Από την Alexandra Sellassie Antohin

Μόλις ξέσπασαν οι εχθροπραξίες τον Νοέμβριο του 2020 μεταξύ ομοσπονδιακών και περιφερειακών δυνάμεων στο Τιγκράι, το οποίο αποτελεί βόρεια πολιτεία της Αιθιοπίας που συνορεύει με την Ερυθραία, προέκυψαν δύο αντικρουόμενες διαστάσεις αυτής της κρίσης. Η μία είναι η ένοπλη σύρραξη με το ανυπολόγιστο κόστος σε ανθρώπινες ζωές και η δεύτερη η δημοσιογραφική κάλυψή της. Γνωρίζω τα επιχειρήματα των Αιθιόπων εκτός Αιθιοπίας, οι οποίοι επικεντρώνονται στο ποιος ευθύνεται, σε ποιον παρέχει υποστήριξη η δημοσιογραφική κάλυψη, ενώ παράλληλα εξετάζουν επιμελώς τον αντίκτυπο της σύγκρουσης αναφορικά με τις ανθρωπιστικές συνθήκες στην περιοχή. Οι αναφορές για το τι συμβαίνει έχουν επισκιάσει το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι άνθρωποι υποφέρουν και πεθαίνουν, ενώ παραμερίζουν την ουσία του ζητήματος: παρατηρούμε μια χώρα αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό.
Ως αιθιοπικής καταγωγής Αμερικανή, ένιωσα μερικές φορές ψυχικά και συναισθηματικά αβοήθητη. Πρόκειται για μια περίπλοκη ιστορία πολιτικού κατακερματισμού, με φαινομενικά ατέλειωτα και ανταγωνιστικά αφηγήματα, τα οποία βασίζονται σε διάσπαρτες πληροφορίες. Έφτασα σε ένα αδιέξοδο καθόσον οποιαδήποτε συνεκτική ερμηνεία και ανάλυση φαινόταν αδύνατη. Οι πρόσφατες ειδήσεις για την κατάπαυση του πυρός παρέχουν μια προσωρινή ανακούφιση στους αθώους και ευάλωτους, ενώ δίνουν τροφή για συγκρουόμενα αφηγήματα που εμποδίζουν τον τερματισμό της σύρραξης.
Ως ανθρωπολόγος που ερευνά τον ορθόδοξο χριστιανικό τρόπο ζωής και τους θεσμούς, έχει υποπέσει στην αντίληψή μου η ύπαρξη ενός προτύπου θεμελιωδών αξιών που προέρχονται απ’ την εν λόγω θρησκευτική παράδοση. Οι τρεις κύριοι συμμετέχοντες αυτής της σύρραξης αποτελούνται σε γενικές γραμμές από πληθυσμούς Ορθόδοξων Χριστιανών, συμπεριλαμβανομένης της Ερυθραίας, της οποίας το 63% του πληθυσμού είναι Χριστιανοί, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι Ορθόδοξοι. Εν αντιθέσει με άλλες διεθνείς σεχταριστικές συγκρούσεις όπου οι θρησκευτικές διαφορές χρησιμοποιούνται στρατηγικά για την πρόκληση μεγαλύτερης βίας· οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί που εμπλέκονται στη σύρραξη του Τιγκράι βρίσκονται σε μυστηριακή κοινωνία μεταξύ τους. Αποτελεί μια θλιβερή πραγματικότητα ότι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί της περιοχής (39 εκατομμύρια πιστοί συνολικά) ευθυγραμμίζονται με την εθνοτική πολιτική των αντίστοιχων περιοχών τους, ενώ δεν υφίσταται κάποια ενιαία φωνή εκ μέρους των Ορθόδοξων Χριστιανών ηγετών, όπως διατείνεται ο Temesgen Kahsay, γεγονός με αρνητικές συνέπειες στην παρούσα κρίση.
Αισθάνομαι επίσης την υποχρέωση να κάνω έκκληση για μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ των Ορθόδοξων Χριστιανών, ιδίως λόγω της ιστορικής και υπαρξιακής σημασίας του Τιγκράι για τους πιστούς. Αυτή η περιοχή θεωρείται η γενέτειρα του Χριστιανισμού στην Αφρική και κυριαρχείτο απ’ τους βασιλείς του Αξούμ, ενός κράτους που εκτεινόταν από τη βορειοδυτική Αιθιοπία (σημερινή περιοχή του Τιγκράι) μέχρι τις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας (Ερυθραία). Εδώ βρίσκονται πολλές τοποθεσίες που θεωρούνται ιερές για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, όπως το μοναστήρι Abuna Aregawi στο όρος Debre Damo και ο ναός της Μαρίας της Σιών στο Αξούμ, που φημίζεται ότι στεγάζει την Κιβωτό της Διαθήκης. Είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο ότι τα άτομα που συμμετέχουν στην σύρραξη είναι ενεργά μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επιπλέον, στα πολλά μέρη που δέχτηκαν επίθεση περιλαμβάνονται το Αξούμ και το Debre Damo, όπου εκτός από τις πολυάριθμες ανθρώπινες απώλειες έγιναν επίσης υλικές ζημιές και λεηλασίες. Γνωρίζοντας τη σημασία αυτών των τόπων ως πνευματικών κέντρων για τους πιστούς, τα γεγονότα ξεπέρασαν κάθε όριο. Δεδομένου του πιθανού ενδεχομένου ότι η υπαίτια ομάδα για τις καταστροφές αποτελείται από Ορθόδοξους Χριστιανούς, αναρωτιόμαστε ποιες είναι οι ηθικές επιπτώσεις που αντιμετωπίζουν απ’ τη στιγμή που έθεσαν σε κίνδυνο αυτούς τους ιερούς τόπους. Εάν μια ενιαία ηθική ιερότητας θα μπορούσε να εφαρμοστεί αποτελεσματικά η στιγμή είναι τώρα.
Είναι αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα ότι οι ναοί και τα μοναστήρια αποτελούν κυριολεκτικά το πεδίο μάχης αυτής της σύρραξης. Η άποψη του Alula Tesfay Asfah, ερευνητή της διαχείρισης της αιθιοπικής κληρονομιάς ορίζει την κατάσταση ως εργαλειοποίηση των ιστορικών ναών και τη μετατροπή τους σε σύνεργα εκφοβισμού: η επαπειλούμενη καταστροφή ιερών τόπων χρησιμοποιείται ως εγγύηση για συνεργασία. Ήδη από την έναρξη της ένοπλης σύγκρουσης, άτομα και οικογένειες κατέφυγαν σε εκκλησίες και μοναστήρια για να είναι ασφαλείς, τα μέρη αυτά με τη σειρά τους καθίστανται στόχοι των ενόπλων δυνάμεων που αναζητούν μαχητές. Είναι τρομακτική ειρωνεία ότι τόποι αυτοί όπου οι άνθρωποι συνάζονται, προσεύχονται και αναπτύσσουν δεσμούς με γείτονές αλλά και με αγνώστους στοχοποιούνται από τις ένοπλες δυνάμεις με σκοπό την πρόκληση μεγαλύτερης ζημιάς, θανάτου και τρόμου.
Η παρούσα κρίση αποκαλύπτει ότι η κοινή θρησκευτική ταυτότητα δεν οδηγεί σε μεγαλύτερη υπευθυνότητα αναφορικά με τη διατήρηση της ειρήνης. Πράγματι, αυτή είναι μια έντονη συνειδητοποίηση σε σύγκριση με τη μακροχρόνια ρητορική της χριστιανο-μουσουλμανικής αντίθεσης και του αφηγήματος «η Αιθιοπία στη θάλασσα του Ισλάμ». Κατά τη διάρκεια των εθνογραφικών μου ερευνών, συνάντησα Ορθόδοξους Χριστιανούς που επέμεναν ότι η εκκλησία τους απειλείται από τους Μουσουλμάνους. Οι γνωστές μνήμες της ολοκληρωτικής καταστροφής αναρίθμητων εκκλησιών, χειρογράφων και αφανισμού γνώσης τον 16ο αιώνα εξαιτίας των εκστρατειών του Ahmed Gragn, συνέβαλαν ενεργά στην αδράνεια των τωρινών πολιτικών δικαιολογιών για τον περιορισμό της προβολής του Ισλάμ. Εξυπηρέτησαν επίσης ένα επίμονο αφήγημα υποστήριξης και υπεράσπισης του Ορθόδοξου χριστιανικού πολιτισμικού πυρήνα της ορεινής Αιθιοπίας, των πολιτισμικών ομάδων δηλαδή που πραγματευόμαστε στο παρόν κείμενο. Ο λόγος περί ηθικής δικαιοσύνης φαίνεται να λειτουργεί κατηγορηματικά όταν αναφέρεται στον «άλλον», τον Μουσουλμάνο, παρά το γεγονός ότι το Ισλάμ έχει μια μακρά ιστορία στην Αιθιοπία, ενώ και ιστορικά τεμένη απειλούνται σ’ αυτήν τη σύρραξη.
Η προβολή της θρησκευτικής ιστορίας κατ’ αυτόν τον τρόπο βοήθησε άμεσα το αυτοκρατορικό σχέδιο της «Αιθιοπίας», ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ανάδυσής του στην εποχή της βασιλείας του Μενελίκ Β΄ και αναμφίβολα θα συνεχίσει να εξυπηρετεί ιδεολογικούς στόχους. Ωστόσο, αυτές οι εκκλησίες και τα μοναστήρια είναι η ψυχή του λαού της περιοχής επειδή εντάσσονται στον κοινωνικό ιστό, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας και των προγόνων που προηγείται κατά αιώνες της σύγχρονης ιδέας της «Αιθιοπίας». Λαμβάνοντας υπόψη αυτήν τη σύρραξη, με τις βίαιες και θανάσιμες συγκρούσεις μεταξύ ομοδόξων, ποιες είναι οι υποχρεώσεις προς τον ομόθρησκο πλησίον; Παρατηρώντας τα γεγονότα των τελευταίων οκτώ μηνών και το δηλητήριο της ιστορίας της κρίσης, δεν φαίνεται να υφίσταται κάποια ορθόδοξη ηθική της συνείδησης.
Η παράδοση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης είναι ίσως ο τελευταίος εναπομείναντας τομέας της κοινωνικής ζωής και το πρότυπο ταυτότητας από το οποίο μπορούμε να οικοδομήσουμε νέα σημεία επαφής και σχέσεις. Η ερμηνεία της ορθόδοξης χριστιανικής ταυτότητας αποκλειστικά ως εκπλήρωση ενός αυτοκρατορικού ή εθνικιστικού σχεδίου παραγνωρίζει κάτι σπουδαιότερο την παρούσα στιγμή. Η μεγάλη ιστορία της ορθόδοξης πίστης ως πολιτισμικού και ηθικού παράγοντα της ζωής στην περιοχή μπορεί να ενεργήσει ως διαχωριστική γραμμή της κρίσης, καθώς και ως μονοπάτι επίλυσης των ζητημάτων και συμφιλίωσης. Θέτοντας σε κίνδυνο αυτήν την κληρονομιά θίγεται η ίδια η ζωή του λαού, με συνέπειες που υπερβαίνουν τη διάρκεια ύπαρξης οποιουδήποτε πολιτικού κόμματος ή άρχουσας τάξης. Η δραστήρια και βαθιά ριζωμένη ιστορική συνείδηση των Ορθόδοξων Χριστιανών αιθιοπικής και ερυθραϊκής καταγωγής μπορεί να αποτελέσει ζωτικό πόρο σε μια εποχή που κάθε αλήθεια είναι αποσταθεροποιημένη και ξεριζωμένη. Όλοι εμείς –ως μάρτυρες αυτής της πνευματικής κληρονομιάς και ειδικότερα αυτοί που αποτελούν τους φορείς της– έχουμε την ευκαιρία να στρέψουμε εκ νέου τον τρόπο σκέψης μας στην συλλογική υπεράσπιση της ιερότητας της ζωής. Αν το πράξουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εν λόγω πνευματική κληρονομιά μπορεί να γίνει το φως που θα μας δείξει την έξοδο απ’ την τραγωδία.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Alula Tesfay Asfah για τις πολύτιμες υποδείξεις του, την έρευνα σχετικά με τις εξελίξεις στο Τιγκράϊ, καθώς και την εργασία του, η οποία αποτελεί τμήμα μιας διεθνούς αίτησης για τη σωτηρία της πολιτιστικής κληρονομιάς του Τιγκράϊ και στοχεύει στο να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής.
Η Alexandra Sellassie Antohin είναι η Διευθύντρια Εκπαίδευσης στο Κέντρο Λαογραφίας του Vermont. Έχει πραγματοποιήσει εθνογραφικές έρευνες αναφορικά με τις Ορθόδοξες Χριστιανικές κοινότητες στο νότιο Wollo, στην Αιθιοπία, στην πόλη Μαγκαντάν της Ρωσίας και ιστορικές έρευνες για την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αλάσκα.