Brandon Gallaher

«Γνωρίζοντας τον, αισθάνθηκα αμέσως την αυθεντικότητα, την ακεραιότητα και την γνησιότητά του; ένιωσα ότι ήταν ένας αληθής άνθρωπος. Χαρακτηριζόταν από γαλήνη, καθώς και από μια διαφανή και ακτινοβολούσα χαρά.» (Κάλλιστος Γουέαρ, «Το Άγιον Όρος Σήμερα» [1976]).
Μια Στιγμή Πανορθόδοξης Ενότητας
Σε μια εποχή κατά την οποία ο Ορθόδοξος χριστιανικός κόσμος σπαράσσεται από σχίσματα –με πιο επίπονο το σχίσμα στην Ουκρανία– η πρόσφατη κοίμηση του Μητροπολίτη Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ (1934-2022), αποτελεί ίσως ένα από τα ελάχιστα γεγονότα που κατόρθωσαν να ενώσουν, έστω και για λίγο, τον Ορθόδοξο κόσμο προσκομίζοντας μια αίσθηση χαρμολύπης. Τρισάγια για τον άρτι κοιμηθέντα μακαριστό Μητροπολίτη Κάλλιστο τελέστηκαν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στο Φανάρι, καθώς και στη νεκρική κλίνη του από εξέχουσες προσωπικότητες —πρώην μαθητές του Μητροπολίτη— που ανήκουν στη Ρωσική Εκκλησία– Πατριαρχείο Μόσχας (Μητροπολίτης Βουδαπέστης και Ουγγαρίας Ιλαρίων Αλφέγιεφ και Επίσκοπος Λονδίνου Ειρηναίος Στίνμπεργκ [Ρώσικη Ορθόδοξη Εκκλησία εκτός Ρωσίας-Πατριαρχείο Μόσχας]. Ο Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας Νικήτας, υπέρτιμος και Έξαρχος Δυτικής Ευρώπης, παρακολουθούσε στενά την πορεία της ασθένειας του αείμνηστου Μητροπολίτη Καλλίστου και τον επισκεπτόταν συχνά τα τελευταία χρόνια πριν την κοίμησή του. Με ιδιαίτερη ποιμαντική μέριμνα, ο Αρχιεπίσκοπος Νικήτας συνεργάστηκε αθόρυβα για μεγάλο χρονικό διάστημα με τους τοπικούς εκπροσώπους της Ρωσικής ενορίας στην Οξφόρδη, καθώς και της Ελληνορθόδοξης ενορίας στην ίδια πόλη με σκοπό τον σχεδιασμό και τη φροντίδα για την τέλεση της εξόδιου ακολουθίας, της Θείας Λειτουργίας, των επιμνημόσυνων δεήσεων και την ταφή του αείμνηστου Μητροπολίτη στην Οξφόρδη, ούτως ώστε να τονίσει την σημασία του Καλλίστου Γουέαρ για το σύνολο του Ορθόδοξου κόσμου.
Δύο ιδιαιτέρως συγκινητικά τρισάγια τελέστηκαν επί της σορού του κοιμηθέντoς Μητροπολίτη Καλλίστου στην Ρωσική ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού από τον προϊστάμενό της π. Stephen Platt, ενώ κατόπιν ακολούθησε ολονύχτια αγρυπνία όπου κληρικοί όλων των εκκλησιών και πιστοί ανάγνωσαν ευαγγελικές περικοπές. Την επόμενη ημέρα, τελέστηκε Θεία Λειτουργία από τον Μητροπολίτη Βελγίου Αθηναγόρα (Οικουμενικό Πατριαρχείο) στην κοινή ελληνορωσική ενορία, τον Ι.Ν. της Αγίας Τριάδος και τον Ι.Ν Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (Οικουμενικό Πατριαρχείο), μετά των εφημερίων π. Ian Graham και π. Seraphim Vänttinen-Newton, καθώς και συλλειτουργούντων ιερέων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Παρούσες ήταν επίσης και οι μοναχές της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου (Έσσεξ) (ιδρυθείσης από τον Άγ. Σωφρόνιο Σαχάρωφ του Εσσέξ [1896-1993], οι οποίες έψαλλαν, μαζί με πλήθος πιστών και κληρικών από όλες τις Ορθόδοξες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες (συμπεριλαμβανομένου και του Πατριαρχείου Μόσχας), καθώς και εκπροσώπων άλλων εκκλησιών (π.χ. Αρχιεπίσκοπος Ρόουαν Γουίλιαμς [Αγγλικανική Εκκλησία]. Τέλος, η εξόδιος ακολουθία, στην οποία παραβρέθηκαν εκατοντάδες άτομα από όλες τις χριστιανικές παραδόσεις, έλαβε χώρα στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της Οξφόρδης του Αγ. Αλοΐσιου Γκονζάγκα υπό τον Αρχιεπίσκοπο Νικήτα, παρουσία πολλών Ορθόδοξων επισκόπων και κληρικών όλων των δικαιοδοσιών, συμπεριλαμβανομένου ενός μονάχα θαρραλέου ιερέα από το Πατριαρχείο Μόσχας. Το «ύστατο χαίρε» των πιστών προς τον αγαπημένο Μητροπολίτη διήρκεσε σχεδόν μισή ώρα, ενώ όλο το εκκλησίασμα προσήλθε για να τον αποχαιρετήσει και να λάβει την τελευταία του ευλογία. Λίγο πριν σκεπαστεί η σορός του μακαριστού Μητροπολίτη Καλλίστου, ο Αρχιεπίσκοπος Νικήτας, εκδηλώνοντας ιδιαίτερη ποιμαντική διορατικότητα, δώρισε τα προσωπικά αντικείμενα του επισκοπικού αξιώματος του Μητροπολίτη Κάλλιστου, στους παρευρισκόμενους μοναχούς και κληρικούς όλων των δικαιοδοσιών. Την μίτρα έλαβε ο Μητροπολίτης Αθηναγόρας (Οικουμενικό Πατριαρχείο), η επισκοπική ράβδος παραδόθηκε στην Ι.Μ. του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου (Οικουμενικό Πατριαρχείο), τον αρχιερατικό σταυρό παρέλαβε ο π. Stephen Platt και το εγκόλπιο στάλθηκε στον Μητροπολίτη Ιλαρίωνα Αλφέγιεφ (Πατριαρχείο Μόσχας). Η ημέρα έκλεισε με την ταφή του Μητροπολίτη στο «ορθόδοξο τμήμα» του κοιμητηρίου Wolvercote της Οξφόρδης (όπου έχει ταφεί και ο Τζ. Ρ.Ρ. Τόλκιν). Στην πομπή υπό τους ήχους πασχάλιων ασμάτων προΐστατο ο Μητροπολίτης Αθηναγόρας, οδηγώντας πλήθος πιστών διαφορετικών χριστιανικών ομολογιών και παραδόσεων. Ο Αρχιεπίσκοπος Νικήτας προσκάλεσε ανοιχτά όλους τους ορθόδοξους κληρικούς των κανονικών εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών να παραστούν στην εξόδιο ακολουθία με σκοπό να δοθεί μια ρητή μαρτυρία για την ενότητα της Ορθοδοξίας. Δυστυχώς όμως, το Πατριαρχείο Μόσχας έδωσε εντολή στους κληρικούς του να μην λάβουν μέρος σε οποιαδήποτε ακολουθία στην οποία προΐσταται ιεράρχης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η αγρυπνία οργανώθηκε από εξέχοντα μέλη της τοπικής Ρωσικής ενορίας, υπεύθυνα για την φροντίδα του Μητροπολίτη κατά την περίοδο της μακράς του ασθενείας και νυν εκτελεστές της διαθήκης του.
Οι παραπάνω ακολουθίες ήταν μια σύντομη αλλά ατελής στιγμή εκδήλωσης της πανορθόδοξης ενότητας, ενώ αποτέλεσαν επίσης το επιστέγασμα των τελευταίων χρόνων της ζωής του κυρού Μητροπολίτη Κάλλιστου. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων αφοσιωμένα πνευματικά του τέκνα, με επικεφαλής μέλη της τοπικής ρωσικής ενορίας, καθώς και της ελληνικής, είχαν αναλάβει την καθημερινή φροντίδα του αείμνηστου Μητροπολίτη Καλλίστου, υπερβαίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον διχασμό των εκκλησιών τους. Αυτό είναι και το κύριο χαρακτηριστικό του «Κάλλιστου της Οξφόρδης»: κατόρθωσε τόσο στη ζωή όσο και στη κοίμηση του να διακριθεί ως σημείο ενότητας (όπως οφείλει να είναι και το λειτούργημα του επισκόπου), καθώς και να καταστεί αυτό που θεωρούσε ως απώτερο σκοπό του: ένας Ορθόδοξος διδάσκαλος αφιερωμένος στη διάδοση της αλήθειας του Χριστού, μέσω της οποίας ενώνει όλους τους Χριστιανούς εν ελευθερία, ούτως ώστε να αυξηθούν και να τελειωθούν στην πληρότητα της εν Χριστώ ζωής.
Ο πρώτος Οικουμενικός Διδάσκαλος της Ορθοδοξίας στην Παγκόσμια Εποχή.
Πολλά χρόνια θα χρειαστούν για να κατανοηθεί και να αναλυθεί η σημασία του έργου του μακαριστού Μητροπολίτη Καλλίστου από τους ιστορικούς της νεώτερης Ορθοδοξίας. Ωστόσο, δεν αποτελεί υπερβολή ο ισχυρισμός ότι ο μακαριστός Μητροπολίτης ήταν ο πρώτος οικουμενικός Ορθόδοξος διδάσκαλος στην νεώτερη παγκόσμια εποχή, μια μορφή συγγενής, όσον αφορά το λειτούργημά και τον συμβολισμό, με τους Τρεις Ιεράρχες, καθώς και τους Αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο. Ο μακαριστός Μητροπολίτης Κάλλιστος, ωστόσο, έδρασε κυρίως για την εμπέδωση και άνθιση μιας νέας Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία συνειδητοποιεί την ύπαρξή της ως τμήματος ενός Πανορθόδοξου διεθνούς σώματος εκκλησιών. Τον συνάντησα για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ήρθα στην Οξφόρδη για να πραγματοποιήσω τις διδακτορικές μου σπουδές. Όπως τόσοι πολλοί άλλοι πριν από έμενα, είχα διαβάσει το βιβλίο του Ο Ορθόδοξος Δρόμος (1979), το οποίο ήταν καθοριστικό για τη μεταστροφή μου από τον Αγγλικανισμό στην Ορθοδοξία στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Πράγματι, όταν διάβασα το έργο του για πρώτη φορά, τον καιρό εκείνο πριν την έλευση του διαδικτύου, υπέθεσα ότι προερχόταν από ένα παραδοσιακά ορθόδοξο περιβάλλον και για χρόνια τον αποκαλούσα «Κάλλιστο Ουάρεχ», καθώς δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κάποιος με τόσο βαθιά γνώση της Ορθοδοξίας μπορούσε να ήταν τέκνο του Αγγλικού πολιτισμού και πρώην Αγγλικανός όπως εγώ.
Αργότερα μου τόνισε πολλές φορές ότι αισθάνθηκε πως «επέστρεψε στο σπίτι του» όταν το 1958 έγινε δεκτός στην Ορθοδοξία ως «Τιμόθεος» (το όνομα «Κάλλιστος» το έλαβε μετά τη μοναχική του κουρά το 1966) κατά τη Μεγάλη Παρασκευή, λαμβάνοντας το Χρίσμα από τον Επίσκοπο Απαμείας Ιάκωβο (Βίρβο) στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο. Ουσιαστικά ένοιωσε πως δεν εγκατέλειψε την προγονική του Αγγλικανική Εκκλησία αλλά ότι επέστρεψε στις ρίζες της. Όπως και ο ίδιος έχει δηλώσει: «είμαι πεπεισμένος ότι ασπαζόμενος την Ορθοδοξία δεν έγινα λιγότερο Άγγλος, αλλά είμαι ακόμη πιο γνήσιος απ’ ό,τι πριν». Πίστευε ότι στην Ορθοδοξία ανακάλυψε εκ νέου τις «αρχαίες ρίζες της ‘αγγλικότητάς’ του» εντός της αδιάσπαστης χιλιετίας της κοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης, στην οποία μπορεί κανείς να ανιχνεύσει την ιστορία της Αγγλίας. Το εν λόγω όραμα της Ορθοδοξίας ως οικουμενικής, υπερεθνικής και διεθνούς πραγματικότητας («Πανορθοδοξία») ήταν χαρακτηριστικό της διδασκαλίας του Μητροπολίτη Καλλίστου καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Πρόκειται για μια σοφή διδασκαλία, την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία σήμερα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της σε μια εποχή συγκρουόμενων εθνικών Ορθοδοξιών, αν θέλει φυσικά να υπερβεί τη στενή της «ανατολικότητα» και να εκπληρώσει ευαγγελικά την αποστολή της ως «πλήρωμα τα πίστεως».
Καταφθάνοντας στην Οξφόρδη, ο Μητροπολίτης Κάλλιστος είχε ήδη συνταξιοδοτηθεί από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο ως Λέκτορας της έδρας Spalding στις Ανατολικές Ορθόδοξες Σπουδές. Τον γνώρισα στις ιερές ακολουθίες της τοπικής κοινής ελληνορωσικής ενορίας, της οποίας ήταν συνιδρυτής, ενώ εγώ ήμουν μέλος της εκκλησιαστικής κοινότητας του Πατριαρχείου Μόσχας. Τελικά αρχίσαμε να συναντιόμαστε περίπου μια φορά τον μήνα είτε για δείπνο είτε για να του διαβάσω τα γραπτά μου και κατέληξα να βοηθώ μια τοπική «ομάδα φίλων του επισκόπου» και από τις δύο ενορίες, ενώ παράλληλα, ασκούσα χρέη γραμματέα και φροντιστή κατά τη διάρκεια των πολλών περιόδων ασθένειας του επισκόπου, ακόμη και μετά τη μετακόμισή ου στο Έξετερ. Κατά τη διάρκεια των περίπου είκοσι ετών της φιλίας μας, μου τόνισε επανειλημμένα εν μέσω των συνομιλιών μας δύο βασικά πράγματα για τον εαυτό του, τα οποία θέλω να αναπτύξω εν συντομία.
Διδάσκαλος της Θεολογίας
Το πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό, το οποίο ο μακαριστός Μητροπολίτης συχνά υπογράμμιζε για τον εαυτό του, ήταν ότι θεωρούσε ως πρωταρχική αποστολή και προσφορά της ζωής του τη διδασκαλία της ιστορίας, των δογμάτων και της πνευματικότητας του Ορθόδοξου χριστιανισμού, ως οικουμενικής παράδοσης με καθολικό χαρακτήρα. Όταν ο Μητροπολίτης Κάλλιστος μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία τη δεκαετία του 1950, η τελευταία αποτελούσε ακόμη σε μεγάλο βαθμό μια άγνωστη πραγματικότητα για τους χριστιανούς της Δύσης. Ελάχιστα βιβλία κυκλοφορούσαν με θέμα την Ορθοδοξία, ενώ τα περισσότερα λειτουργικά και πνευματικά κείμενα παρέμεναν αμετάφραστα. Οι ιερές ακολουθίες στις περισσότερες εκκλησίες τελούντο είτε στα ελληνικά είτε στην παλαιά σλαβονική γλώσσα, ενώ υπήρχαν ελάχιστοι, αν όχι καθόλου, δυτικοί προσήλυτοι στις διάφορες εκκλησίες –πόσο μάλλον μοναχοί ή κληρικοί από τη Δύση– το ποίμνιο των οποίων αποτελείτο κυρίως από εμιγκρέδες. Πράγματι, αρκετές φορές απέτρεψαν τον μακαριστό Κάλλιστο να ασπαστεί την Ορθοδοξία λέγοντάς του ότι έπρεπε να παραμείνει μέλος της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Πέρα από το ότι η Ορθοδοξία ήταν δυσπρόσιτη στη Δύση εκείνη την περίοδο, υπήρχαν επίσης ελάχιστα ή και καθόλου κέντρα αφιερωμένα στη μελέτη της Ορθοδοξίας εκτός των παραδοσιακά ορθόδοξων χωρών, ενώ υφίσταντο λίγα και κυρίως εθνοκεντρικά εκπαιδευτικά εκκλησιαστικά ιδρύματα στη Γαλλία και τη Βόρεια Αμερική. Σε τοπικό επίπεδο, έλειπε η αυτοσυνειδησία της οικουμενικής κοινωνίας από τις μεμονωμένες ορθόδοξες ενορίες. Μεγάλο μέρος του Ορθόδοξου κόσμου βρισκόταν ακόμη τότε υπό την τυραννία διαφόρων μορφών αθεϊστικού κομμουνισμού και η Ορθοδοξία στοιχειωνόταν από τα φαντάσματα της σχετικά πρόσφατα τότε διαλυμένης Οθωμανικής και Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Αμέσως μετά τη μεταστροφή του, ο Μητροπολίτης Κάλλιστος άρχισε να ενδιαφέρεται για όλες τις εκδοχές του Ανατολικού Ορθόδοξου Χριστιανισμού, τον οποίο πάντα αποκαλούσε «Ορθοδοξία» ή «Ορθόδοξο Χριστιανισμό», αποφεύγοντας τους όρους «ελληνορθόδοξη παράδοση», στην οποία ανήκε η δική του ενορία ή ακόμη και «ρωσική ορθοδοξία», που είχε πρωτογνωρίσει ως έφηβος και της οποίας η πνευματικότητα και οι άγιοι παρέμειναν στην καρδιά του έως την κοίμησή του. Θεωρούσε όλες τις μορφές της Ανατολικής Ορθοδοξίας ως εκδοχές μιας οικουμενικής χριστιανικής παράδοσης που –είτε στη ρουμανική, ρωσική ή σερβική της εκδοχή– είχε τη δική της ιστορία, διδασκαλία και πνευματικότητα, η οποία διέφερε από τον δυτικό χριστιανισμό, αλλά ωστόσο, υπερέβαινε την «ανατολικότητά» της και δεν αποτελούσε «κάτι εξωτικό και ανατολίτικο, αλλά ήταν αγνός Χριστιανισμός». Παρόλα αυτά, ο μακαριστός Μητροπολίτης Κάλλιστος υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό μια συγκεκριμένη εκκλησιαστική θεώρηση –η Ανατολική Ορθοδοξία είναι γι’ αυτόν ο καθαυτό Ορθόδοξος Χριστιανισμός. Το γεγονός ότι περιορίστηκε σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές δεν ήταν παρά ένα ατύχημα της ιστορίας και γι’ αυτό θεωρούσε την Ορθοδοξία (σύμφωνα και με την αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας) «τίποτα λιγότερο εκτός από την Εκκλησία του Χριστού επί της γης».
Τα έργα του Η Ορθόδοξη Εκκλησία και Ο Ορθόδοξος Δρόμος αποτελούν βιβλία, τα οποία κατηγοριοποιούνται σε αυτό που οι ερευνητές ονομάζουν σήμερα Χαλκηδονία Ορθοδοξία, αν και ο ίδιος είχε επίσης θερμές σχέσεις και έδειξε ζωηρό ακαδημαϊκό ενδιαφέρον για τις διάφορες μορφές της Προχαλκηδόνιας Ορθοδοξίας, για τις οποίες ήλπιζε ότι θα επανενωθούν με τους Ανατολικούς Ορθόδοξους αδελφούς τους. Σήμερα θεωρούμε πλέον την εν λόγω παγκόσμια αίσθηση της Ορθοδοξίας ως δεδομένη παράδοση, αλλά ο Μητροπολίτης Κάλλιστος βοήθησε στην ανάδειξή της στη Δύση, καθώς και στην εδραίωση της στην οικουμενική ορθόδοξη αυτοσυνειδησία.
Αν ρίξουμε μια ματιά στο έργο του Νικόλαος Ζερνώφ (1898-1980), Ρώσου ιστορικού, οικουμενιστή, καθώς και προκατόχου του μακαριστού Κάλλιστου στην έδρα Spalding, βλέπουμε πως τα περισσότερα έργα του αφορούν τον ρωσικό χριστιανισμό. Το κύριο κείμενο του Ζερνώφ με θέμα την ορθόδοξη διδασκαλία και ιστορία Eastern Christendom: A Study of the Origin and Development of the Eastern Orthodox Church (1961) [Ανατολικός Χριστιανισμός: Έρευνα στην Προέλευση και την Ανάπτυξη της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας] επικεντρώνεται στην Ανατολική Ορθοδοξία ως παράδοση των «Ανατολικών εκκλησιών» ή της «χριστιανικής ανατολής» και όχι ως οικουμενική πραγματικότητα, η οποία προβάλλει αξιώσεις στον Δυτικό Χριστιανισμό ως «καθαυτό Χριστιανισμός» που φέρει την ονομασία «Ορθόδοξη Εκκλησία».
Ο Μητροπολίτης Κάλλιστος συνέβαλε με πολλούς τρόπους στη δημιουργία του ακαδημαϊκού πεδίου των Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών. Δημιούργησε το εν λόγω ακαδημαϊκό πεδίο μέσω του εκτεταμένου οικουμενικού του έργου στους διαλόγους Ορθόδοξων-Αγγλικανών, Ορθόδοξων-Ρωμαιοκαθολικών και Ορθόδοξων-Ευαγγελικών. Βασίστηκε στα θεμέλια που είχαν θέσει προηγούμενες προσωπικότητες, όπως ο Σέργιος Μπουλγκάκωφ, ο Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ο Νικόλαος Ζερνώφ, ο Αλέξανδρος Σμέμαν και ο Ιωάννης Μάγεντορφ, διαμορφώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια αντίληψη για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, που τον αναδεικνύει σε οικουμενική και παγκόσμια παράδοση και η οποία μπορεί να μελετηθεί με τον ίδιο τρόπο διεπιστημονικής προσέγγισης που παρατηρείται στις Ρωμαιοκαθολικές Σπουδές. Στο πλαίσιο αυτής της αποστολής συνέγραψε τις θεμελιώδεις μελέτες του για την Ορθόδοξια αλλά και μετέφρασε στα αγγλικά μαζί με την Μητέρα Μαρία της Ι.Μ. της Αγίας Σκέπης στο Bussy-En-Othe της Γαλλίας δύο από τα σημαντικότερα λειτουργικά κείμενα της Ορθοδοξίας: το Εορταστικό Μηναίο (1977) και το Κατανυκτικό Τριώδιο (1978). Επιπλέον, με τους Τζέραλντ Πάλμερ και Φίλιπ Σέραρντ μετέφρασε τους πέντε τόμους της Φιλοκαλίας στα αγγλικά (ο πέμπτος τόμος είναι υπό έκδοση και αποτελεί την τελευταία δουλειά του Μητροπολίτη Καλλίστου). Οι τόμοι της Φιλοκαλίας –όπως πληροφορήθηκα από τον μακαριστό επίσκοπο– αποτελούν σε μεγάλο βαθμό ομαδικό εγχείρημα, με διάφορους μεταφραστές να αναλαμβάνουν διαφορετικά κείμενα για μια πρωταρχική μετάφραση, την οποία ύστερα επέστρεφαν στους συν-μεταφραστές τους για συζήτηση επί του κειμένου και αναθεώρηση. Νομίζω ότι ο λόγος που χρειάστηκε τόσο χρόνο ο μακαριστός Κάλλιστος για να ολοκληρώσει τον πέμπτο τόμο —τον θυμάμαι να εργάζεται επί των πολλαπλών αναθεωρήσεων του κειμένου πριν από μια δεκαετία στο τραπέζι της κουζίνας του, που ήταν και το γραφείο του– ήταν επειδή συσχέτιζε τη μεταφραστική διαδικασία με τη στενή φιλία που διατηρούσε με τόσους πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, κυρίως με τον Φίλιπ Σέραρντ, ενώ η εργασία πάνω στο κείμενο του υπενθύμιζε τη βαθιά θλίψη λόγω της απουσίας τους και εν τέλει το δικό του τέλος. Εδώ πρέπει να αναφερθούν και οι πολλές μελέτες του για την πατερική θεολογία και πνευματικότητα, οι περισσότερες από τις οποίες δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά και βιβλία, καθώς και η συμμετοχή του σε άλλα μεταφραστικά έργα βίων αγαπημένων του αγίων, όπως για παράδειγμα, του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ (Χρονικά της Μονής Σεραφείμ-Ντιβέγιεβο [2018]), οι εικόνες του οποίου πάντα τον περιβάλλανε.
Όταν κάποτε τον ρώτησε γιατί δεν έγραψε περισσότερες μονογραφίες (έγραψε μόνο μία: Ευστράτιος Αργέντης: Μια μελέτη της ελληνικής εκκλησίας υπό την τουρκική κυριαρχία [1964,2013] απάντησε με ένα χαρακτηριστικό μειδίαμα ότι αυτό συνέβη επειδή περνούσε όλο του τον καιρό συναντώντας ανθρώπους σαν εμένα. Συνέχισε διευκρινίζοντάς μου ότι είχε αφιερώσει μεγάλο μέρος της ζωής του στην μετάφραση και τη διδασκαλία, στην οποία συμπεριέλαβε και την πνευματική καθοδήγηση. Γι’ αυτό το λόγο, η εξομολόγηση μαζί του αποτελούσε μια καθοριστική εμπειρία ζωής, ενώ η διδασκαλία του συχνά έγειρε πνευματικά ζητήματα που άξιζαν ιδιαίτερης αντιμετώπισης. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί από τους παλαιότερους «μαθητές» του (όπως πάντοτε τους αποκαλούσε) ήταν ταυτόχρονα και πνευματικά του παιδιά, πολλά εκ των οποίων πάντρεψε, ενώ μερικές φορές βάπτισε και τα παιδιά τους. Με την πάροδο των ετών, θυμάμαι ότι συζητούσα συχνά μαζί του αρκετά θεωρητικά θεολογικά ζητήματα, τα οποία αγωνιζόμουν να αποσαφηνίσω, όπως την ορθόδοξη εγκυρότητα της διδασκαλίας της σοφιολογίας, τη μοναρχία και τη κρυφή φύση του Πατρός, το αν η διάκριση ουσίας/ενεργειών υπονομεύει την εν Χριστώ τελειότητα της αποκάλυψης, το πρωτείο, τη συνοδικότητα, τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριάρχη ως «πρώτου μεταξύ ίσων», καθώς και το ζήτημα των αποκλειστικών σχέσεων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου στο πλαίσιο της Ορθόδοξης παράδοσης. Ο ίδιος δεν θεώρησε ποτέ τα ερωτήματά μου ως απλούς διανοητικούς περισπασμούς και συζητούσε υπομονετικά μαζί μου, ωστόσο, πάντα κατάφερνε να επαναφέρει τα εν λόγω ζητήματα στην υπαρξιακή τους διάσταση, στο ποιος ήμουν, στο ποιος θα μπορούσα να γίνω εργαζόμενος για τη σωτηρία μου με φόβο και τρόμο, δηλαδή σε αυτό που ήταν καθοριστικό και συγκεκριμένο –στο μόνο πράγμα που έχει αξία– την εμπειρία μας με τον Θεό στην προσευχή, στην αγαπητική θέαση του Θεού και στην ανταπόκριση Του στο βλέμμα μας.
Η κύρια διδακτική δραστηριότητα του μακαριστού Μητροπολίτη έλαβε χώρα κατά τη μακρόχρονη διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (1966-2001) και στο Ινστιτούτο Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών (IOCS) του Κέιμπριτζ (1999-2019), η οποία περιλάμβανε την επίβλεψη μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψήφιων διδακτόρων, παράδοση μαθημάτων και πάνω απ’ όλα τη διδασκαλία προπτυχιακών φοιτητών. Στο Κολλέγιο Pembroke, προετοίμαζε τρεις έως έξι προπτυχιακούς «θεολόγους» κάθε χρόνο σε φροντιστήρια για να λάβουν μέρος στις εξετάσεις του πρώτου έτους και στις τελικές εξετάσεις του τρίτου έτους σε όλα τα επίμαχα θέματα: πατρολογία, χριστιανική πνευματικότητα, εκκλησιαστική ιστορία, αλλά και νεώτερη θεολογία, Καινή Διαθήκη, καθώς και αρχαίες γλώσσες. Παρέδιδε επίσης πολλαπλές εξαμηνιαίες διαλέξεις στους τομείς της ειδικότητάς του (π.χ. στην εξέλιξη του μοναχισμού) στις Εξεταστικές Σχολές (Examination Schools) στην οδό High Street της Οξφόρδης. Ο ίδιος, ποτέ δεν εγκατέλειψε την παιδαγωγική πρακτική του προπτυχιακού δασκάλου: όταν αργότερα συναντιόμουν μαζί του για να συζητήσουμε κάποιο γραπτό, με έβαζε να του διαβάσω δυνατά ολόκληρο το κείμενο, ενώ ανά τακτά χρονικά διαστήματα με διέκοπτε, σχολίαζε και μου έθετε ερωτήματα, σαν να επρόκειτο για μια προπτυχιακή εργασία που γράφτηκε για την προετοιμασία κάποιας εξεταστικής εργασίας με καθορισμένα ερωτήματα. Οι πρώην μαθητές του αριθμούν σήμερα χιλιάδες και περιλαμβάνουν πολλούς από τους πιο γνωστούς ορθόδοξους θεολόγους και εκκλησιαστικούς ηγέτες, όπως τον Μητροπολίτη Ιλαρίωνα Αλφέγιεφ της Ουγγαρίας (Πατριαρχείο Μόσχας), τον π. John Behr, τον καθηγητή Peter Bouteneff, τον π. Ιωάννη Χρυσαυγή, τον Αρχιεπίσκοπο Alexander (Golitzin) του Ντάλας (Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αμερική-OCA), την δρ. Tamara Grdzelidze, την αδελφή Nonna Verna (Harrison) (1953-2022), τον π. Stephen Platt, τον καθηγητή Marcus Plested, τον π. Νικόλα Σαχάρωφ, τον επίσκοπο Ειρηναίο Στίνμπεργκ του Λονδίνου (Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εκτός Ρωσίας-Πατριαρχείο Μόσχας), την δρ. Elizabeth Theokritoff, τον Αρχιεπίσκοπο Κένυας Μακάριο (Τηλλυρίδη) (Πατριαρχείο Αλεξανδρείας), τον Μητροπολίτη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας Παντελεήμωνα (Καλπακίδη) (Εκκλησία της Ελλάδος) και τον Μητροπολίτη Πίτσμπουργκ Σάββα (Ζεμπίλα) (Οικουμενικό Πατριαρχείο). Δίδαξε επίσης γενιές μη-ορθόδοξων επιστημόνων, μερικοί από τους οποίους έγιναν εξέχοντες ειδικοί στην Ορθοδοξία, όπως ο π. Aidan Nichols (Τάγμα των Δομινικανών).
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Κάλλιστος, ωστόσο, ήταν περισσότερο διάσημος για τις δημόσιες διαλέξεις του, καθώς και ως προσκεκλημένος ομιλητής σε διάφορες εκδηλώσεις και συνέδρια, αλλά και λόγω των πολυάριθμων επισκέψεών του σε εκκλησίες και μοναστήρια ανά τον κόσμο. Έδινε τακτικά διαλέξεις ενώπιον ορθοδόξων ακροατηρίων, αλλά και σε Ρωμαιοκαθολικά, προτεσταντικά και δημόσια ιδρύματα με ποικίλα ακροατήρια. Ο Μητροπολίτης αγαπούσε τα ταξίδια, γι’ αυτό και τις τελευταίες ημέρες του τις περνούσε διαβάζοντας ταξιδιωτικές περιγραφές, ιδίως περιγραφές ταξιδιωτών του 19ου αιώνα σε περιοχές της σημερινής Τουρκίας, της Ελλάδας και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Αν και δεν χρησιμοποιούσε υπολογιστή δίχως γραμματέα (θυμάμαι πώς κατεύθυνε τις διαδικτυακές αναζητήσεις στο διαδίκτυο σε απόσταση αναπνοής λέγοντας: «Κάντε κλικ, παρακαλώ!»), τώρα ο ίδιος θα υπάρχει αιώνια στο διαδίκτυο σε εκατοντάδες βίντεο στο YouTube με τις διαλέξεις και τις ομιλίες από τα ταξίδια που έκανε σε όλο τον κόσμο. Είναι βαθύτατα ειρωνικό το γεγονός ότι κάποιος που ορισμένες φορές ήταν καχύποπτος απέναντι στην τεχνολογία και ο οποίος δεν είχε τηλεόραση να εμφανίζεται τώρα συνεχώς μέσω του διαδικτύου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ίδιος κατέστη ένας παγκόσμιος εκπαιδευτικός πόλος σύνδεσης αναφορικά με την Ορθοδοξία, ενώ οι μεταφράσεις του έργου του σε πολλές γλώσσες έχουν αυξήσει την επιρροή του σε εκκλησίες πέραν της Δύσης.
Πνευματική Ελευθερία
Το δεύτερο χαρακτηριστικό που διέκρινε τον επίσκοπο κατά την προσωπική του εκτίμηση ήταν η υψηλή αξία της πνευματικής ελευθερίας, η οποία ορισμένες φορές προκαλούσε εντάσεις ακόμη και στην ίδια του την εκκλησία. Λίγο πριν τη χειροτονία μου σε διάκονο επισκέφθηκα έναν φίλο του Μητροπολίτη Καλλίστου στο Άγιο Όρος, ο οποίος με συμβούλεψε να ακολουθήσω το παράδειγμα του μακαριστού όντας πάντα πιστός στη συνείδηση μου, δίχως να γίνω ορθόδοξος «αντάρτης», ακολουθώντας απερίσκεπτα την επίσημη θέση της τοπικής εκκλησίας μου. Στις συζητήσεις που είχα με τον μακαριστό Κάλλιστο, πάντα τόνιζε ότι προσπαθούσε να είναι ένας «αληθής άνθρωπος», αληθινός όσον αφορά τη πνευματική του ακεραιότητα και έτσι να είναι πάντα γεμάτος με γαλήνη και χαρά, επειδή γνώριζε ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι ειλικρινής με τον εαυτό του. Έπραξε πολλά για να διατηρήσει την ακαδημαϊκή του ελευθερία, συμπεριλαμβανομένης της άρνησής του να λαμβάνει μισθό από την εκκλησία. Το τελευταίο το έκανε όχι μόνο για να μην αποτελεί περιττό οικονομικό βάρος στην ενοριακή του κοινότητα, (εξάλλου μισθοδοτείτο από το πανεπιστήμιο) αλλά και για να διατηρήσει την ελευθερία του ενώπιον των εκκλησιαστικών του προϊσταμένων, υποστηρίζοντας τις θεολογικές θέσεις που πίστευε ότι είναι σωστές, ακόμη κι αν αυτές έρχονταν σε σύγκρουση με την επίσημη θέση της τοπικής του εκκλησίας. Επιπλέον, όταν υφίστατο σύγκρουση συμφερόντων αναφορικά με της ακαδημαϊκές και εκκλησιαστικές του υποχρεώσεις, είχε την ευκαιρία επιλογής ανάληψης ή μη του εκκλησιαστικού του καθήκοντος. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η υψηλή εκτίμηση που έτρεφε για την πνευματική ελευθερία και το ακαδημαϊκό του λειτούργημα συχνά ερχόταν σε αντίθεση με το γεγονός ότι ήταν μοναχός (της Ι.Μ. του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο), προϊστάμενος της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας της Αγίας Τριάδας στην Οξφόρδη και βοηθός επίσκοπος της Αρχιεπισκοπής Θυατείρων του Οικουμενικού Πατριαρχείου (από το 1982), ενώ παράλληλα είχε επίγνωση της εν λόγω έντασης και την αντιμετώπιζε αδιάκοπα όταν βρισκόταν ακόμη εν ζωή. Όλοι οι παραπάνω ρόλοι καθόριζαν αποφασιστικά τη ζωή του, κατεύθυναν την προσοχή και τον χρόνο του, ενώ μπορούσαν να συγκρουστούν με αυτό που θεωρούσε ως τη βασική του αποστολή και λειτούργημα, δηλαδή τη διδασκαλία και την έρευνα. Ίσως αυτό εξηγεί και τα πολυάριθμα κείμενά του σχετικά με τα ζητήματα της υπακοής, της ελευθερίας, του ρόλου του πνευματικού πατέρα και του επισκοπικού πρωτείου, όπου νομίζω ότι προσπαθούσε να κατανοήσει τις πολλές υποχρεώσεις και διαφορετικές του ταυτότητες.
Είχε ταυτιστεί και συχνά αναφερόταν, σχετικά με το ζήτημα της πνευματικής ελευθερίας, στον Ρωμαιοκαθολικό άγιο Τζον Χένρι Νιούμαν (1801-1890), ο οποίος έχει γράψει ότι η συνείδηση είναι η «φωνή του Θεού» την οποία ο ίδιος ο Θεός έχει εμφυσήσει «στην φύση και την καρδιά του ανθρώπου» ως «αγγελιοφόρο Του, ο οποίος, μέσω της φύσης και της χάρης, επικοινωνεί κρυφά μαζί μας […] ο αρχέγονος Βικάριος του Χριστού». Πρόκειται για τον εσώτερο νόμο της συμπεριφοράς μας, οπότε το να εναντιωθεί κανείς στη συνείδηση του συνεπάγεται την απώλεια της ψυχής του. Αμφότεροι, ο μακαριστός Μητροπολίτης Κάλλιστος και ο Χένρι Νιούμαν ακολούθησαν τον παραπάνω νόμο, δίχως να ρητορεύουν περί ηθικής, αλλά ζώντας ως ελεύθεροι άνθρωποι που αγωνίζονται να προσδιορίσουν την αλήθεια και ενεργούν σύμφωνα με αυτό που ειλικρινά πιστεύουν ότι είναι ορθό. Η εν λόγω στάση δεν οδηγεί απαραίτητα στον υποκειμενισμό, διότι η «συνείδηση έχει δικαιώματα, επειδή έχει και καθήκοντα», κι αυτό προπαντός σημαίνει το να προσανατολίζεται κανείς στις αλήθειες που αποκαλύπτονται στην Αγία Γραφή και εν συνεχεία διδάσκονται ορθά από την Εκκλησία· αλήθειες, οι οποίες σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Κάλλιστο διατυπώνονται ακέραια στα κείμενα των Πατέρων. Σύμφωνα με τον αείμνηστο Μητροπολίτη καθώς και για τον Νιούμαν, η ελευθερία της συνείδησης θεμελιώνεται στο γεγονός ότι «όπως κι ο Θεός είναι ελεύθερος, κατά τον ίδιο τρόπο είναι και ο άνθρωπος»— ο άνθρωπος πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού, αποτελεί ένα μεγαλειώδες μυστήριο, ανεπανάληπτο και απεριόριστο. Επομένως η επιμονή του στην πνευματική ελευθερία του ορθόδοξου ερευνητή βασίζεται στο μυστήριο του πλασμένου κατ’ εικόνα Θεού ανθρώπου, στον Θεό που επικοινωνεί με άνδρες και γυναίκες από τα βάθη της συνείδησής τους. Γι’ αυτό το λόγο ο Μητροπολίτης Κάλλιστος επιστρέφει επανειλημμένα στο μυστήριο του ανθρώπινου προσώπου και της ελευθερίας του ενώπιον του Θεού. Μάλιστα έχει υποστηρίξει ότι τον 21ο αιώνα η θεολογική ανθρωπολογία θα αποτελέσει το σημαντικότερο ζήτημα που θα έχει να αντιμετωπίσει η Ορθοδοξία.
Πνευματικές Εντάσεις
Πράγματι, η επιμονή του Μητροπολίτη Καλλίστου στην ανοικτή και ελεύθερη αναζήτηση της θεολογικής αλήθειας, καθώς και το γεγονός ότι παρέμεινε πιστός στη συνείδησή του, ερχόταν ορισμένες φορές σε αντίθεση με αυτό που η πλειοψηφία των Ορθόδοξων θεωρούσε ως ορθή και πάγια διδασκαλία. Είναι γνωστό ότι το 2000 υποστήριξε ότι δεν είχε πειστεί από τα επιχειρήματα υπέρ της χειροτονίας των γυναικών και ότι τα επιχειρήματα εναντίον της χειροτονίας, τα οποία προηγουμένως αποδεχόταν, τώρα φαίνονταν λιγότερο πειστικά– δήλωσε επίσης ότι «εμείς οι Ορθόδοξοι πρέπει να θεωρούμε αυτό το θέμα ως ένα ουσιαστικά ανοικτό ζήτημα». Σημείωσε επίσης ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε πανορθόδοξη δήλωση επί του ζητήματος με οριστικό οικουμενικό κύρος και θεώρησε ότι οι δηλώσεις υπέρ της χειροτονίας των γυναικών ήταν «προφητικές». Ακολουθώντας το ίδιο σκεπτικό ήταν ένθερμος υποστηρικτής της αναβίωσης του αρχαίου θεσμού των διακονισσών, αλλά με νέα και διαφορετικά λειτουργήματα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η αρωγή στην εκκλησιαστική διδασκαλία.
Ακόμη πιο αμφιλεγόμενο υπήρξε το κάλεσμά του για ποιμαντική συμπόνια προς τα ομοφυλόφιλα άτομα σε ένα τεύχος του περιοδικού The Wheel το 2018, ενώ παράλληλα αναγνώρισε και ανέπτυξε την παραδοσιακή ορθόδοξη διδασκαλία ότι οι σεξουαλικές σχέσεις πρέπει να λαμβάνουν χώρα εντός του γάμου μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Αυτό όμως που οδήγησε σε διαμάχη, με ορισμένους μάλιστα να τον αποκαλέσουν «αιρετικό», ήταν η επισήμανσή του ότι στα ομοφυλόφιλα άτομα δίνεται μεγαλύτερο ηθικό βάρος, διότι είναι υποχρεωμένα να μην εκφράσουν τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό αλλά να παραμένουν άγαμα. Συνεπώς δεν θα μπορούσαν ποτέ να εκφράσουν την σεξουαλικότητά τους εντός του πλαισίου του γάμου, ενώ τα ετεροφυλόφιλα άτομα που αγωνίζονταν με τη σεξουαλική επιθυμία είχαν τουλάχιστον την επιλογή να συνάψουν γάμο. Επιπλέον, επεσήμανε ότι κατά την εξομολόγηση τα ομόφυλα ζευγάρια που έχουν μια αφοσιωμένη σχέση και εκφράζουν την αγάπη τους μέσω της σεξουαλικότητάς τους αντιμετωπίζονταν πιο αυστηρά απ’ ό,τι ένα ομοφυλόφιλο άτομο που παρέμενε σε έναν φαύλο κύκλο ασυδοσίας: μετάνοιας κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης, πτώσης εκ νέου στην ασυδοσία και προσέλευσης πάλι στην εξομολόγηση. Ο μακαριστός Μητροπολίτης παραδεχόταν πως «η ορθόδοξη παράδοση διδάσκει ρητά ότι οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου δεν επιτρέπονται», αλλά θέλησε ταυτόχρονα να αναγνωρίσει την αυθεντική και πνευματική αξία που διακρίνει τις «βαθιές […] ακόμη και παθιασμένες φιλίες», οι οποίες υφίστανται μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Μου εκμυστηρεύτηκε κατ’ ιδίαν (δίχως να αποκαλύψει συγκεκριμένες λεπτομέρειες της εξομολόγησης) ότι καθοδηγώντας πνευματικά επί πολλά χρόνια ορισμένα ομόφυλα ζευγάρια, δεν τα επέπληττε αυτομάτως σε περίπτωση που η σχέση τους ήταν σεξουαλική, αλλά ζητούσε απ’ τα εν λόγω πρόσωπα να σκεφτούν αν η σεξουαλική έκφραση ήταν απαραίτητη για τη σχέση τους, ενώ παράλληλα τα συντρόφευε στο μακρύ και δύσκολο δρόμο προσαρμογής των με την παραδοσιακή ορθόδοξη διδασκαλία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μετά από πολλά χρόνια, μου είπε ότι είχε παρατηρήσει πως ορισμένα ομόφυλα ζευγάρια που διατηρούσαν δεσμό είχαν παύσει τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ τους αλλά, ωστόσο, ο πνευματικός τους δεσμός παρέμενε ζωντανός. Υποστήριξε επίσης ότι οι Ορθόδοξοι πρέπει να συζητήσουν μεταξύ τους τέτοια δύσκολα ζητήματα, επιδεικνύοντας δημιουργικό θάρρος και προθυμία να πειραματιστούν, καθώς και να «δοκιμάσουν» νέες ιδέες με αμοιβαίο σεβασμό και στοργική συμπόνια, αποδεχόμενοι ότι δεν υφίσταται μια μοναδική και ενιαία οδός, την οποία ο Θεός μας καλεί να ακολουθήσουμε. Επιπλέον, συντάχθηκε σθεναρά με την εν λόγω θέση και συμμετείχε στο συνέδριο «Γεφυρώνοντας τις φωνές», το οποίο οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και του Φόρνταμ, καθώς και το Κολλέγιο του Έξετερ με θέμα «Η σύγχρονη ανατολική ορθόδοξη ταυτότητα: Οι προκλήσεις του πλουραλισμού και της σεξουαλικής ποικιλομορφίας σε μια εκκοσμικευμένη εποχή». Στο εν λόγω συνέδριο, στο οποίο είχα την ευκαιρία να προσφέρω τις υπηρεσίες μου για την οργάνωσή του, ο μακαριστός Μητροπολίτης συνέβαλλε με σύνεση, φειδώ και σοφία, υπερασπιζόμενος την παραδοσιακή ορθόδοξη ηθική διδασκαλία με αγάπη και συμπόνια.

Τέλος, η επιμονή του στην αναγκαιότητα της ελευθερίας της συνείδησης που χρειάζεται να διακρίνει κάθε ορθόδοξο θεολόγο ως ερευνητή της αλήθειας οδήγησε τον μακαριστό Κάλλιστο σε επανειλημμένες και συχνά επώδυνες δημόσιες συγκρούσεις στην εκκλησιαστική του δικαιοδοσία (Οικουμενικό Πατριαρχείο). Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα, πριν αλλά και μετά το πέρας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στην Κρήτη το 2016. Αρχικά ο Μητροπολίτης Κάλλιστος υποστήριξε τη θέση του Πατριαρχείου Μόσχας για την αναβολή της Πανορθόδοξης Συνόδου σε μια πιο κατάλληλη στιγμή. Δήλωσε ότι η σύνοδος δεν θα ήταν πανορθόδοξη χωρίς τη συμμετοχή εκκλησιών όπως το Πατριαρχείο Μόσχας και Αντιοχείας. Τελικά υποκύπτοντας στις εκκλήσεις πολλών ανθρώπων, μεταξύ των οποίων ήμουν κι εγώ, συμμετείχε στην εν λόγω Σύνοδο –αν και με μεγάλη απροθυμία– ούτως ώστε να συνδράμει στην καλύτερη δυνατή πραγματοποίησή της. Δυστυχώς κατά τη διάρκεια της Συνόδου απέφευγε να τοποθετηθεί και παρέμεινε αδρανής σε όλες τις πολυάριθμές συνεδριάσεις ακόμη κι όταν εξέχουσες προσωπικότητες μεταξύ των επισκόπων τον παρότρυναν κατ’ ιδίαν –όπως κι εγώ παρατήρησα– να είναι πιο ενεργός. Ο ίδιος μου εκμυστηρεύτηκε ότι αισθάνθηκε απογοητευμένος παρακολουθώντας τις συνεδριάσεις. Επίσης μου επεσήμανε ότι τα τελικά συνοδικά κείμενα ήταν απλώς κοινοτοπίες, καθώς και τετριμμένες διατυπώσεις διδασκαλιών που είναι κραυγαλέα προφανείς για την Ορθοδοξία, ενώ όλα τα πραγματικά «καυτά ζητήματα» είχαν αφαιρεθεί από την ημερήσια διάταξη χρόνια πριν (π.χ. η εκκλησιαστική αυτοκεφαλία και ο τρόπος με τον οποίο αποφασίζεται η χορήγησή της). Παρόλα αυτά δεν προσπάθησε να ωθήσει τη Σύνοδο σε κάποια από τις κατευθύνσεις που ο ίδιος θεωρούσε σωστή, ενώ δεν έλαβε σοβαρά υπόψη του ότι η απομάκρυνση των επίμαχων θεμάτων από την ημερήσια διάταξη οφείλετο κυρίως στην καταστροφική και αντιδραστική στάση του Πατριαρχείου Μόσχας και των δορυφόρων του εκκλησιών, οι οποίες είχαν ως βασικό τους στόχο τον εξοβελισμό του Οικουμενικού Πατριάρχη από τη θέση του ως «πρώτου μεταξύ ίσων». Ίσως αυτό συνέβη επειδή ο μακαριστός Κάλλιστος είχε εξιδανικεύσει τη συνοδική διαδικασία, ενώ το εκκλησιαστικό σώμα στο οποίο συμμετείχε δεν ανταποκρινόταν στα ιδανικά του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κατέστησε το τέλειο εχθρό του καλού και η ιδανική εικόνα που είχε διαμορφώσει στο νου του τον απέτρεψε απ’ το να συμμετάσχει αποφασιστικά στη Σύνοδο και να συμβάλει ούτως ώστε να προκύψουν καλύτερα αποτελέσματα.

Από το 2018 και έκτοτε ήταν επικριτικός απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο αναφορικά με το ζήτημα της ίδρυσης μιας νέας αυτοκέφαλης Ορθόδοξης εκκλησίας στην Ουκρανία αποτελούμενης από «σχισματικούς» επισκόπους, ενώ δήλωσε ότι η Ουκρανία ήταν τμήμα της Ρωσικής Εκκλησίας για 330 χρόνια και αυτό δεν ήταν δυνατόν να αναιρεθεί. Σύμφωνα με τον ίδιο τα κανονικά δικαιώματα της Μόσχας επί της Ουκρανίας αποτελούσαν «ιστορικό γεγονός», ενώ μάλιστα υπογράμμισε, επικαλούμενος τον Αριστοτέλη, ότι ακόμη κι ο Θεός δεν μπορούσε να αλλάξει την ιστορία. Κατά τον μακαριστό Κάλλιστο οποιαδήποτε λύση των εκκλησιαστικών ζητημάτων στην Ουκρανία έπρεπε να προκύψει στο πλαίσιο πανορθόδοξων διαβουλεύσεων ακόμη και διά της σύγκλησης μιας νέας Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αν αυτό ήταν αναγκαίο. Δεν είναι σαφές, ωστόσο, γιατί δεν προέβη σε κάποια προσπάθεια να θέσει το ζήτημα της διαιρεμένης Ορθόδοξης εκκλησίας στην Ουκρανία όταν είχε την ευκαιρία, είτε κατ’ ιδίαν (καθώς τότε το ζήτημα συζητείτο ευρέως μεταξύ των πατέρων της Συνόδου) είτε σε κάποια συνεδρίαση. Μολαταύτα ήταν ξεκάθαρος –αν και αυτό έτυχε λιγότερης προσοχής στα ορθόδοξα μέσα ενημέρωσης– ως προς την ανησυχητική διακοπή κοινωνίας μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας, η οποία μετέτρεπε την Ευχαριστία σε όπλο στο πλαίσιο της σύγκρουσης των δύο εκκλησιών. Επιπλέον η ίδρυση Εξαρχίας της Μόσχας στην Αφρική με σκοπό την «τιμωρία» του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας για την υποστήριξή του στη νέα Ορθόδοξη εκκλησία της Ουκρανίας του προκάλεσε έντονη ταραχή.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ποτέ δεν άκουσα τον Μητροπολίτη Κάλλιστο να απορρίπτει το παγκόσμιο ορθόδοξο πρωτείο του Οικουμενικού Θρόνου, όπως γίνεται τώρα συστηματικά από το Πατριαρχείο Μόσχας, το οποίο ψευδώς ισχυρίζεται ότι η Κωνσταντινούπολη πρεσβεύει μια νέα αίρεση ενός ανατολικού παπισμού «χωρίς ίσους», επισκιάζοντας τις υπόλοιπες Ορθόδοξες εκκλησίες. Πράγματι, ο Μητροπολίτης Κάλλιστος ανέπτυξε τη θέση του πρωτείου της Κωνσταντινουπόλεως μέσω του έργου του στο Κείμενο της Ραβένας (2007) –και μέσω πολλών άλλων ακαδημαϊκών συγγραμμάτων– που εξέδωσε η Διεθνής Μικτή Θεολογική Επιτροπή για το Διάλογο Ορθόδοξων και Ρωμαιοκαθολικών και το οποίο η Ρωσική Εκκλησία απέρριψε, ενώ ο Μητροπολίτης Κάλλιστος διαφώνησε με την τελευταία επί του εν λόγω ζητήματος. Η διαφωνία του επικεντρώθηκε στην ορθότητα της εγκυρότητας νεώτερων κανονικών επιχειρημάτων που χρησιμοποιούνται στη θεμελίωση του ιδιαίτερου ρόλου του Οικουμενικού Πατριάρχη, καθώς και με τη δικαιοδοσία και τα προνομία του Οικουμενικού Θρόνου (π.χ. η ερμηνεία του 28ου Κανόνα της Χαλκηδόνος).
Απ’ τη δική μου πλευρά, ως επιμελής και προσεκτικός παρατηρητής των δηλώσεων του μακαριστού Κάλλιστου επί πολλά χρόνια, νομίζω ότι ήταν πολύ πιο έντονος στις επικρίσεις του προς τη δικιά του εκκλησία, δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρά προς τις ενέργειες του Πατριαρχείου Μόσχας. Ίσως αυτή η ασυμφωνία στην κριτική των δύο εκκλησιών να οφείλεται στο γεγονός ότι αισθανόταν ελεύθερος να επικρίνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, επειδή αποτελούσε μέλος του. Οι δημόσιες δηλώσεις του για το Πατριαρχείο Μόσχας, ιδίως όσον αφορά τη δουλοπρεπή εξάρτησή του από το ρωσικό κράτος και τον ολοένα αυξανόμενο εθνοφυλετισμό του ήταν πολύ ήπιες, αν και γνώριζε και του είχα επίσης διαβάσει κείμενα για τον «Ρωσικό κόσμο» (βλ. Διακήρυξη Κατά της Διδασκαλίας περί «Ρωσικού Κόσμου») ήδη από το 2011. Πράγματι, στις δημόσιες δηλώσεις του, δυσκολευόταν να ανιχνεύσει οποιονδήποτε παραλληλισμό μεταξύ της υποστήριξης της Ρωσικής Εκκλησίας προς τον Πούτιν και της προηγούμενης στήριξής της στο Σοβιετικό καθεστώς, κυρίως επειδή το σημερινό ρωσικό κράτος είναι ένα κατ’ όνομα χριστιανικό κράτος, ενώ το τελευταίο ήταν αθεϊστικό. Ο ίδιος ήταν θαυμαστής μιας πεφωτισμένης χριστιανικής μοναρχίας, καθώς και των χριστιανικών κρατών και αυτοκρατοριών. Κατ’ ιδίαν, ωστόσο και πριν μετακομίσω το 2015 στο Έξετερ μου εξέφρασε αρκετές φορές την ανησυχία του για την οικονομική και ηθική διαφθορά του Πατριαρχείου Μόσχας, καθώς και για τον εθνικισμό πολλών Ρώσων επισκόπων, ακόμη κι εκείνων που δημοσίως είχαν στενές σχέσεις μαζί του.
Όταν η Ρωσία εισέβαλλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, ήταν ήδη βαριά άρρωστος και όπως έμαθα από σύντομες συνομιλίες που είχα μαζί του, πίστευε ότι οι δηλώσεις του Πατριάρχη Κυρίλλου αποτελούσαν αντικείμενο εσφαλμένων αναφορών και παρερμηνείας ή ότι ήταν απλώς λανθασμένες και δεν αντικατόπτριζαν την Ρωσική Εκκλησία εν συνόλω. Η εν λόγω θέση δεν απείχε πολύ από τη γνώμη πολλών εκπροσώπων της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς που προσπαθούσαν να εκλογικεύσουν τη στάση της Ρωσίας. Η δυσκολία κατανόησης των πραγματικών διαστάσεων του ζητήματος, η οποία νομίζω ότι έγινε εντονότερη μόνο την τελευταία δεκαετία της ζωής του, προήλθε εν μέρει απ’ την βαθιά του σχέση με τη ρωσική πνευματικότητα στα νεανικά του χρόνια, όταν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει μερικούς από τους σπουδαιότερους θεολόγους και αγίους της Ρωσικής Διασποράς, την διαρκή επικοινωνία του με Ρώσους φοιτητές και μέλη της Ρωσικής Εκκλησίας, τη στοργική και συνεχή φροντίδα που του παρείχαν τα μέλη της τοπικής ρωσικής ορθόδοξης κοινότητας κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του (στην οποία κοινωνούσε και εξομολογείτο έως την τελευταία του πνοή), καθώς και την ευγνωμοσύνη του για την αναβίωση της Ρωσικής Εκκλησίας μετά το 1991 και τη φρίκη του Σταλινισμού. Νομίζω επίσης πως αισθανόταν ότι η Ρωσική Εκκλησία αναγνώριζε περισσότερο τη συμβολή του στην Ορθοδοξία, σε αντίθεση με τη δική του εκκλησία, για την οποία πίστευε ότι τον περιφρονούσε («Πιστεύουν ότι είμαι πολύ κοντά στους Ρώσους», μου δήλωσε επανειλημμένα όλα αυτά τα χρόνια) και ότι ποτέ δεν αξιοποίησε όπως έπρεπε τα θεολογικά του χαρίσματα, όπως, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης, ενώ επίσης πίστευε ότι δεν τον αποδεχόταν πλήρως επειδή δεν ήταν Έλληνας.
Η Κληρονομιά και η Αποστολή της Οικουμενικής Ορθοδοξίας
Εν πάση περιπτώσει, οι διαχειριστές της κληρονομιάς του πρέπει να ακολουθήσουν τη δια βίου μαρτυρία του μακαριστού Μητροπολίτη για την ανάδειξη της οικουμενικής Ορθοδοξίας και της ενότητας μεταξύ των ορθόδοξων δίχως να εξυμνούν τον Παύλο έναντι του Απολλώ, δηλαδή τη σύμπλευση με το Πατριαρχείο Μόσχας έναντι του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (ή το αντίστροφο)!, αλλά να επισημάνουν το σημαντικότερο, την πίστη μας στο μοναδικό θεμέλιο που είναι ο Ιησούς Χριστός (Α΄ Κορινθίους 3:4-11). Όποια προσπάθεια ή εγχείρημα που θα αναφέρεται στον μακαριστό Μητροπολίτη –καθώς και όλοι όσοι θέλουν να ακολουθήσουν το παράδειγμά του– πρέπει να είναι γνησίως στραμμένη προς την οικουμενική ορθοδοξία, περιλαμβάνοντας εκπροσώπηση απ’ όλες τις εκκλησίες και αποφεύγοντας τον πειρασμό του απομονωτισμού και των στενών αντιλήψεων που καταπνίγουν τον οικουμενικό χαρακτήρα και το μήνυμα της Ορθοδοξίας. Όπως το έχει θέσει ο Σέργιος Μπουλγκάκωφ: «πρέπει να πορευθούμε στην οδό μιας οικουμενικής Ορθοδοξίας απαλλαγμένης από κάθε επαρχιωτισμό».
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Κάλλιστος ήταν μια εντελώς μοναδική πανορθόδοξη προσωπικότητα, ένας ορθόδοξος διδάσκαλος και διανοούμενος που συνέβαλε στη διαμόρφωση της αυτοσυνειδησίας της Ορθοδοξίας ως οικουμενικής Εκκλησίας. Ο ίδιος διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην ανάδειξη της ορθόδοξης παράδοσης στη νεώτερη Δύση μέσω του προσιτού αλλά και ταυτόχρονα εμβριθούς τρόπου διδασκαλίας του. Προπάντων, μας δίδαξε για την Ορθοδοξία μέσω του θάρρους και της πνευματικής του τόλμης στη διατύπωση ορθόδοξων απαντήσεων στα ερωτήματα της δυτικής εκκοσμικευμένης νεωτερικότητας· απαντήσεις που παρέμειναν πιστές στην Αγ. Γραφή και στην πατερική κατανόηση του Ευαγγελίου. Οι απόπειρες να απαντήσει στα ερωτήματα της εποχής του –αν και δεν ήταν πάντα επιτυχείς και ορισμένες φορές χαρακτηρίζονταν από ατέλειες, καθώς ο ίδιος ήταν επιφυλακτικός στην άσκηση κριτικής– θα πρέπει να θεωρηθούν πρότυπο για την Ορθοδοξία στην αντιμετώπιση των προσκλήσεων για τη διαμόρφωση μιας παραδοσιακής, δημιουργικής και ταυτόχρονα αγαπητικής και εναλλακτικής νεωτερικότητας εναρμονισμένης με την Ιστορία, τα δόγματα και την πνευματικότητα του Ορθόδοξου Χριστιανισμού.
Ο Brandon Gallaher είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών στο Πανεπιστημίου του Έξετερ και Διάκονος της Ελληνικής Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Θυατείων και Μεγάλης Βρετανίας (Οικουμενικό Πατριαρχείο).