Από την Daniela Kalkandjieva

Στις 3 Ιουνίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξε σε συμφωνία σχετικά με το έκτο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις με την Ουγγαρία. Για να αποφευχθεί το βέτο της, τα υπόλοιπα κράτη μέλη έπρεπε να αφαιρέσουν το όνομα του Πατριάρχη Μόσχας από την μαύρη λίστα της ΕΕ. Γιατί όμως ο πρωθυπουργός ενός μη-ορθόδοξου κράτους υποστηρίζει τόσο θερμά τον προκαθήμενο της Ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας, ο οποίος τυγχάνει να είναι και κύριος σύμμαχος του Πούτιν στον πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας;
Ορισμένοι παρατηρητές αναζητούν την απάντηση στη συντηρητική νοοτροπία του Βίκτορ Όρμπαν και του Πατριάρχη Κυρίλλου, οι οποίοι υποστηρίζουν τις παραδοσιακές αξίες.[1] Ωστόσο, η τωρινή συνεργασία μεταξύ του Ουγγρικού κράτους και του Πατριαρχείου Μόσχας έχει ιστορικές ρίζες. Μια λιγότερο γνωστή σελίδα της ιστορίας τους αναφέρεται στο σχέδιο του Κρεμλίνου για την ίδρυση μιας αυτοκέφαλης Ουγγρικής ορθόδοξης εκκλησίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.[2] Η αρχική ιδέα μιας ενιαίας Ουγγρικής ορθόδοξης εκκλησίας ανήκει στο καθεστώς του Χόρτυ, ο οποίος ως σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας κατέλαβε υπό τον έλεγχό του περιοχές με αρκετό ορθόδοξο πληθυσμό και θεώρησε ότι ένας ενιαίος εκκλησιαστικός θεσμός θα διευκόλυνε τη διοίκησή του.
Παρά την πολιτική αλλαγή μετά την πτώση της ναζιστικής Γερμανίας, το Ουγγρικό κράτος μεταπολεμικά δεν εγκατέλειψε την ιδέα ίδρυσης μιας τοπικής ορθόδοξης εκκλησίας. Παρόλα αυτά το σημαντικότερο εμπόδιο για την επίτευξη του εν λόγω σχεδίου ήταν η ιδιαίτερη πληθυσμιακή σύνθεση της ορθόδοξης μειονότητας στην Ουγγαρία. Μονάχα ένας μικρός αριθμός πιστών ήταν εθνικά Ούγγροι. Εν τω μεταξύ, οι περισσότεροι ορθόδοξοι πιστοί είχαν εγκατασταθεί στη χώρα ως πρόσφυγες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την μπολσεβίκικη Ρωσία. Επομένως, η ορθόδοξη μειονότητα αποτελείτο από διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, οι οποίες ανήκαν σε πέντε διαφορετικές δικαιοδοσίες: στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στο Πατριαρχείο Σερβίας, στο Πατριαρχείο Ρουμανίας, στη Βουλγαρική Εξαρχία και στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εκτός Ρωσίας. Παρόλα αυτά όταν ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε την Ουγγαρία, η Ρωσική ορθόδοξη εκκλησία εκτός Ρωσίας έχασε τις ενορίες της, επειδή οι Σοβιετικοί την αντιμετώπιζαν ως σύμμαχο του Χίτλερ.
Το 1946, το Κρεμλίνο φανέρωσε το ενδιαφέρον του για την εν λόγω ορθόδοξη μειονότητα. Όπως και σε άλλες χώρες υπό τον έλεγχο του Κόκκινου Στρατού, η πρωτοβουλία προήλθε επισήμως από έναν ντόπιο ορθόδοξο ιερέα, ο οποίος απευθύνθηκε στο Πατριαρχείο Μόσχας να αναλάβει την ποιμαντική φροντίδα των ομοθρήσκων του. Σύμφωνα με τα ρωσικά αρχεία, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευτικών Ομολογιών της Βουδαπέστης υποστήριξε την επέκταση της δικαιοδοσίας της Μόσχας στο έδαφος της Ουγγαρίας. Η εν λόγω πράξη έπρεπε να επικυρωθεί από ένα κονκορδάτο μεταξύ του Πατριαρχείου Ρωσίας και του Ουγγρικού κράτους. Το σχέδιο προϋπέθετε για το μακρινό μέλλον τη δυνατότητα χορήγησης αυτοκεφαλίας στην Ουγγρική ορθόδοξη εκκλησία.
Για τον σκοπό αυτό, τον Αύγουστο του 1946, μια αντιπροσωπεία της Ρωσικής εκκλησίας, με επικεφαλής τον επίσκοπο του Μουκάτσεβο και Ούζγκοροντ Νέστορα αφίχθη στη Βουδαπέστη. Η εν λόγω αντιπροσωπεία έπρεπε να συμπεριλάβει τους ντόπιους ορθόδοξους Ρώσους εμιγκρέ στο Πατριαρχείο Μόσχας και να διερευνήσει την κατάσταση που επικρατούσε στις υπόλοιπες ορθόδοξες ενορίες. Τελικά, οι Ρώσοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε κανένας Ούγγρος ορθόδοξος κληρικός κατάλληλος για το αξίωμα του επισκόπου. Ως εκ τούτου, η Ουγγρική κυβέρνηση απευθύνθηκε στο Κρεμλίνο με αίτημα για το διορισμό επισκόπου από τη Σοβιετική Ένωση. Μόσχα και Βουδαπέστη συμφώνησαν ότι ο Ρώσος επίσκοπος θα διοριζόταν ως τοποτηρητής της Ουγγρικής ορθόδοξης εκκλησίας. Αποφασίστηκε επίσης ότι μια ουγγρική εκκλησιαστική αντιπροσωπεία θα επισκεπτόταν τον Πατριάρχη Αλέξιο προκειμένου να καθοριστούν οι σχετικές λεπτομέρειες. Ωστόσο, η πολυδικαιοδοτική δομή των ορθόδοξων κοινοτήτων στην Ουγγαρία προκάλεσε σοβαρά εμπόδια. Για το λόγο αυτό, στις 21 Οκτωβρίου 1946, η Ιερά Σύνοδος της Ρωσίας αποφάσισε να θέσει υπό τη δικαιοδοσία της Μόσχας μόνο τις ρωσικές και ουγγρικές ενορίες, ενώ άφησε ανοικτό το ζήτημα για τους ορθόδοξους Σέρβους, Ρουμάνους, Βούλγαρους και Έλληνες.
Ταυτόχρονα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιτάχθηκε στο σχέδιο ίδρυσης Ουγγρικής ορθόδοξης εκκλησίας. Τον Δεκέμβριο του 1946, ο Αρχιμανδρίτης Ιλαρίων Βασδέκας, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τις ελληνικές ενορίες στην Ουγγαρία, έγραψε σε έναν κληρικό από το Πατριαρχείο της Μόσχας ότι: «η Ουγγρική εκκλησία, αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι, βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως από τον έβδομο αιώνα, ο οποίος, σύμφωνα με τους χρονογράφους της εποχής, απέστειλε ιεραποστόλους σ’ αυτήν τη χώρα». Ο Ιλαρίων τόνισε επίσης ότι αν και μεταγενέστερα τα ουγγρικά εδάφη περιήλθαν υπό τον έλεγχο του Πάπα Ρώμης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν παραιτήθηκε ποτέ από τα δικαιώματά του επ’ αυτών. Επιπλέον, ο Έλληνας αρχιμανδρίτης υπαινίχθηκε ότι το ουγγρικό εκκλησιαστικό ζήτημα θα μπορούσε να επιλυθεί μέσω των κοινών προσπαθειών των πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας. Η λύση, ωστόσο, θα έπρεπε να σέβεται τα κανονικά δικαιώματα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος ως επίσκοπος της Νέας Ρώμης έχει το προνόμιο ίδρυσης νέων αυτοκέφαλων εκκλησιών, που βρίσκονται εκτός των εδαφών των υφιστάμενων ορθόδοξων αυτοκέφαλων εκκλησιών. Εκτός απ’ αυτό, θα έπρεπε επίσης να αναγνωριστεί ο ρόλος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ως μητέρας εκκλησίας της ουγγρικής. Από την άποψη αυτή ο Ιλαρίων επισήμανε ότι τα δικαιώματα της Ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας προέκυψαν στη συγκεκριμένη περίπτωση από τον σοβιετικό στρατιωτικό έλεγχο επί της Ουγγαρίας, ο οποίος επέτρεψε στον παραπάνω θρησκευτικό θεσμό να παρέχει ποιμαντική φροντίδα στον τοπικό ορθόδοξο πληθυσμό. Παρόλα αυτά, ο διορισμός του μελλοντικού προκαθημένου μιας ουγγρικής ορθόδοξης εκκλησίας θα έπρεπε να διευθετηθεί από τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας. Στο πλαίσιο αυτό, ο Ιλαρίων πρότεινε τον δικό του διορισμό στην εν λόγω θέση και ανέφερε ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα τον υποστήριζε. Με τη σειρά τους, τα Πατριαρχεία Σερβίας και Ρουμανίας αντιτάχθηκαν επίσης στο σχέδιο ίδρυσης μιας Ουγγρικής ορθόδοξης εκκλησίας και απηύθυναν έκκληση στη ρωσική εκκλησιαστική ηγεσία να τερματίσει τις εν λόγω απόπειρες.
Παρά αυτή την αντίσταση, η Ουγγρική κυβέρνηση συνέχισε τις προετοιμασίες για την ίδρυση αυτοκέφαλης εκκλησίας. Τον Απρίλιο του 1947 αιτήθηκε από τον Πατριάρχη Αλέξιο να χειροτονήσει τον Janos Varju επίσκοπο της Ουγγρικής ορθόδοξης εκκλησίας καθιστώντας τον παράλληλα μέλος της Ιεράς Συνόδου στη Μόσχα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η νέα εκκλησία επρόκειτο να λάβει καθεστώς παρόμοιο με εκείνο της Ορθόδοξης εκκλησίας της Τσεχοσλοβακίας. Ο προκαθήμενος της Ρωσικής εκκλησίας δεν απέρριψε την πρόταση, αλλά απαίτησε από την Ουγγρική κυβέρνηση να διαπραγματευτεί την ίδρυση της νέας εκκλησίας με τη Ρουμανία και τη Γιουγκοσλαβία λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τη γνώμη των ρουμανικών και σερβικών ενοριών στην Ουγγαρία. Το αποτέλεσμα ήταν ο τερματισμός του σχεδίου ίδρυσης μιας Ουγγρικής ορθόδοξης εκκλησίας. Η σοβιετική κρατική ηγεσία δεν έδωσε το πράσινο φως για την υποχρεωτική υλοποίηση του σχεδίου, διότι θα προσέβαλλε τη Σερβική και τη Ρουμανική εκκλησία, οδηγώντας τις εγγύτερα στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τη στιγμή μάλιστα, που το Κρεμλίνο προετοίμαζε τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου στη Μόσχα, η οποία είχε προγραμματιστεί για το φθινόπωρο του 1947. Εκείνη την περίοδο αναμενόταν ο Πατριάρχης Μόσχας να λάβει τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη, αντικαθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Εν τω μεταξύ ο Ψυχρός Πόλεμος και η εξέγερση του Τίτο κατά του Στάλιν μετέβαλλαν τα γεωπολιτικά δεδομένα. Η ρήξη μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Σοβιετικής Ένωσης απομάκρυνε την Σερβική ορθόδοξη εκκλησία από την τροχιά του Πατριαρχείου Μόσχας. Εν τέλει το σχέδιο για την ίδρυση μιας αυτοκέφαλης Ουγγρικής ορθόδοξης εκκλησίας αναβλήθηκε επ’ αόριστον.
Στην παρούσα γεωπολιτική κατάσταση, ωστόσο, το Κρεμλίνο θα μπορούσε να επωφεληθεί απ’ την αναβίωση του εν λόγω σχεδίου. Απ’ τη μία πλευρά μετά τη χορήγηση αυτοκέφαλου στην Ορθόδοξη εκκλησία της Ουκρανίας εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η εκκλησιαστική ηγεσία της Μόσχας αναζητεί τη ρεβάνς σε διάφορα μέρη ανά τον κόσμο. Από αυτήν την άποψη, η ίδρυση μιας αυτοκέφαλης Ορθόδοξης εκκλησίας στα εδάφη της μεσαιωνικής Παννονίας θα μπορούσε να αλλάξει τις ισορροπίες στον ορθόδοξο κόσμο. Ειδικότερα, η ίδρυση μιας Ουγγρικής ορθόδοξης εκκλησίας θα αποτελούσε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα, διότι η Παννονία λειτουργεί ως τόπος μνήμης για τα σλαβικά έθνη, τα οποία τιμούν τους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο ως δημιουργούς του αλφαβήτου, της λειτουργίας και του πολιτισμού τους. Συγχρόνως, οι ρωσικές κρατικές και εκκλησιαστικές αρχές θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν την κατάσταση για να μειώσουν τη συμβολική αξία της ανακήρυξης των δύο αγίων αδελφών ως προστατών της Ευρώπης το 1980 εκ μέρους του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄, γνωστό για τον αγώνα του κατά του κομμουνισμού. Με τη σειρά του, ο Όρμπαν θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιήσει τη νέα εκκλησία ως μέσο καταστολής των φιλελεύθερων φωνών στις τοπικές και προτεσταντικές εκκλησίες.
Απ’ την άλλη πλευρά, ακόμη κι αν το σχέδιο της ουγγρικής αυτοκεφαλίας παραμείνει στα χαρτιά, το Πατριαρχείο Μόσχας θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για να ασκήσει πίεση στις ορθόδοξες εκκλησίες, που έχουν εκκλησιαστικές δομές στην Ουγγαρία. Ιδιαίτερα ευαίσθητο στο εν λόγω ζήτημα θα ήταν το Πατριαρχείο Σερβίας, όπου μόλις δέχθηκε να παραιτηθεί από τη δικαιοδοσία του αναφορικά με την Ορθόδοξη εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας. Όπως στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι εν λόγω εκκλησίες θα διαμαρτύρονταν χωρίς να μπορούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον του Πατριαρχείου Μόσχας και της κυβέρνησης του Όρμπαν. Εν ολίγοις, το ζήτημα της ουγγρικής αυτοκεφαλίας, ενέχει ενδεχομένως τη δυνατότητα να προκαλέσει θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις στη Νοτιοανατολική και Κεντρική Ευρώπη, οι οποίες θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν την ενότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.
[1] Ο Πατριάρχης Κύριλλος συγχαίρει τον Βίκτορ Όρμπαν για την επανεκλογή του στην πρωθυπουργία της Ουγγαρίας, 16 Μαΐου 2022 http://www.patriarchia.ru/db/text/5925864.html
[2] Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα σχέδια για την ίδρυση αυτοκέφαλης Ουγγρικής ορθόδοξης εκκλησίας βλ. Daniela Kalkandjieva, Russian Orthodox Church, 1917-1948: From Decline to Resurrection, Routledge [Ρωσική ορθόδοξη εκκλησία 1917-1948: Από την παρακμή στην ανάσταση], 2014, pp. 285-294.
Η Δρ. Daniela Kalkandjieva είναι ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας Αγ. Κλήμης της Αχρίδας.