ιστορία της πανδημίας. Οι Χριστιανοί, όπως και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι στην Ινδία γνωρίζουν καλά αυτόν τον κανόνα. Σύμφωνα με τον ίδιο δεν υφίσταται κάποια ξεχωριστή χριστιανική οπτική γωνία όσον αφορά την πανδημία. Η απάντησή του ήταν κατανοητή. Έχοντας εργαστεί σε μια από τις φτωχότερες και υποχρηματοδοτούμενες, πολιτείες της Ινδίας, σ’ όλη του τη ζωή, τα προβλήαματα του συστήματων των τάξεων και των καστών είναι γι αυτόν προφανή. Έτσι, η συζήτηση αποκλειστικά για τους Χριστιανούς και τον Χριστιανισμό, ειδικά μεσούσης της πανδημίας, δεν αποτελεί προτεραιότητα.

Λιγότερο από το 3% των Ινδών είναι Χριστιανοί. Ωστόσο, ο απόλυτος αριθμός τους συγκρίνεται με τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ισπανίας, της Κένυας, της Πολωνίας και της Ουκρανίας. Πράγματι, υπάρχουν περισσότεροι Χριστιανοί στην Ινδία απ’ ό,τι στη Βενεζουέλα. Οι Χριστιανοί δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένοι στη χώρα. Οι μισοί από αυτούς βρίσκονται στις νότιες πολιτείες της χερσονήσου, Κέραλα, Ταμίλ Νάντου, Καρνατάκα, Τελανγκάνα και Άντρα Πραντές (μόνο στην Κέραλα, ζει το 22% του συνολικού πληθυσμού των Χριστιανών). Όσον αφορά το υπόλοιπο μισό, σχεδόν το 80% είναι κατανεμημένο στις ανατολικές και βορειοανατολικές πολιτείες της Ινδίας και οι υπόλοιποι στις δυτικές, βόρειες και κεντρικές πολιτείες. Ο πληθυσμός αυτός διαχωρίζεται περαιτέρω σύμφωνα με την ομολογία, την κάστα, την εθνότητα, τη γλώσσα, τα ταξικά συμφέροντα και τις πολιτικές πεποιθήσεις. Όλοι αυτοί οι παράγοντες καθιστούν τις γενικεύσεις που βασίζονται στη θρησκεία ένα προβληματικό ζήτημα σε εθνική κλίμακα. Λόγω της ομολογιακής ποικιλίας, οι χριστιανικοί πληθυσμοί συνδέονται με διαφορετικές ομάδες της πολιτικής κοινωνίας και παγκόσμια δίκτυα.

Ανεξάρτητα από αυτούς τους ηθικούς και μεθοδολογικούς περιορισμούς, μπορώ να σκεφτώ τρία ζητήματα, στα οποία αξίζει να αναφερθώ. Πρώτον, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, η πανδημία έχει μεταβάλλει τον τρόπο της  χριστιανικής λατρείας, της προσφοράς βοήθειας και της ποιμαντικής φροντίδας στην Ινδία. Οι κυρίαρχες ομολογίες έχουν αποφύγει προσεκτικά τις κοινές προσευχές και τους εορτασμούς, ενώ, όπου είναι δυνατόν, έχουν επιλέξει τεχνολογικές λύσεις. Ωστόσο, το διαδίκτυο έχει και τα μειονεκτήματά του· έχει μειώσει τα έσοδα διάφορων εκκλησιών που εξαρτώνται από τις ατομικές εισφορές για την κάλυψη μισθών και άλλων εξόδων. Οι γάμοι έχουν αναβληθεί επ’ αόριστον, ενώ έχουν τεθεί σε εφαρμογή και οι τυποποιημένοι κανόνες όπως η αποφυγή κοινωνικών επαφών, η χρήση απολυμαντικού, η τακτική απολύμανση των ναών και η χρήση θερμομέτρων χωρίς επαφή για την εξέταση των επισκεπτών. Οι κηδείες και άλλες συναφείς τελετουργίες έχουν τροποποιηθεί σύμφωνα με τις κρατικές οδηγίες και διαταγές και όχι μόνο μια φορά, με βάση τις ανάγκες των αντίστοιχων ομολογιών και επισκοπών. Εκτός από αυτό, η υψηλή θνησιμότητα του δεύτερου κύματος της πανδημίας ανάγκασε πολλές χριστιανικές οικογένειες να επιλέξουν την αποτέφρωση για να μην παρουσιαστεί υπερπληρότητα στα νεκροταφεία. Μεταξύ των εύπορων Χριστιανών, που σημαντικό κομμάτι τους ζει στη διασπορά, οι κηδείες μέσω διαδικτύου και οι οικιακές τελετές ήταν διαδεδομένες ήδη πριν από την πανδημία, ενώ η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας για τις καθημερινές τελετές μπορεί ενδεχομένως να συνεχίσει να ακμάζει και στο μέλλον. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας αποδείχθηκε ότι λίγες τελετές είναι «απολύτως αναγκαίες». Σε τελευταία ανάλυση οι εκκλησίες έπρεπε να ακολουθήσουν τους κανόνες που έθεσε το κράτος, κάτι το οποίο έγινε χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις.

Η κεντρική κυβέρνηση είχε λάβει ελάχιστα μέτρα και λόγω της αμέλειάς της βρέθηκε απροετοίμαστη ενόψει του δεύτερου κύματος της πανδημίας. Οι ιστορίες για την έλλειψη οξυγόνου, τους ανώνυμους μαζικούς τάφους, τα επιπλέοντα πτώματα και το υπό κατάρρευση σύστημα υγειονομικής περίθαλψης στην Ινδία έγιναν γνωστές παγκοσμίως. Εκκλησίες που ελέγχουν ένα σημαντικό αριθμό ιδιωτικών νοσοκομείων προσπάθησαν να διασφαλίσουν –έστω και τυπικά–  ότι οι ασθενείς κορωνοϊού δεν θα υπερχρεωθούν, τουλάχιστον επίσημα, ενώ ξεκίνησαν και τηλεδιαβουλεύσεις για τους απόρους. Πολλοί ναοί μετατράπηκαν σε κέντρα φροντίδας για ασθενείς με κορωνοϊό. Η Καθολική Ένωση Υγείας της Ινδίας και ο Χριστιανικός Συνασπισμός Υγείας της Ινδίας παραχώρησαν το ευρύ νοσοκομειακό τους δίκτυο και άλλες συναφείς εγκαταστάσεις για να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του COVID και συνεργάζονται στενά με τις αντίστοιχες πολιτειακές κυβερνήσεις. Οι Εκκλησίες στην Ινδία συνεισέφεραν επίσης παρέχοντας βοήθεια στους εσωτερικούς μετανάστες που έχασαν την δουλειά τους λόγω της πανδημίας. Εξαιτίας των απαιτήσεων του λειτουργήματός τους,  πολλοί ιερείς –οι περισσότεροι από αυτούς νέοι, σαραντάρηδες,– έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύματος. Όμως, ενώ από τη μια πλευρά βλέπουμε χριστιανικά ιδρύματα, ειδικότερα νοσοκομεία και προγράμματα παροχής βοήθειας να προσφέρουν υποστήριξη για να σωθούν ζωές, από την άλλη πλευρά βλέπουμε να διοργανώνονται εκδηλώσεις που οδηγούν στη διασπορά του ιού, όπως μαζικές προσκυνηματικές εκδρομές, –ορισμένες φορές μάλιστα αντίθετα με τις εντολές των ανώτερων επισκοπικών οργάνων– εξαναγκάζοντας την κρατική διοίκηση να ασκεί διώξεις εναντίον ιερέων και λαϊκών.

Το δεύτερο ζήτημα είναι ότι ορισμένα δεξιά ινδικά μέσα ενημέρωσης  επινοούν με ζήλο ιστορίες εναντίον των χριστιανών και των μειονοτήτων μέσα στην πανδημία. Ακολουθούν ένα ύπουλο μοντέλο προπαγάνδας, το οποίο προβάλλει τον Χριστιανό ως αντίπαλο –μη λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία των Χριστιανών– που απειλεί τον ινδουιστικό πληθυσμό με κρυφό προσηλυτισμό. Δείτε για παράδειγμα αυτή την ιστορία που προβλήθηκε σε μια τέτοια ιστοσελίδα: μια νεαρή γιατρός από την πολιτεία Μάντια Πραντές «συνελήφθη» με ένα φυλλάδιο που περιείχε πληροφορίες για χριστιανικές ιστοσελίδες και προσευχές. Αμέσως ανακρίθηκε από την εθνικιστική ινδουιστική οργάνωση Rashtriya Swayamsevak Sangh και την αστυνομία, ενώ την έρευνα ανέλαβε τελικά ο tehsildar ή ο υποτμηματάρχης δικαστικός.  Η νεαρή γυναίκα είναι κρατική υπάλληλος και προφανώς συμμετείχε σε πρόγραμμα ενημέρωσης διανέμοντας φυλλάδια «πόρτα-πόρτα». Μπορεί να αντιμετωπίσει κατηγορίες βάσει των αμφιλεγόμενων διατάξεων του νόμου κατά του προσηλυτισμού στην πολιτεία Μάντια Πράντες. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας πολλές πολιτείες που κυβερνούνται από το Ινδικό Λαϊκό Κόμμα αυστηροποίησαν τη νομοθεσία απαγορεύοντας τη μεταστροφή σε άλλη θρησκεία σε περίπτωση γάμου. Αυτοί οι νόμοι είναι γνωστοί ως νομοθεσία «τζιχάντ της αγάπης» (Love Jihad Laws). Αρκετές ιστοσελίδες στην Ινδία ισχυρίστηκαν ότι οι εκκλησίες έχουν εκμεταλλευθεί το φιλανθρωπικό τους έργο κατά τη διάρκεια της πανδημίας για να προσηλυτίσουν, καθώς και για «την εμφύτευση εκκλησιών». Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι κακόβουλοι και ανεπαλήθευτοι, ωστόσο, εξαπλώνονται σαν πυρκαγιά στο διαδικτυακό δάσος. Η προπαγανδιστική μηχανή είναι αμετάβλητη στην Ινδία. Οι Χριστιανοί πάντα θεωρούνται ως δυνητικά ύποπτοι στην αναπτυσσόμενη εθνική ινδική κουλτούρα. Επομένως, οποιαδήποτε αντίδραση ή συμμετοχή εκ μέρους των Χριστιανών κατά τη διάρκεια μιας κρίσης ή και σε ομαλές συνθήκες είναι δυνατόν να παρερμηνευθεί. Αυτή η κληρονομιά της υποψίας ανάγεται στο εθνικιστικό κίνημα της Ινδίας.

Τρίτον, ενώ οι Ινδουιστές προπαγανδιστές συντηρούν ζωντανό το φόβο για τον «χριστιανό αντίπαλο», είμαστε αντιμέτωποι και με Χριστιανούς που διαδίδουν τη δική τους εκδοχή παραπληροφόρησης όσον αφορά τον ιό, τα αίτια και τις συνέπειές του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χριστιανική οργάνωση Jesus Calls που διευθύνεται από την οικογένεια Dhinakaran. Αυτή η αμφιλεγόμενη πολυεθνική οργάνωση ισχυρίζεται ότι ο επικεφαλής της ιεροκήρυκας Paul Dhinakaran (γιο του διάσημου τηλευαγγελιστή DGS Dhinakaran), είχε προβλέψει το 2016 ότι η Κίνα θα έρθει αντιμέτωπη με μία «επίθεση από λοιμό» επειδή αδιαφορεί για το λόγο του Θεού. Το κανάλι YouTube αυτής της θρησκευτικής επιχείρησης προβάλλει πολλά παραπλανητικά βίντεο σχετικά με αυτή την πρόβλεψη. Η κατά λέξη ερμηνεία της Βίβλου έχει πολλούς οπαδούς στην Ινδία, ενώ χρησιμοποιώντας εδάφια της Βίβλου ο Paul –διδάκτορας του μάρκετιν στο Πανεπιστήμιο του Μαντράς, σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του– δίνει εύκολες απαντήσεις σε περίπλοκα ερωτήματα που αφορούν την πανδημία. Η κυριολεκτική ερμηνεία της Αγίας Γραφής τον καθιστά επίσης ένθερμο υποστηρικτή της σιωνιστικής προπαγάνδας (αλλά αυτό είναι θέμα που χρειάζεται να το συζητήσουμε κάποια άλλη στιγμή). Σίγουρα ο Paul δεν είναι μόνος του σ’ αυτόν τον δημοφιλή σκοταδισμό. Με την έλευση της πανδημίας φαίνεται ότι οι ψηφιακοί τηλευαγγελιστές έχουν επεκτείνει και διαφοροποιήσει τα μοντέλα της χρηματοδότησης τους. Αυτές οι χριστιανικές οργανώσεις έχουν διευρύνει το φάσμα τους μέσω σελίδων στο Facebook, καναλιών στο YouTube, ψηφιακών προσευχών και τηλεφωνικών κέντρων προσευχής. Το ενδιαφέρον είναι ότι το διαδικτυακό οικοσύστημα των Ινδουιστών φονταμενταλιστών τροφοδοτείται από τους ισχυρισμούς των Χριστιανών φονταμενταλιστών. Διαβάζουν ο ένας τον άλλο και θέτουν από κοινού σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία μέσω ενός ψηφιακού μοντέλου οικονομίας που λειτουργεί με γνώμονα την προσέλκυση προσοχής. 

Σαφώς, κανένα από τα τρία προαναφερθέντα προβλήματα δεν φαίνεται να αποτελεί μονάχα ιδιαιτερότητα της Ινδίας. Στα περισσότερα μέρη της παγκοσμιοποιημένης κοινότητας συναντούμε παραλλαγές του ρατσισμού εναντίον των μειονοτήτων, μεταβολές στις τελετουργίες και χριστιανική παραπληροφόρηση. Ίσως, η πανδημία επιταχύνει αυτές τις διαδικασίες προσδίδοντάς τους νέο νόημα. Στην Ινδία, αυτό ακριβώς είναι που παρατηρούμε.


Ο Nidhin Donald πρόσφατα υπέβαλε τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο Jawaharlal Nehru του Δελχί με τίτλο, «Αναπαραγωγή Ταυτοτήτων στους Ψηφιακούς Χώρους: Μια Κοινωνιολογική μελέτη των Χριστιανικών Θωμαϊστικών Οικογενειών», [Reproducing Identities in Digital Spaces: A Sociological Study of Syrian Christian Families]. Η μεταπτυχιακή του εργασία αποτελούσε επίσης κοινωνιολογική διερεύνηση της ιστορίας των χριστιανικών θωμαϊστικών οικογενειών στην Κέραλα. Τα κύρια ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν την οικογένεια, τη θρησκεία, την κάστα, το διαδίκτυο και την κοινωνική πολιτική.

Print Friendly, PDF & Email

To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία (Public Orthodoxy) επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών,των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.

Σχετικά με τον συγγραφέα

Have something on your mind?

Thanks for reading this article! If you feel that you ready to join the discussion, we welcome high-caliber unsolicited submissions. Essays may cover any topic relevant to our credo – Bridging the Ecclesial, the Academic, and the Political. Follow the link below to check our guidlines and submit your essay.

Proceed to submission page

Αξιολογήστε αυτήν τη δημοσίευση

Σας φάνηκε ενδιαφέρον αυτό το άρθρο;

Κάντε κλικ στα αστεράκια για να το αξιολογήσετε!

Average rating 0 / 5. Vote count: 0

Γίνετε ο πρώτος/η που θα αξιολογήσει αυτό το άρθρο.

Μοιραστείτε αυτήν την δημοσίευση

Contacts

Dr. Nathaniel Wood
Managing Editor
nawood@fordham.edu

Αποποίηση ευθυνών

Public Orthodoxy seeks to promote conversation by providing a forum for diverse perspectives on contemporary issues related to Orthodox Christianity. The positions expressed in the articles on this website are solely the author’s and do not necessarily represent the views of the editors or the Orthodox Christian Studies Center.

Σχετικά με το έργο

Μια Δημοσίευση του Κέντρου Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου
Φόρντχαμ