Από τον Christopher Howell

Βρισκόμαστε εν μέσω ορισμένων σημαντικών επετείων για τον ελληνικό κόσμο. Πέρυσι ήταν η διακοσιοστή Επέτειος της έναρξης του Ελληνικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Φέτος είναι η εκατονταετηρίδα από την ίδρυση των ΑΧΕΠΑ τον Ιούλιο του 1922 στην Ατλάντα, καθώς και η θλιβερή επέτειος της ατιμωτικής λήξης του Ελληνοτουρκικού πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1922. Τα εν λόγω γεγονότα, ιδιαίτερα ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος (1919-1922), ασκούν ακόμη σημαντική επιρροή στον ελληνικό λαό, καθώς και στους Ελληνορθόδοξους, αλλά εκτός των παραπάνω έχουν άμεση συνάφεια με τα τραγικά γεγονότα και ζητήματα που αναδύθηκαν στο προσκήνιο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία– ζητήματα που άπτονται του εθνικισμού, του αλυτρωτισμού και της θρησκείας.
Η παραπάνω συνάφεια δεν πέρασε απαρατήρητη. Μετά τη δημοσίευση της Διακήρυξης κατά της Διδασκαλίας περί «Ρωσικού Κόσμου» στο ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία, ο π. John Whiteford υποστήριξε ότι στο πλαίσιο της Ελληνορθοδοξίας «υφίσταται μια παρόμοια ιδέα με τον ‘Ρωσικό Κόσμο’, η οποία ονομάζεται ‘Ελληνισμός’». Ο π. Whiteford δεν ήταν ο μόνος που πρόσεξε την εν λόγω ομοιότητα. Ο Αντρέι Σίσκοφ γράφοντας μια φιλική κριτική προς τη Διακήρυξη περιέγραψε τη διδασκαλία του Ρωσικού Κόσμου όχι τόσο ως θεολογική αίρεση, αλλά ως «ένα συνηθισμένο εθνικό δόγμα, το οποίο μοιάζει πάρα πολύ, για παράδειγμα, με την ελληνική Μεγάλη Ιδέα»– την ιδεολογική βάση για την ελληνική εισβολή στην Τουρκία μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το όραμα, σύμφωνα με τον Σίσκοφ της «αποκατάστασης της χριστιανικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας». Αυτά τα δύο σημεία είναι αρκετά σημαντικά για να τα λάβουμε σοβαρά υπόψιν. Στον απόηχο της δίκαιης κριτικής αναφορικά με την υποταγή της ρωσικής ορθοδοξίας στους στόχους του Κρεμλίνου και της διδασκαλίας του Ρωσικού κόσμου θα πρέπει επίσης να αναρωτηθούμε το εξής: ποια είναι η σχέση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία; Μπορεί να υπάρξει; Κι αν ναι, με ποιον τρόπο;
Σ’ αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να πω λίγα λόγια για μένα. Δεν γράφω γι’ αυτά τα ζητήματα ως ειδικός ερευνητής των γεγονότων κι ελπίζω να μην ενοχλήσω κανέναν αναφερόμενος στην εν λόγω συναισθηματικά φορτισμένη ιστορική περίοδο. Κατάγομαι εν μέρει απ’ την Ελλάδα από την πλευρά της μητέρας μου, αλλά είμαι περισσότερο ελληνογενής παρά Έλληνας. Ανατράφηκα έχοντας επαφή με την Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά όχι ως μέλος της (αν και πλέον έχω επίσημα ενταχθεί σ’ αυτήν). Γνωρίζω κάπως την ελληνική γλώσσα, στην καλύτερη περίπτωση όπως λένε και οι Έλληνες ξέρω ελληνικά «έτσι κι έτσι». Ελπίζω ότι ως κάποιος που ακροβατεί μεταξύ Ελλάδος και εξωτερικού, ίσως μπορέσω να ρίξω φως στα ζητήματα που τέθηκαν ανωτέρω.
Τι σημαίνει να είναι κανείς Έλληνας; Τι είναι ο Ελληνισμός; Και ποια ήταν η Μεγάλη Ιδέα; Σύμφωνα με τον ιστορικό Ρόντρικ Μπίτον, κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής και ύστερα της Οθωμανικής περιόδου, κανένας ελληνόφωνος δεν θα αποκαλούσε τον εαυτό του Έλληνα. Η ονομασία «Έλληνας» σήμαινε τον αρχαίο παγανιστή, τον μη-χριστιανό, ενώ οι ελληνόφωνοι της Βυζαντινής και Οθωμανικής περιόδου αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους ως Ρωμιούς κι όχι ως Έλληνες (οι Τούρκοι τους ονόμαζαν Ρουμ)· μάλιστα έως σχετικά πρόσφατα η γλώσσα τους χαρακτηριζόταν ως «ρωμέικη». Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, ωστόσο, οι μορφωμένοι της ελληνικής «ελίτ», καθώς και οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στην Αρχαία Ελλάδα και αναβίωσαν τους όρους «Έλληνας» και «ελληνικός». Αυτό οδήγησε σε μια μεταβολή αναφορικά με την κατανόηση της ελληνικότητας, η οποία δεν καθοριζόταν πλέον απ’ τη θρησκεία αλλά από την ελληνική γλώσσα και την εθνική ταυτότητα, με αποτέλεσμα να προκληθούν εντάσεις μεταξύ της «ρωμέικης» Ορθόδοξης ταυτότητας και του Ελληνισμού. Πρώιμοι Έλληνες εθνικιστές όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της επανοικειοποίησης του όρου «Έλληνας» υποτίμησαν, ως γνωστόν, τη βυζαντινή ιστορία. Όπως αναφέρει ο Ρίτσαρντ Κλογκ, Ο Κοραής ισχυριζόταν ότι η «ανάγνωση μιας και μόνο σελίδας κάποιου βυζαντινού συγγραφέα ήταν αρκετή για να προκαλέσει κρίση ουρικής αρθρίτιδας». Ο Φίλιπ Σέραρντ παρατήρησε ότι το πάνθεον του Κοραή περιλάμβανε τους αρχαίους Έλληνες, συμπεριλαμβανομένων των Αμερικανών Τζορτζ Ουάσινγκτον και Βενιαμίν Φραγκλίνο, αντί για τους Πατέρες της Εκκλησίας. Παρόλα αυτά η ιδιαίτερη σημασία που έδωσε ο Κοραής στη γλώσσα και την εθνικότητα συνέδραμε στη διαμόρφωση της Μεγάλης Ιδέας.
Μετά την επιτυχή έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης και την απόκτηση της ανεξαρτησίας το κράτος που σχηματίστηκε έλαβε την ονομασία Βασίλειο της Ελλάδος. Παρόλα αυτά το βασίλειο ήταν μικρό και οι περισσότεροι ελληνόφωνοι Ορθόδοξοι εξακολουθούσαν να ζουν σε οθωμανικά εδάφη. Ποιοι ήταν οι Έλληνες λοιπόν; Οι υπήκοοι του Ελληνικού Βασιλείου ή οι ελληνόφωνοι ανά τον κόσμο; Το 1844, κατά την ανακήρυξη του Συντάγματος, ο πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης έδωσε μια απάντηση. Όπως αναφέρει ο Μαικλ Λιούελιν Σμιθ, ο Ελληνισμός ήταν κάτι που υπερέβαινε το ελληνικό κράτος. Ήταν οι Έλληνες ανά τον κόσμο. Όπως δήλωσε και ο Κωλέττης: «Το Βασίλειο της Ελλάδος δεν είναι η Ελλάδα, είναι μικρό τμήμα της και μάλιστα το μικρότερο και το φτωχότερο». Η σιβυλλική έννοια της «Μεγάλης Ιδέας», η οποία σύντομα άρχισε να γράφεται με κεφαλαία γράμματα, κατέληξε σε σύνθημα, όπως γράφει ο Μπίτον, μιας νέας αποστολής, καθώς και εξωτερικής πολιτικής, η οποία επιδίωκε να «επεκτείνει τα σύνορα του κράτους για να συμπεριλάβει όλα τα μέλη του έθνους, όπου κι αν βρίσκονταν». Θέτοντας μια υποθετική ερώτηση ανωτέρω ιστορικός αναφέρει: «Γιατί το νεαρό Βασίλειο της Ελλάδος να μην μεγαλώσει και να καταστεί μια αυτοκρατορία όπως ο πρόγονός του του Βυζάντιο, μια ανατολική χριστιανική δύναμη με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη;». Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και η τέλεση μιας πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας υπό τον αστραφτερό, χρυσό τρούλο της Αγίας Σοφίας θα γινόταν το πεπρωμένο του ελληνικού έθνους. Οι εν λόγω ονειρικές εικόνες, καθώς και το σύνθημα της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» εξαπλώθηκαν σε όλη την Ελλάδα. Αυτή η εξωτερική πολιτική μπορεί να οριστεί ως φιλόδοξη τουλάχιστον, ενώ ένας ξένος παρατηρητής έχει σχολιάσει ότι οι αυτοκρατορικές διαθέσεις της Ελλάδας συνδύαζαν «την όρεξη της Ρωσίας με τις διαστάσεις ενός κράτους όπως η Ελβετία». Δεν ήταν ασήμαντο το γεγονός ότι μετά την αποπομπή του βασιλιά Όθωνα και την αντικατάσταση του από τον Γεώργιο τον Α΄, ο κάτοχος του θρόνου έφερε τον τίτλο «Βασιλιάς των Ελλήνων» και όχι πλέον «Βασιλιάς της Ελλάδας».
Η γοητεία της Μεγάλης Ιδέας ήταν καθοριστική και η Ελλάδα θα υπέφερε τα μέγιστα επιδιώκοντας να την πραγματοποιήσει. Όπως υπογραμμίζει ο Ουίνστον Τσώρτσιλ: «Αυτή η ιστορία μας έφερε πίσω στην Κλασική Εποχή. Πρόκειται για μια πραγματική ελληνική τραγωδία, με την τύχη να δρα ως πρόθυμη υπηρέτρια της Μοίρας […] το σκηνικό και ο φωτισμός ήταν ο Μεγάλος Πόλεμος και το θέμα: το πώς η Ελλάδα κέρδισε την αυτοκρατορία των ονείρων της χωρίς τη θέλησή της και τη χαράμισε όταν ξύπνησε».
Οι λεπτομέρειες του Ελληνοτουρκικού Πολέμου (1919-1922) είναι πολύ περίπλοκες για να τις αναλύσουμε εδώ και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιγράψουμε σχηματικά τα γεγονότα. Προτρέπουμε τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη να συμβουλευτεί το βιβλίο του Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ Το Όραμα της Ιονίας για να αποκτήσει μια πληρέστερη εικόνα σχετικά με τη σύγκρουση. Η ουσία του ζητήματος είναι ότι μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τον κατακερματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το Βασίλειο της Ελλάδας άδραξε την ευκαιρία να υλοποιήσει τη Μεγάλη Ιδέα. Με επικεφαλής την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου, εξοπλισμένο με την ηθική υποστήριξη του Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, αλλά όχι και με την κατάλληλη υλική συνδρομή, οι Έλληνες ανέλαβαν τον στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχο της Σμύρνης, καθώς και της ευρύτερης περιοχής γύρω από την πόλη. Παρόλο που οι σύμμαχοι διατήρησαν τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης, η Ελλάδα είχε επιτελούς ανακτήσει ένα κομμάτι της Μικράς Ασίας. Οι Τούρκοι εθνικιστές –θορυβημένοι από την απόβαση στη Σμύρνη και ταπεινωμένοι λόγω της συνθηκολόγησης του Σουλτάνου– δεν αναγνώρισαν τη Συνθήκη των Σεβρών του 1919. Επομένως ο ελληνικός στρατός προσπάθησε να επιβάλει τη συμμόρφωση στη συνθήκη εκστρατεύοντας στην ενδοχώρα φτάνοντας σχεδόν μέχρι την Άγκυρα, όπου επιχείρησε ένα τελικό κτύπημα. Αντ’ αυτού, ωστόσο, οδηγήθηκε σε αδιέξοδο μετά τη Μάχη του Σαγγάριου το 1921.
Το εσωτερικό και πολιτικό παρασκήνιο στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης συνέβαλε στην παταγώδη αποτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ο Εθνικός Διχασμός, καθώς κι ένας de facto εμφύλιος πόλεμος είχε καταβάλλει το ελληνικό βασίλειο, με συνεχείς καταρρεύσεις και ανασυστάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς οι βενιζελικοί αναμετρούντο με τους βασιλόφρονες και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄. Μια απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι στις 12 Αυγούστου 1920 είχε ως επακόλουθο μια δολοφονική αντεκδίκηση (πετυχημένη αυτή τη φορά) ενάντια στον βασιλόφρονα Ίωνα Δραγούμη μόλις την επόμενη μέρα στην Αθήνα. Είναι συνταρακτικό το γεγονός ότι εν μέσω των κρίσιμων στιγμών του Οκτωβρίου ο Βενιζέλος έχασε τον έλεγχο της κυβέρνησης και πως αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον θάνατο του βασιλέα ανδρείκελου Αλεξάνδρου Α΄ λόγω μόλυνσης, η οποία προκλήθηκε από το δάγκωμα μακάκου. Ο θάνατος του τελευταίου επέτρεψε την επιστροφή του Κωνσταντίνου και τελικά οδήγησε στην εκδίωξη του πρωθυπουργού. Καθώς συνέβαιναν όλα αυτά, ο ελληνικός στρατός προέλαυνε στην Τουρκία, σε μια αλλόκοτη ιστορική αντιστροφή ρόλων, που μπορεί να συγκριθεί με μια υποθετική εισβολή της Ιρλανδίας στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Παρόλα αυτά ο Ρόντρικ Μπίτον υποστηρίζει ότι η επιτυχία των Ελλήνων ήταν πιθανή αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά (π.χ. αν οι στρατιωτικοί ηγέτες είχαν επιδείξει λιγότερο ανικανότητα και διστακτικότητα, καθώς και αν η αστάθεια στο εσωτερικό ήταν μικρότερη). Μετά το αδιέξοδο, ωστόσο που προκλήθηκε στη Μάχη του Σαγγάριου, οι Έλληνες άντεξαν όλο το χειμώνα και έπειτα κατέρρευσαν έπειτα από την τουρκική αντεπίθεση τον Αύγουστο του 1922 υποχωρώντας έως τη Σμύρνη. Η Μεγάλη Πυρκαγιά θα γινόταν το αποκορύφωμα αυτής της καταστροφής, όταν η πόλη κάηκε και οι κάτοικοί της σφαγιάστηκαν από τον νικηφόρο τουρκικό στρατό.
Δυστυχώς η εθνικιστική βία δεν αποτελούσε εξαίρεση στον εν λόγω πόλεμο. Ο ιστορικός Άρνολτ Τόινμπι ο πρώτος καθηγητής Βυζαντινής και Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στην Έδρα Κοραή στο King’s College του Λονδίνου, ταξίδεψε στο μέτωπο και είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει από κοντά τα γεγονότα. Παρόλο που αρχικά ήταν υποστηρικτής του ελληνικού σκοπού, τελικά απογοητεύτηκε και περιέγραψε την σύγκρουση ως «πόλεμο εξολόθρευσης». Στο έργο του Το δυτικό ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, γραμμένο πριν από το τέλος του πολέμου το 1922 κατηγόρησε τη Δύση για την καλλιέργεια του ελληνικού εθνικισμού και του εθνικισμού των Νεότουρκων στην Τουρκία –όλα ήταν μέρος ενός παράλογου παιχνιδιού των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες αδιαφορούσαν για τις πραγματικές του συνέπειές. Εν προκειμένω, αφηγήθηκε τις βίαιες πράξεις, των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, συμπεριλαμβανομένης της ανακάλυψης ενός ομαδικού τάφου μετά από τις Σφαγές στη χερσόνησο της Γιάλοβα (κατά τη διάρκεια των οποίων ο Τόινμπι έγραψε ότι έσωσε 700 Τούρκους από το θάνατο). Ο ίδιος ένιωσε φρίκη όταν άκουσε τις αναφορές σχετικά με Έλληνες στρατιώτες που τραγουδούσαν καθώς σκότωναν Τούρκους χωρικούς. Ο Λιουέλιν Σμιθ περιγράφει την ταχεία εξάπλωση των θηριωδιών ως «επιδημία», ενώ οι φρικαλεότητες που ξεκίνησαν από τους Έλληνες στρατιώτες προήλθαν εν μέρει από την επιθυμία για εκδίκηση μετά από αιώνες αποικιακής καταπίεσης. Οι Τούρκοι μαχητές δεν έμειναν πίσω και απάντησαν με τον ίδιο τρόπο και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό ποσοτικά. Όταν ο Τόινμπι επέστρεψε στην Αγγλία τήρησε αδικαιολόγητη σιγή παρόλο που η γενοκτονία των Ελλήνων Ποντίων είχε γίνει ευρύτερα γνωστή και ο τουρκικός στρατός είχε θανατώσει τους πληθυσμούς Αρμενίων και Ελλήνων κατά την άφιξή του στη Σμύρνη. Ύστερα, όπως αναφέρει ο βιογράφος του Τόινμπι, ο ιστορικός παραιτήθηκε από την καθηγητική Έδρα Κοραή λόγω έντονων πιέσεων που του ασκήθηκαν.
Παρά τους ενδοιασμούς του, ο Τόινμπι ήταν ακριβής στην επισήμανση του εθνικισμού ως κύρια αιτία της βίας. Ήδη πριν από την καταστροφή στη Σμύρνη είχε προβλέψει ότι τα πράγματα θα χειροτέρευαν. Ο ίδιος δήλωσε το εξής: «Οι χίμαιρες του εθνικισμού ήταν αυτές που τους παρέσυραν στην καταστροφή». Ο «πολιτικός ρομαντισμός» ιδεολογιών όπως ο Ελληνισμός ή ο τουρκικός εθνικισμός είναι «ουσιαστικά ανιστορικός, καθώς αποτελεί μια απόπειρα συναίρεσης του παρόντος με το παρόν και διακρίνεται από την απεριόριστη ικανότητα να αγνοεί τις άβολες αλήθειες». Επιπλέον ο Τόινμπι εξέφρασε την απογοήτευσή του για την εμπλοκή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα ανωτέρω, διότι ήταν ένας από τους ελάχιστους θεσμούς που θα μπορούσαν να αντισταθούν στις σειρήνες της εθνικιστικής βίας. Ο ίδιος αναφέρει ότι «ο σχεδόν πλήρης θρίαμβος του πολιτικού εθνικισμού στα απομεινάρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προμηνύει την οριστική εξαφάνιση ενός εκκλησιαστικού θεσμού [του Οικουμενικού Πατριαρχείου], ο οποίος, όσο διαλλακτικός κι αν είναι, παραμένει σε τελευταία ανάλυση ασυμβίβαστος με την αρχή του έθνους».
Θα πρέπει να είναι προφανές ότι ο Ελληνισμός, ο οποίος ορίζεται και περιγράφεται ως μια εκδοχή του εθνικισμού στο παρόν κείμενο, είναι ασύμβατος με την Ορθοδοξία, είτε λαμβάνει τη μορφή της Μεγάλης Ιδέας, είτε του Ρωσικού Κόσμου, επειδή εθνικισμός και Χριστιανισμός είναι απλώς δύο ξεχωριστά πράγματα. Επομένως πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό του εθνικισμού κι όχι να τον ασπαστούμε. Όπως διατυπώθηκε στη Δήλωση Αλληλεγγύης για τη Διακήρυξη κατά της Διδασκαλίας περί «Ρωσικού Κόσμου»: «Διαπνεόμενος από την Αγ. Γραφή, τον λόγο και την πλούσια παράδοση των χριστιανικών εκκλησιών ανά τον κόσμο, ο Χριστιανισμός του 21ου αιώνα πρέπει να αντλήσει τους θεολογικούς και πολιτικούς προβληματισμούς του βασισμένος σε μια οικουμενική ‘Θεολογία μετά την περίοδο της Χριστιανοσύνης’». Κατά τη γνώμη μου, οι Ορθόδοξοι θα μπορούσαν να στραφούν στον Άγιο Αυγουστίνο για το εν λόγω ζήτημα.
Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία έχει συχνά περιγραφεί ως «αδελφοκτόνος». Η αλήθεια είναι ότι πάντα ήταν έτσι. Ο Αγ. Αυγουστίνος στο έργο του Η Πολιτεία του Θεού, υποστηρίζει ότι η αδελφοκτονία είναι η βάση της γήινης πολιτείας η οποία ξεκίνησε με τη δολοφονία του Άβελ από τον Κάιν και εκδηλώθηκε εκτός του πλαισίου της ιερής ιστορίας στην δολοφονία του Ρώμου από τον Ρωμύλο (15.5). Το «πάθος για κυριαρχία», που χαρακτηρίζει την γήινη πολιτεία καθιστά αναπόφευκτες τέτοιου είδους σφαγές, ενώ θα ήταν προτιμότερο και ταυτόχρονα θα οδηγούσε σε περισσότερο ευτυχία, αν τα βασίλεια εγκατέλειπαν την εμμονή τους για εξάπλωση, δύναμη και κυριαρχία. Επομένως, ο Αγ. Αυγουστίνος αναρωτιέται: «Τι είδους φρόνηση υπάρχει στο να επιθυμεί κάποιος δόξα στην υπεροχή της εξάπλωσης της αυτοκρατορίας;», καθώς τα πάντα οδηγούν σε μια «ευάλωτη» χαρά που παραλύει λόγω του συνεχούς φόβου «ότι ξαφνικά θα θρυμματιστεί σε κομμάτια». Γι’ αυτό είναι καλύτερο να εύχεται κανείς για ένα μικρό και ειρηνικό βασίλειο. Αναφέρει, επίσης: «Δεν ξέρω αν κάποιος μπορεί να είναι τόσο ανόητος ώστε να διστάζει ποιο να προτιμήσει» (4.3). Τι καλό επιτυγχάνει η εθνικιστική κατάκτηση; «Έλαβαν την ανταμοιβή τους» αναφέρει ο Αγ. Αυγουστίνος. Η ιμπεριαλιστική επέκταση δεν οδηγεί στην ασφάλεια, στην ηθική ή στην αξιοπρέπεια, «αλλά αποφέρει μόνο την πιο παράλογη και πομπώδης επίδειξη της ανθρώπινης δόξας» (5.17).
Τελικά η χριστιανική πίστη και εμπιστοσύνη εδράζεται στην Πολιτεία του Θεού και όχι στη γήινη πολιτεία. Σήμερα οι δύο πολιτείες συγχέονται μεταξύ τους και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα εξακολουθήσουν να υφίστανται καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, ωστόσο, οι χριστιανοί είναι προσκυνητές της Πολιτείας του Θεού κι έτσι θα παραμείνουν έως τους έσχατους καιρούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο «διαμένουν έως ότου φθάσει ο καιρός της βασιλείας της, όταν θα τους συνάξει όλους μαζί την ημέρα της ανάστασης» (15.1). Το μυστικό της όνομα είναι Όραμα της Ειρήνης (19.11) και πρόκειται για «μια κοινωνία προσκυνητών όλων των γλωσσών, απαλλαγμένης από κάθε διαχωρισμό λόγω διαφορών στα ήθη, στους νόμους, στους θεσμούς, με τους οποίους διασφαλίζεται και διατηρείται η ειρήνη επί της γης» (19.17). Η εν λόγω πολιτεία εξαπλώνεται μέσω του μαρτυρίου και όχι μέσω του πολέμου –εξάλλου, οι μάρτυρες θυσιάστηκαν για τον Χριστό, ενώ ποιος πέθανε άραγε για χάρη του αδελφοκτόνου Ρωμύλου; (22.6). Η Διακήρυξη κατά της Διδασκαλίας περί «Ρωσικού Κόσμου» επισημαίνει το ίδιο: «Καταδικάζουμε απερίφραστα κάθε μορφή θεολογίας που αρνείται ότι οι χριστιανοί είναι μετανάστες και πρόσφυγες σε αυτόν τον κόσμο», διότι δεν ταυτίζονται «με κανένα βασίλειο αυτού του κόσμου, είτε της Αγίας Ρωσίας, είτε του Ιερού Βυζαντίου, είτε οποιουδήποτε άλλου επίγειου βασιλείου». Τα παραπάνω αποτελούν ένα μάθημα που το διδασκόμαστε με οδυνηρό τρόπο. Το εν λόγω δίδαγμα, ωστόσο, αναγκάστηκαν να το αποδεχθούν Έλληνες Ορθόδοξοι. Η Εκκλησία δεν χρειάζεται να κυβερνά την Κωνσταντινούπολη, τη Μόσχα ή το Κίεβο για να επιβιώσει (ούτε την Ουάσινγκτον αντίστοιχα). Αντ’ αυτού, όπως αναφέρει κι ο Αγ. Αυγουστίνος, η Πολιτεία του Θεού «είναι ξένη σ’ αυτόν τον κόσμο» (18.2).
Ποιο είναι το συμπέρασμα λοιπόν όσον αφορά την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό; Η λέξη «ξένος» είναι το κλειδί. Υπάρχει ένα ιδιαίτερο είδος Ελληνισμού, που όχι μόνο είναι συμβατό με τον Χριστιανισμό, αλλά και αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του. Δεν είναι όμως το είδος του Ελληνισμού που προωθεί την Μεγάλη Ιδέα ή οποιοδήποτε βασίλειο, γλώσσα ή εθνικότητα, αλλά ο Ελληνισμός που αγκαλιάζει τον ξένο, τον προσκυνητή, τον αλλοεθνή. Είναι η φιλοξενία, η οποία έχει τις ρίζες της στην Ελλάδα και κατά την άποψη μου ακριβώς αυτή αποτελεί τη μεγάλη δόξα του Ελληνισμού, των νεοελλήνων και του ελληνικού πολιτισμού, διότι φανερώνει την Πολιτεία του Θεού επί της γης, καθώς διανύουμε την πορεία μας εντός του χρόνου. Είχα την τύχη να βιώσω τη φιλοξενία σε ταξίδια που έκανα στην Ελλάδα για να επισκεφτώ συγγενείς και φίλους. Την έζησα στα Δολιανά της Αρκαδίας, όταν η οικογένειά μου οργάνωσε ένα τεράστιο γλέντι με μουσική και χορό για να γιορτάσει την επιστροφή μας στο χωριό των προγόνων μας, καθώς και να τιμήσει τη μνήμη του γάμου της θείας μου. Την έχω βιώσει στην Ήπειρο, όπου ένας άντρας ονόματι Ανδρέας άφησε τις δουλειές του και συνόδευσε εμένα και τη γυναίκα μου με το αυτοκίνητό του σε όλη την περιοχή για τέσσερις ημέρες, ούτως ώστε να μπορέσουμε να δούμε κάθε όμορφη τοποθεσία του Ζαγορίου. Συνεχίζω να την βλέπω στις ειδήσεις, όταν απλοί άνδρες και γυναίκες της Λέσβου προτάθηκαν για το βραβείο Νόμπελ το 2015, επειδή διέσωσαν πρόσφυγες από τη θάλασσα. Αυτή ακριβώς η πράξη είναι ο αντίποδας της αδελφοκτονίας της γήινης πολιτείας. «Αισθάνομαι ότι βοήθησα την αδελφή ή τον αδελφό μου», δήλωσε η υποψήφια για Νόμπελ Αιμιλία Καμβύση. Πρόκειται για μια ιστορία που κλείνει έναν κύκλο, καθώς επανάφερε μνήμες των Ελλήνων προσφύγων που έφυγαν από τη Σμύρνη το 1922. Αυτός, λοιπόν, είναι ένας Ελληνισμός που όχι μόνο αξίζει να διατηρηθεί αλλά και να αναδειχθεί.
Το 1950, ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης επέστρεψε στη γενέτειρά του τη Σμύρνη για πρώτη φορά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η εικόνα της πόλης ξεπροβάλλει –«η γνωστή στη μνήμη, και τόσο άγνωστη τώρα, πολιτεία –Θεέ μου, τι πάω να κάνω;». Τα αξιοθέατα, οι αναμνήσεις των παιδικών του χρόνου –είναι πάρα πολλά για να τα αντέξει. «Τώρα πια είναι συνηθισμένο πράγμα να μιλάς για τις καταστροφές των πολέμων», αναφέρει και συνεχίζει γράφοντας:
Όμως είναι κάτι βαρύτερο να ’χεις μέσα στ’ άντερά σου τον ξαφνικό ξολοθρεμό ενός ολοζώντανου κόσμου με τους φωτισμούς του, με τους ίσκιους του, με τις τελετές της χαράς και της θλίψης , με το πυκνό δίχτυ της ζωής του. Να ’χεις ακόμη μέσα στ’ αυτιά σου το τρίξιμο των αρμών του την ώρα του αφανισμού. Και τ’ άσκημα φερσίματα την ώρα εκείνη. Είναι άλλο πράγμα αυτή η μοίρα μέσα στο αίμα σου, που έσμιξε πια, όπως ήταν αναπότρεπτο, με τη μοίρα της σύγχρονης οικουμενικής φρίκης.
Τα παραπάνω τα έγραψε το 1950, αλλά το ίδια θα μπορούσαν να ισχύουν για το 1922 ή το 2022 και πιθανότατα και για το 2122. Αυτό και μόνο είναι αρκετό για να με κατακλύσει με θλίψη. Οι σημερινοί πόλεμοι, καθώς και αυτοί του παρελθόντος κάνουν την Πολιτεία του Θεού να φαίνεται ανίσχυρη. Τι μπορούμε να κάνουμε; Ο Σεφέρης έγραψε το εξής: «Το επιμύθιο όλης αυτής της ιστορίας μπορεί να είναι, για τον κόσμο η κουβέντα που μου είπε, τον περασμένο Ιούλιο, ο συνοδός μου ο διπλωμάτης: ‘Οι Έλληνες λένε πως οι Τούρκοι έκαψαν τη Σμύρνη· οι Τούρκοι λένε πως εσείς την κάψατε· ποιος μπορεί να ξέρει την αλήθεια;». Η ιστορία μαρτυρεί ότι ήταν το πρώτο, αλλά αυτό δεν ενδιέφερε τόσο τον Σεφέρη όσο το μέλλον. Αναρωτιόταν για την αλλεπάλληλη βία της ανθρώπινης ιστορίας και μπορούμε κι εμείς να αναρωτηθούμε μαζί του για την αδιάκοπη βία του παρελθόντος, για τις φρικαλεότητες του πολέμου στην Ουκρανία και για την επίγεια αποστολή των προσκυνητών της ουράνιας πόλης. Τελικά ο ποιητής καταλήγει στο ακόλουθο: «Το κακό έγινε· σημασία έχει ποιος εξαγοράζει το κακό».
Ο Christopher Howell είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος Θρησκευτικών Σπουδών από το Πανεπιστήμιο Duke.