Christopher Howell
Διαβάστε to Πρώτο μέρος: Μεταξύ Δαρβίνου και Ντοστογιέφσκι

Η ελευθερία ήταν σημαντική για τον Θεοδόσιο Ντομπζάνσκι. Ο ίδιος ενδιαφερόταν να διατυπώσει μια επιστημονική κοσμοθεωρία, στην οποία ο Δαρβινισμός θα υποστήριζε την ελεύθερη βούληση και πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση του προβλήματος του κακού (κατ’αυτόν τον τρόπο διαμόρφωσε μια πρώιμη εκδοχή της «υπεράσπισης του αυτεξουσίου» αναφορικά με το φυσικό κακό, παρόμοια με αυτή του John Polkinghorne). Ο Ντομπζάνσκι ενδιαφερόταν επίσης για την υπεράσπιση της πολιτικής ελευθερίας, τόσο απ’ τον ολοκληρωτισμό όσο και από την κληρονομική αριστοκρατία. Επομένως η δεύτερη απόπειρα σύνθεσης του Ντομπζάνσκι σχετιζόταν με τη δημοκρατία και την επιστήμη (καθώς και τη θρησκεία), ούτως ώστε να υπερασπίσει και τις τρεις από τη συντηρητική κριτική σε θρησκευτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.
Σύμφωνα με τον Ντομπζάνσκι μια κοινωνία οργανωμένη ιεραρχικά, αριστοκρατικά και ταξικά αποτελεί έναν αμυντικό μηχανισμό σχεδιασμένο για να αμβλύνει τις φοβίες των πλουσίων, τις οποίες προκαλεί η απαιτητική διδασκαλία του Ιησού. Ο ίδιος επισημαίνει ότι: «Η φράση του Χριστού για την καμήλα που περνάει απ’ την τρύπα μιας βελόνας είναι σαφέστατη και αποκλείει οποιαδήποτε εναλλακτική ερμηνεία […] με την οποία οι πλούσιοι επιχειρούν να καθησυχάσουν τη συνείδησή τους, επιρρίπτοντας την ευθύνη στο Θεό αναφορικά με τον διαχωρισμό των ανθρώπων σε ευγενείς και πληβείους, σε σοφούς και απερίσκεπτους, σε ταλαντούχους και ανίκανους. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία κάθε άνθρωπος έχει μια καθορισμένη θέση στη ζωή και έτσι αυτό υποτίθεται ότι είναι το θέλημα του Θεού και η παραβίασή του θεωρείται αμαρτία». (Mankind Evolving [Η ανθρωπότητα εξελίσσεται], 1962, 52). «Μην μας κατηγορείτε», λένε οι πλούσιοι και οι ισχυροί, «ο Θεός ευθύνεται που μας προίκισε με ανώτερα γονίδια. Γι’ αυτό το λόγο ο πλούτος, η δύναμη και η επιρροή απορρέουν από συγκεκριμένες συνθήκες και ουδεμία κατοχύρωση της πολιτικής ισότητας δεν θα μπορούσε να μεταβάλλει την εν λόγω κατάσταση». Ο Ντομπζάνσκι παρατήρησε ότι οι οπαδοί της κληρονομικότητας ήταν συχνά θιασώτες του πολιτικού συντηρητισμού, οι οποίοι πίστευαν ότι «ο γενετικός προσδιορισμός των ανθρώπινων ικανοτήτων θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη σύσταση αυστηρών ταξικών φραγμών καθώς και μια ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας» (247-248).
Ωστόσο, η παραπάνω θεώρηση αποτελούσε μια παρερμηνεία της γενετικής και αντικατόπτριζε ελλιπή γνώση αναφορικά με τη κληρονομικότητα. Ο Ντομπζάνσκι υποστήριξε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε μονοσήμαντη σχέση μεταξύ γονότυπου και φαινότυπου, ούτε και κάποιο «γονίδιο» νοημοσύνης ή κατοχής ορισμένης ιδιαίτερης ικανότητας. Αντιθέτως, τα γονίδια επιδέχονται «οριακής αντίδρασης» – ένα μοντέλο φαινοτυπικής έκφρασης που προέρχεται απ’ το γονότυπο και το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε ποικίλες διαφοροποιήσεις όσον αφορά την ανάπτυξη και την εξέλιξη κάθε ατόμου. Ο Ντομπζάνσκι επεσήμανε ότι «ένα νεογέννητο δεν είναι άγραφο χαρτί […] όμως και τα γονίδιά δεν σφραγίζουν τη μοίρα του». Το περιβάλλον διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο (76). Μπορεί ο Φρόιντ να ισχυρίστηκε ότι «η βιολογία είναι πεπρωμένο», αλλά ο Ντομπζάνσκι απέρριψε αυτή την ιδέα υποστηρίζοντας ότι «η κληρονομικότητα […] είναι πεπρωμένο κατ’ αναλογία της άγνοιας μας αναφορικά με τη βιολογία» ( παρατίθεται στο D.B Paul, “Dobzhansky in the „Nature-Nurture” Debate,” Adams, 1994, 223) [D.B. Paul, «Ο Ντομπζάνσκι στην αντιπαράθεση “Φύση εναντίον Ανατροφής”».
Σύμφωνα με τον Ντομπζάνσκι η ειρωνεία έγκειται στο ό,τι μια ταξική κοινωνία που βασίζεται στη στασιμότητα υπέρ της πλουτοκρατίας των αριστοκρατών θα προκαλούσε μεγάλη γενετική διαφοροποίηση στη κορυφή της πυραμίδας. Εκείνοι με τα «ανώτερα» γονίδια θα γεννούσαν απογόνους, οι οποίοι δεν θα έμοιαζαν καθόλου με τον Υπεράνθρωπο που έχουν στο νου τους. Σ’ ένα άκαμπτο σύστημα, όπου η φυσική επιλογή δεν λειτουργεί, η στασιμότητα και ο εκφυλισμός θα αποτελούσαν τη βασική του αρχή. Αυτό είναι προφανές σε όποιον έχει συγχρωτιστεί με τους «σνομπ» αριστοκράτες της ανώτερης τάξης, την αυτοαποκαλούμενη ελίτ που είναι σίγουρα «καλύτερα προικισμένη οικονομικά απ’ ό,τι γενετικά» (Mankind Evolving [Η ανθρωπότητα εξελίσσεται], 334). Επιπλέον ο Ντομπζάνσκι περιφρονούσε οποιαδήποτε άποψη που θεωρεί ότι πρέπει να υφίσταται μια κοινωνική αριστοκρατία «σοφών», η οποία διαχειρίζεται τον πολιτισμό και τον προστατεύει απ’ τις ορδές των «άπλυτων», στοχεύοντας με την κριτική του τον T.S. Eliot. Ο Ντομπζάνσκι υπογραμμίζει το εξής: «Εγώ πάντως δεν θρηνώ τον αφανισμό κοινωνιών που χρησιμοποίησαν τους πολλούς ως λίπασμα για να καλλιεργήσουν μερικούς χαριτωμένους ανθούς ενός εκλεπτυσμένου πολιτισμού» (Dobzhansky 325).
Η λύση στο παραπάνω πρόβλημα είναι η αρχή της ισότητας και η πολιτική της έκφραση: η δημοκρατία. Η ανισότητα των ευκαιριών αποκρύπτει τη γενετική μεταβολή και επιτρέπει σε όσους βρίσκονται στην κορυφή να διατηρήσουν την κυριαρχία τους (248). Απ’ την άλλη πλευρά, η ισότητα μειώνει τη «γενετική σπατάλη» και θα μπορούσε να δημιουργήσει μια πιο πλουραλιστική κοινωνία, η οποία θα ήταν επωφελής για ολόκληρο το είδος (324-325). Μια στατική, αμετάβλητη κοινωνία –δηλαδή μη-δημοκρατική– στην ουσία είναι συντηρητική, ωστόσο «τα θεμέλια όλων των συντηρητισμών έχουν υπονομευθεί απ’ την πληθώρα των επιστημονικών ανακαλύψεων» (Biology of Ultimate Concern [Η Βιολογία του απώτερου ζητήματος], 113). Εν τέλει, ο Ντομπζάνσκι ήταν ένας φιλελεύθερος, ο οποίος έκλινε υπέρ της σοσιαλδημοκρατίας και αποστρεφόταν πλήρως τον ολοκληρωτισμό και την κληρονομική εξουσία. Παρόλο όμως που εστίαζε στην δημοκρατία, αντιμετώπιζε με καχυποψία τον κομμουνισμό, τον οποίο είχε χαρακτηρίσει «χριστιανική αίρεση» (99).
Αν και ο Ντομπζάνσκι υπογράμμιζε τη σημασία της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, πίστευε πως επρόκειτο για μια ηθική αξία και όχι για αρχή που θα μπορούσε να αναχθεί σε επιστημονική θέση. Ο ίδιος υποστήριζε ότι: «Οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να είναι βιολογικά (γονοτυπικά ή φαινοτυπικά) όμοιοι για να θεωρούνται ίσοι ενώπιον του Θεού» (Mankind Evolving, 52). Ουσιαστικά η αξία της ισότητας αποτελεί μια θεολογική έννοια (219). Πρόκειται για ένα αγαθό καθαυτό, όχι διότι μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά, επειδή ούτως ή άλλως οι έννοιες του καλού και του κακού υπερβαίνουν τις εκφραστικές δυνατότητες της επιστήμης. Οι Julian Huxley και C. H. Waddington εργάστηκαν πάρα πολύ με σκοπό να δημιουργήσουν μια ηθική βασισμένη στην εξέλιξη, αλλά απέτυχαν, ενώ ο Ντομπζάνσκι ισχυρίστηκε ότι «τα όρια αυτής της θεωρίας δεν μπορούν να διευρυνθούν». Η εξέλιξη διαμέσου της φυσικής επιλογής θα μπορούσε το πολύ να «εξηγήσει πως διαμορφώνουμε τις πεποιθήσεις για το ποια πράγματα είναι καλά και ποια κακά, αλλά δεν εξηγεί γιατί πρέπει να θεωρούμαι ορισμένα καλά και άλλα κακά» (343). Τελικά κανείς δεν θα μπορούσε να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα του Ιβάν Καραμάζοφ· οι υπαρξιστές έχουν δίκιο (Biology of Ultimate Concern,101). Αντ’ αυτού η γνώση του καλού και του κακού δόθηκε αποκαλυπτικά (Van der Meer, “Theodosius Dobzhansky,” Eminent Lives in Twentieth-Century Science and Religion, [[«Θεοδόσιος Ντομπζάνσκι», Εξέχοντες Βίοι στην Επιστήμη και τη Θρησκεία του 20ου Αιώνα], 2009, 111) και είναι καλό να θυμόμαστε ότι η «υψηλότερη σοφία απ’ όλες μεταβιβάστηκε κάποτε σε μια ομάδα αγράμματων ψαράδων της Γαλιλαίας» (Makind Evolving, 345).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Ντομπζάνσκι ευελπιστούσε ότι θα μπορούσε να κατοχυρώσει την αξία της ανθρώπινης ισότητας, της πολιτικής ελευθερίας καθώς και μιας ανοιχτής κοινωνίας θεμελιώνοντας την δημοκρατία στην επιστήμη αλλά και στη χριστιανική ηθική. Αυτή ήταν και η δεύτερη από τις τρεις συνθέσεις του, ωστόσο τα συνυφασμένα νήματα της σκέψης του φαίνονταν αρκετά πολύπλοκα, ειδικά στους επιστήμονες συναδέλφους του, οι οποίοι στην πλειονότητά τους δεν συμμερίζονταν τη συμπάθειά του για τη θρησκεία. Γι’ αυτό και ο Ντομπζάνσκι ήλπιζε απεγνωσμένα να δημιουργήσει μια τρίτη σύνθεση, η οποία θα περιέκλειε και θα υπεράσπιζε τις άλλες δύο: την αρμονία μεταξύ επιστήμης και θρησκείας.
Ο Christopher Howell είναι διδάκτορας Θρησκευτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Duke.