Από την Irina Paert

Μια τρομαχτική νύχτα που βίωσα στα παιδικά μου χρόνια ήταν όταν βομβαρδιστικά πετούσαν πάνω απ’ το διαμέρισμά μας στον δέκατο πέμπτο όροφο στη Μόσχα. Δεν ήταν περίεργο, καθώς κάθε βράδυ οι ειδήσεις αναφέρονταν συνεχώς στην ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας του εχθρού. Εκείνη την εποχή δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς γιατί ένα τόσο ωραίο κοριτσίστικο όνομα όπως το ΝΑΤΑ (υποκοριστικά του Ναταλία) χρησιμοποιήθηκε για την οργάνωση που τρομοκρατούσε τον λαό μας. Το μόνο που ξέραμε ήταν ότι δεν θέλαμε πόλεμο– ήμασταν πάντα υπέρ της ειρήνης– πάντα εκείνοι ήταν που επιτίθονταν και απειλούσαν, ποτέ εμείς.
Η πατριωτική εκπαίδευση δεν απέτρεψε κάποιους συνομηλίκους μου να υιοθετήσουν μια ριζοσπαστική θέση ενάντια στη βία του πολέμου, η οποία διαπερνούσε όλους τους θεσμούς και τις ιδεολογίες, που τον υποστήριζαν. Ίσως το παραπάνω ήταν αποτέλεσμα του απόηχου των εξεγέρσεων της νεολαίας κατά τη δεκαετία του 1960 στη Δύση, ο οποίος τελικά βρήκε πρόσφορο έδαφος στην ύστερη σοβιετική κουλτούρα του αντικονφορμισμού ή μπορεί να οφείλετο σε κάποια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τις διδασκαλίες της μη- βίας του Τολστόι και του Γκάντι στη δεκαετία του 1990. Ορισμένοι φίλοι μου έκαψαν τα βιβλιάρια της στρατιωτικής θητείας τους, με αποτέλεσμα να διαμείνουν υποχρεωτικά για μήνες σε ψυχιατρική κλινική. Στη χώρα μου, η αντίρρηση συνειδήσεως θεωρείτο είτε ως ψυχική ασθένεια είτε ως εγκληματική πράξη, ενώ δημοσίως αντιμετωπιζόταν ως έλλειψη πατριωτισμού και ανδρισμού. Αυτό που δεν γνώριζα τότε ήταν ότι οι ρίζες της εν λόγω επαναστατικής ηθικής στάσης απέναντι στη βία και τον πόλεμο μπορούσαν να εντοπιστούν στον Χριστιανισμό.
Κατά το αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, ο Τόμας Μέρτον έγραψε το εξής: «Ποια είναι η θέση μου ως Χριστιανού, συγγραφέα και ιερέα στην παρούσα πολεμική κρίση;». Αν και ένιωθε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει πολλά, αποφάσισε να διαφοροποιηθεί από εκείνους, που υποστήριζαν μια προληπτική πυρηνική επίθεση στη Σοβιετική Ρωσία. Έγραψε στον Έριχ Φρομ σχετικά με την ανησυχία του ότι η ανθρωπότητα βρισκόταν στα πρόθυρα ενός εγκλήματος, το οποίο δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτε άλλο εκτός από την ίδια τη σταύρωση του Χριστού, δηλώνοντας το εξής: «Τότε, όπως και τώρα, οι θρησκευόμενοι άνθρωποι ανήκουν στην πλευρά των ενόχων». Κατά τον Μέρτον, η υποστήριξη του πολέμου ήταν ασύμβατη με τον Χριστιανισμό.
Ο Μέρτον παρέμεινε φωνή βοώντος εν τη ερήμω: πολλοί Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι, όπως ο Ιησουίτης ιερέας C. McHugh, δικαιολογούσαν τα αντίποινα. Κατά τη γνώμη του Merton καθήκον του χριστιανού είναι: «να αγωνιστεί με όλη του τη δύναμη, την ευφυΐα, την πίστη και την ελπίδα του στον Χριστό και με αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο […] να εργαστεί για την πλήρη κατάλυση του πολέμου». Το όραμα του Μέρτον ήταν η Εκκλησία να «χαράξει το δρόμο προς τη μη-βίαιη επίλυση των ζητημάτων οδηγώντας προς τη σταδιακή κατάργηση του πολέμου ως τρόπου διευθέτησης των διεθνών και πολιτικών διαφορών».
Όλα τα πρώτα αντιπολεμικά άρθρα του Μέρτον δημοσιεύθηκαν από την Ντόροθι Ντέι, η οποία αρνήθηκε να συμμετάσχει στις πρόβες πυρηνικών επιθέσεων όταν οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης έλαβαν οδηγίες να κρυφτούν σε καταφύγια. Κατά τη διάρκεια των ασκήσεων η Ντέι διαδήλωνε καθισμένη σε ένα παγκάκι στο Σέντραλ Παρκ και σύντομα προσχώρησαν δεκάδες άλλοι μαζί της. Η εφημερίδα της, The Catholic Worker, η οποία δημοσίευε τα άρθρα του Μέρτον, κατέστη ένα από τα κύρια μέσα ενημέρωσης υπέρ του αντιπολεμικού χριστιανικού ακτιβισμού. Ο Τζιμ Φόρεστ, ο οποίος απεβίωσε τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, ήταν στενός συνεργάτης της Ντέι και ανταποκριτής του Μέρτον. Συνάντησα τον Τζιμ σε ένα συνέδριο που διοργάνωσε η κοινότητα του Μποζέ στο Πεδεμόντιο· η εν λόγω κοινότητα ιδρύθηκε από τον οξυδερκή οραματιστή Έντσο Μπιάνκι και ήταν εμπνευσμένη από το πνεύμα της Β΄ Συνόδου του Βατικανού, που είχε ως σκοπό να φέρει πιο κοντά τις δύο εκκλησίες: την Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική. Τον πλησίασα κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, αλλά τον βρήκα περιτριγυρισμένο από νεαρές αδελφές της κοινότητας, οι οποίες τον κοίταζαν σαν να ήταν ροκ σταρ. Προφανώς, το βιβλίο του Τζιμ Αγαπώντας τον εχθρό μου: Σκέψεις πάνω στην πιο δύσκολη εντολή, το οποίο είχε μεταφραστεί στα ιταλικά, γνώριζε τεράστια επιτυχία μεταξύ των νεαρών Ρωμαιοκαθολικών, που ενδιαφέρονταν για τον Οικουμενισμό.
Αφού γνώρισε τη Ντόροθι Ντέι ο Τζιμ εγκατέλειψε το πολεμικό ναυτικό ως αντιρρησίας συνείδησης. Δεν έχω συναντήσει κανέναν άλλον, του οποίου η ζωή να έχει αφιερωθεί με μεγαλύτερη αφοσίωση σε αυτόν τον ένα και μοναδικό σκοπό, την προώθηση της ειρήνης. Ο Τζιμ μιλούσε με μια ήρεμη, γεμάτη αυτοπεποίθηση φωνή, όπως έκαναν και λίγοι άλλοι σαν κι αυτόν. Ελάχιστοι άνθρωποι στις ορθόδοξες χώρες γνωρίζουν για το έργο και την κληρονομιά του. Αλλά αυτό που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 είναι επειγόντως απαραίτητο να συνεχιστεί και σήμερα. Οι συμβουλές για τους Χριστιανούς ακτιβιστές της ειρήνης– ο υπότιτλος του βιβλίου του για τον Μέρτον– είναι δυστυχώς λιγότερο γνωστές.
Αν και ο Τζιμ επηρεάστηκε κυρίως από τους Ρωμαιοκαθολικούς του περιθωρίου, ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο θα μπορούσε να εμπνεύσει τους σύγχρονους ορθόδοξους ακτιβιστές υπέρ της ειρήνης είναι ο Άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ο ιδρυτής της μοναστικής κοινότητας στο Έσσεξ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ως νέος βίωσε μια προσωπική κρίση μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια τραγωδία, η οποία ωστόσο τον οδήγησε στον Θεό. Ως μοναχός στον Άθωνα ο Σαχάρωφ είδε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να εκτυλίσσεται, συνάντησε στρατιώτες και αξιωματικούς μεταξύ των οποίων και ναζί αξιωματικούς, αναπτύσσοντας τη ριψοκίνδυνη και ασυνήθιστη θέση της μη-σύνταξης με καμία πλευρά στον πόλεμο. Σε αυτό διέφερε από άλλους ορθόδοξους θεολόγους, όπως ο Βλαντιμίρ Λόσκι, ο οποίος πίστευε ότι πρέπει να παίρνουμε θέση στις πολεμικές συγκρούσεις και για τον οποίο υπήρχαν δύο δρόμοι: ο ένας στον οποίο ο εχθρός έπρεπε να αποκλειστεί και ο άλλος, στον οποίο πρέπει να τον αγαπάμε. Αναλογιζόμενος την εμπειρία του από τους δύο παγκοσμίους πολέμους και γράφοντας μέσα στην ατμόσφαιρα του Ψυχρού Πολέμου, ο πατήρ Σωφρόνιος είχε μια απαισιόδοξη οπτική: «Η γηΐνη ατμόσφαιρα αποπνέει οσμήν αίματος. Η οικουμένη τρέφεται καθ’ εκάστην δι’ ειδήσεων περί φόνων ή βασανισμών των ηττηθέντων εις αδελφοκτόνους συγκρούσεις. Τα μέλανα νέφη του μίσους καλύπτουν από των οφθαλμών ημών το Ουράνιον Φως. Οι άνθρωποι μόνοι δημιουργούν δι’ εαυτούς την κόλασιν αυτών. Άνευ της ολοκληρωτικής αλλαγής ημών δια της μετανοίας, δεν θα επέλθη η λύτρωσις του κόσμου· ‘λύτρωσις’ εκ της φοβερωτέρας πασών των αρών, του πολέμου. Δια τον ταπεινόν φορέα της αγάπης είναι προτιμότερον να φονευθή, ή να φονεύση.» (Οψόμεθα τον θεόν καθώς εστί). Ακολουθώντας τον πνευματικό του πατέρα και μοναχό Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, πίστευε ότι η αγάπη και η προσευχή για τους εχθρούς αποτελούν θεμελιώδη κριτήρια για να είναι κάποιος Χριστιανός.
Το όραμα του πατρός Σωφρόνιου ξεχωρίζει. Οι περισσότερες χριστιανικές εκκλησίες υποστήριζαν τις κυβερνήσεις τους στους πολέμους: ιερείς ευλογούσαν τους στρατιώτες, τους αξιωματικούς και τα όπλα· κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας αναγιγνώσκονταν προσευχές, που ζητούσαν την καταστροφή του εχθρού. Τελούσαν ιερές ακολουθίες στα χαρακώματα, ενώ αργότερα μετά τη μάχη, τελούσαν μνημόσυνα για τους νεκρούς στρατιώτες, που λίγες ώρες πριν είχαν μεταλάβει τη Θεία Κοινωνία. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι χριστιανικές εκκλησίες συμμετείχαν σε μια νέα περίοδο στρατιωτικοποίησης: Οι χριστιανοί πρόσκοποι προετοιμάζονταν για τη μάχη· οι μάρτυρες του κομμουνιστικού καθεστώτος, εργαλειοποιήθηκαν για την επιστράτευση των αντικομμουνιστών μαχητών. Ωστόσο, η τραγωδία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσε τομή, καθώς οι ευρωπαϊκές εκκλησίες άρχισαν πραγματικά να εργάζονται για την ειρήνη. Οι Ορθόδοξες εκκλησίες στην Ανατολική Ευρώπη έμειναν πίσω στην εν λόγω διαδικασία για λόγους κυρίως πολιτικούς. Δεν υφίσταται ορθή θεολογική ηθική της ειρήνης μεταξύ των Ορθόδοξων θεολόγων. Σήμερα στην παρούσα κρίση του πολέμου με την Ουκρανία, η εν λόγω παράλειψη μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή, καθώς τα μέλη των Ορθόδοξων εκκλησιών βρίσκονται σε διαφορετικές πλευρές στην παρούσα στρατιωτική σύγκρουση. Τα χρόνια της απομόνωσης και της συμμόρφωσης της Ορθόδοξης εκκλησίας της Ρωσίας κατά τη σοβιετική εποχή οδήγησαν στην άγνοια και την παραμέληση αναφορικά με την ειρηνευτική εμπειρία και την σχέση της με την θεολογία στη χριστιανική Δύση. Αν και πολλοί Ρώσοι Ορθόδοξοι τιμούν τον Σωφρόνιο (Σαχάρωφ), η άποψη του για τον πόλεμο ως η πιο βαρύτερη αμαρτία δεν έχει υιοθετηθεί. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν στην άκριτη εξύμνηση των νικών του παρελθόντος και στη διαμόρφωση της εικόνας του εχθρού. Όσα βλέπουμε σήμερα είναι αποτελέσματα του παραπάνω γεγονότος.
Εύχομαι να αυξηθεί ο αριθμός των ακτιβιστών της ειρήνης μεταξύ των Ορθόδοξων χριστιανών και θα ήθελα οι εκκλησιαστικές αρχές να αναγνωρίσουν τις προσπάθειες των εν λόγω αγωνιστών υποστηρίζοντάς τους και παρέχοντάς τους ιερείς και προστάτες αγίους. Θα ήθελα να δω τα βιβλία του Τζιμ Φόρεστ να μεταφράζονται στις γλώσσες της εκκλησίας, που ο ίδιος επέλεξε ως δική του: ρωσικά, ελληνικά, ρουμανικά κ.ο.κ. Θα ήθελα οι άνθρωποι που τιμούν τον Άγιο Σωφρόνιο τον Αγιορείτη να θυμούνται τη ριζοσπαστική του στάση κατά του πολέμου και θα ήθελα η Ορθόδοξη εκκλησία να χρησιμοποιήσει τη δύναμή της για να καταδικάσει κι ακόμη και να αφορίσει όσους είναι ένοχοι για την έναρξη πολεμικών συγκρούσεων. Θα ήθελα όσοι χριστιανοί, των οποίων το ταλέντο και η θέση τους στην κοινωνία τους επιτρέπει να μην μασάν τα λόγια τους και να αποκαλούν τα πράγματα με το όνομα τους, ανοιχτά να υποστηρίξουν ότι ο Χριστιανισμός είναι ασύμβατος με τον βίαιο τρόπο επίλυσης προβλημάτων μέσω στρατιωτικής σύγκρουσης. «Η διά της βίας νίκη εν τω κόσμω τούτω είναι πάντοτε και αναποφεύκτως πρόσκαιρος. Όταν αύτη προεκταθή εις την αιωνιότητα, θα αποδειχθή ατελεύτητον όνειδος». (Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Περί Προσευχής).
Η Irina Paert είναι ανώτερη ερευνήτρια στη Σχολή Θεολογία και Θρησκευτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Ταρτού (Εσθονία).