Από τον Daniel Nicholas

Γραμμένο το 1912, το βιβλίο του Σέργιου Μπουλγκάκοφ Η Φιλοσοφία της Οικονομίας:Ο Κόσμος ως Οίκος παραμένει εκπληκτικό, διότι υιοθετεί ένα συγκεκριμένο είδος υλισμού. Αποδίδοντας σε μεγάλο βαθμό τα εύσημα στα γνωστά ονόματα της γερμανικής φιλοσοφικής παράδοσης του ιδαελισμού, με μια περιστασιακή αναφορά στον Μάρξ, καθίσταται σύντομα φανερό ότι αυτός ο υλισμός έχει τις ρίζες του σε μια αίσθηση ενσώματης δράσης, καθώς και ιστορικής μεταμόρφωσης, η οποία χαρακτηρίζει ορισμένες από τις επαναστατικές πολιτικές πρακτικές του προηγούμενου μισού του 19ου αιώνα. Η φιλοσοφία της οικονομίας του Μπουλγκάκοφ μπορεί να μας προσφέρει ορισμένες έξοχες ιδέες σχετικά με την κατανόηση της παράδοσης ως ζώσας διαδικασίας, επειδή υπερβαίνει τη φιλοσοφία του «καναπέ» του μετακαντιανού ιδεαλισμού και βασίζεται κυρίως στον Σέλινγκ, έχοντας ως σκοπό την διατύπωση ενός εξαιρετικά πρωτότυπου οράματος της σχέσης που διαμορφώνεται μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου διά της σκόπιμης δραστηριότητας.
Ο οργανικός τρόπος σκέψης αναφορικά με την παράδοση και την εκκλησιολογία δεν είναι φυσικά κάτι καινοφανές. Η ρομαντική αντίδραση κατά του βεβαιωτικού δογματισμού της μεσαιωνικής εκκλησιολογίας είναι καλά τεκμηριωμένη στο έργω των Möhler, Χομιακώφ και σε κάποιο βαθμό στον John Henry Newman. Αλλά πόσες από τις εν λόγω οργανιστικές θεωρίες ήταν τόσο τολμηρές ώστε να αρθρώσουν μια θεωρία της μεταμόρφωσης υπό το πρίσμα του ανθρώπινου πλάσματος ως όντος που διακρίνεται κυρίως από την οικονομική δραστηριότητα και το οποίο πραγματώνει τον εαυτό του μέσω μιας σύνθετης αλληλεπίδρασης πραγματιστικών μοντέλων και ιδεαλιστικών προβολών διά της ζωοποίησης (ή της ανάστασης) ενός νεκρού μηχανισμού μέσω μιας ζώσας διαδικασίας; Εδώ έγκειται η ιδιαίτερη σημασία του Μπουλγκάκοφ για εμάς σήμερα.
Μεγάλο τμήμα της σημερινής συζήτησης για την παράδοση περιστρέφεται γύρω από έναν ιδεαλισμό του «καναπέ», στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε. Οι αυτοαποκαλούμενοι «παραδοσιοκράτες» (είτε πρόκειται για τους διαπιστευμένους απολογητές της μεταφιλελεύθερης σκέψης, τους κήρυκες της παρακμής του τύπου Η Επιλογή του Βενεδίκτου, ή τους ψηφιακούς ιεροεξεταστές του νέου ολοκληρωτισμού) είναι γενικά διατεθειμένοι να υποταχθούν στην αυθεντία του εκκλησιαστικού δόγματος θεωρώντας το ως υπαρξιακό ζήτημα. Υπονοείται ότι τα ανθρώπινα όντα είναι πλάσματα της παράδοσης και μπορούν να ευδοκιμήσουν κατάλληλα μόνο όταν βρίσκονται εντός μιας «ισχυρής» παράδοσης, δοκιμασμένης στο χρόνο μέσω κοινοτικών πρακτικών και κατανοητών κανόνων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνευμένη, η παράδοση συνιστά μια εσωτερική συνεκτική Weltanschauung, μια κοσμοθεωρία, η οποία σημαίνει τον εαυτό της κατά το μάλλον ή ήττον ως μια a priori γνωστική κατηγορία, η οποία νοηματοδοτεί και καθιστά ουσιώδη την ανθρώπινη εμπειρία.
Η εν λόγω προϋποτιθέμενη σχηματοποίηση της παράδοσης αποτελεί βασικό τμήμα αυτού που ο Μπουλγκάκοφ ορίζει ως οικονομική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τον Μπουλγκάκοφ, η οικονομία δεν αποτελεί απλώς ζήτημα χρημάτων, αγορών και συναλλαγματικών ισοτιμιών, αλλά πρόκειται για μια ολιστική διαδικασία κατά την οποία το ανθρώπινο ον αγωνίζεται για χάρη της ζωής και υπερβαίνει την απομόνωση της υποκειμενικότητας διαμορφώνοντας συγκεκριμένες σχέσεις με τον φυσικό κόσμο και τα αντικείμενα μέσω της δράσης, καθώς και μέσω των ποικίλων αποχρώσεων είτε της κατανάλωσης είτε της παραγωγής. Ενώ η κατανάλωση εκφράζεται καλύτερα διά της διατροφής («κοινωνώντας τη σάρκα του κόσμου», όπως τη διατυπώνει ο Μπουλγκάκοφ), η παραγωγή μπορεί να λάβει τη μορφή είτε καλλιτεχνικού παιχνιδιού είτε ανάπτυξης διά των μεθοδικών επιστημών, καθώς και διά των μέσων για την «επέκταση της ζωής». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακόμη και η κοινή λογική αποτελεί μια τεχνολογία, στο βαθμό που απαιτεί από το υποκείμενο να απορροφηθεί ως μηχανισμός από το αντικείμενο. Σύμφωνα με τον Μπουλγκάκοφ, όλα τα φυσικά αντικείμενα πρέπει να θανατωθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή, να αφαιρεθούν απ’ το φυσικό τους περιβάλλον, προκειμένου να σχηματοποιηθούν και να κατανοηθούν ως υποκείμενα προς «κατανάλωση» ή να αφομοιωθούν επιστρέφοντας εκ νέου στη συνείδηση της ζώσας διαδικασίας με τρόπο που να προωθεί τη δημιουργική ανθρώπινη προσπάθεια. Συνεπώς, η επιστήμη και η λογική διαθέτουν μια πραγματιστική βάση στην εν λόγω διαδικασία της συνειδητοποίησης της φύσης εν τη ιστορία μέσω της οικονομίας. Δηλαδή, τα αξιώματα και οι αρχές που διέπουν τις γνώσεις μας αποτελούν μόνο ένα μέσο προς ένα σκοπό. Οφείλουμε λοιπόν να θεωρούμε τη βάση της παράδοσης ως πραγματιστική και όχι ως δογματική υπό την έννοια ότι τα όριά της είναι προκαθορισμένα.
Εδώ ακριβώς έγκειται το ρίσκο: όταν η παράδοση σχηματοποιείται ως ένα σύνολο δεδομένων κανόνων ή προϋποθέσεων με βάση τους οποίους μπορούμε να ελέγξουμε την ερμηνεία μας για την πραγματικότητα (δηλαδή ως ένα είδος εργαλείου για τη διαμόρφωση του πραγματικού), είναι σαν να προσπαθούμε να επαναφέρουμε στη ζωή ένα πτώμα σε ένα εργαστήριο γεμάτο από ακρωτηριασμένες αφηρημένες έννοιες, αποσπασμένες από το ζωτικό τους πλαίσιο. Ουδείς από εμάς δεν είναι ικανός να ενστερνιστεί πραγματικά μια παράδοση κατ’ αυτόν τον τρόπο. Εάν εξετάζαμε προσεκτικά όλες τις καθημερινές μας αποφάσεις και πράξεις, πιθανότατα θα διαπιστώναμε ότι όπως και ο ήρωας του Ντοστογιέφσκι Ντμίτρι (Μίτια) Καραμάζοφ, είμαστε δεσμευμένοι σε ιδανικά που δεν είναι πάντα συμβατά μεταξύ τους– ορισμένα από αυτά είναι μεγαλόπνοα, άλλα ταπεινά και τα υπόλοιπα βρίσκονται κάπου στη μέση. Σύμφωνα και με τη ρήση του Αμερικανού ποιητή Ουώλτ Ουίτμαν ένα και μόνο ανθρώπινο όν «εμπεριέχει πλήθη» εντός του, ανακεφαλαιώνοντας μια ολόκληρη ιστορία μυήσεων και μεταμορφώσεων, που το διαπερνούν σαν σφουγγάρι. Το μόνο πράγμα που είναι ικανό να ενώσει τις εν λόγω ποικίλες πτυχές του εαυτού μας είναι η ουσιαστική δράση, η σαφής προβολή του εαυτού μας στον κόσμο. Η παράδοση απαιτεί μια πραξεολογία, προκειμένου να καταστεί ο εαυτός μας κάτι παραπάνω από ένα τερατώδες συνονθύλευμα αλληλοαναιρούμενων σχηματοποιήσεων.
Ο παραλογισμός της παραδοσιαρχίας του «καναπέ» καθίσταται εύκολα αντιληπτός μετά από σκέψη. Θα μπορούσε κάποιος να αναζητήσει παραδόσεις για να ενταχθεί σ’ αυτές και κατ’ αυτόν τον τρόπο να υιοθετήσει συνειδητά ένα προκατασκευασμένο σύνολο αξιωμάτων –μεταφυσικών, πολιτικών, ηθικών– με τα οποία να προσδώσει νόημα στις εμπειρίες του. Ωστόσο, στην εν λόγω αξιολύπητη υποταγή υφίσταται ένας κρυμμένος ψυχολογισμός· η παράδοση αναγορεύεται σε καθοριστικό παράγοντα της αυτοσυνειδησίας, σαν να υπάρχει μια παράδοση εκεί έξω ανεξάρτητα από εκείνους που την υιοθετούν. Αναρωτιέται κανείς αν αυτή η αυτοσυνείδητη υπαγωγή σε μια δεδομένη παράδοση είναι στην πραγματικότητα μια κατάσταση υπερσυνειδητότητας, μια προβολή ενός τεχνητού εαυτού σε μια επιστημολογικά σκιώδη περιοχή.
Τι καθιστά, λοιπόν, δυνατή την παράδοση; Πώς μπορούμε να γνωρίζουμε και να διαφοροποιούμε τις παραδόσεις; Αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω συγκεκριμένων ατόμων, τα οποία ενσαρκώνουν την εκάστοτε παράδοση διά της πράξης. Η θεώρηση της οικονομίας ως ζώσας διαδικασίας έχει ισχυρή θεολογική απήχηση, διότι τι είναι η ζωή του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία αν όχι μια δημιουργική οικονομία αυτοπραγματούμενης δραστηριότητας; Τουτέστιν, ο Λόγος που αποκτά συνείδηση του εαυτού Του. Η παράδοση δεν ζει μέσω της αμφιταλαντευόμενης συναίνεσης των ποικίλων μελών της, αλλά μέσω ενός διαρκούς κινούμενου και ενεργώς παραγωγικού δυναμισμού. Η παράδοση γνωρίζεται και βιώνεται μόνο στις ad extra ενέργειές της. Για να το θέσουμε ορθά, η ιερή παράδοση αποτελεί την πραξεολογία του λαού του Θεού.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το δόγμα δεν έχει σημασία. Ο Μπουλγκάκοφ δεν είναι «χυδαίος» υλιστής– η οικονομική δραστηριότητα μπορεί να είναι γνωστική· κι όσο οι αρχές της παράδοσης παραμένουν σχηματοποιημένα και αφηρημένα, δεν αποτελούν εμπόδιο αλλά μέσο για την ενίσχυση της ζωής. Οι αρχές της παράδοσης– τα δόγματα, οι κανόνες, οι ύμνοι κ.ο.κ– είναι σαν θαυμαστά έργα τέχνης ή εικόνες εντός του πλαισίου μιας θεολογικής οικονομίας. Η εν λόγω materia dogmatica (δογματική ύλη), η οποία εμπνέει και τρέφει την αύξηση της Αγιοπνευματικής ζωής, κλείνει το χάσμα μεταξύ ζώντος υποκειμένου και αντικειμενικού μηχανισμού κατά την τέλεση της ουσιώδους χριστιανικής πράξης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υπάρξει περιθώριο για τον κενό φορμαλισμό αφηρημένων εννοιών όπως παραδοσιακή ηθική, παραδοσιακή λειτουργία ή ακόμα και παραδοσιακή θεολογία, αλλά τα πάντα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη ριζική και συγκεκριμένη πραγματικότητα του Μυστηρίου του Γολγοθά ως τον ήδη νικηφόρο αγώνα της ζωής επί του θανάτου. Όπως γράφει ο Μπορίς Παστερνάκ στο ποίημά του «Μαρία Μαγδαληνή: Αλλά ετούτες οι τρεις μέρες θα διαβούν/μα θε σε τέτοια ερημιά να μ’ ωθήσουν/που ανάμεσα στο διάστημα αυτό/έως την Ανάσταση θα τρανέψω.
Η οδός της μετάνοιας περνάει μέσα από τη θεανθρώπινη δημιουργική δύναμη που μεταμορφώνει τα οστά μας σε ιερά λείψανα. Το να «ωθείται κάποιος στην ερημιά» είναι μια κλίση που δεν έχει σχέση με την υποταγή σε μια παράδοση του «καναπέ». Η μόνη ιερή αναγκαιότητα είναι να κρατούμε το νου μας στον Άδη δίχως να απελπιζόμαστε· είναι η σοφία της έμπρακτης αγάπης που κραυγάζει στους ανθρώπους ότι δεν πρέπει απλά να ακούνε τον λόγο του Θεού αλλά και να τον πράττουν.
Ο Daniel Nicholas είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Eastern και επί του παρόντος είναι φοιτητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Σπουδών στην Εκπαίδευση του Πανεπιστημίου Antioch της Νέας Αγγλίας. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός της μεθόδου Waldorf στον Νότιο Όρεγκον και υπηρετεί ως αναγνώστης στον Ορθόδοξο Ναό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ (OCA). Είναι δοκιμιογράφος και ποιητής και έχει δημοσιεύσει, μεταξύ άλλων, στα περιοδικά Orthodoxy in Dialogue και Macrina.