Από τον Νικόλαο Ασπρούλη

Ήταν μια συνηθισμένη καλοκαιρινή μέρα στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2022, όταν μια ορθόδοξη χριστιανική βάπτιση προκάλεσε έντονη συζήτηση –καθώς κι ένα ακόμη επεισόδιο «πολιτισμικού πολέμου»– σχετικά με τις απαραίτητες προϋποθέσεις (υφίστανται άραγε τέτοιες;) για τη βάπτιση ενός παιδιού στην εκκλησία. Αν και το ελληνικό κοινό έχει συνηθίσει να διαβάζει στις εφημερίδες και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για θέματα της Εκκλησίας, όπως για παράδειγμα για την εκκλησιαστική περιουσία ή την ανάμειξη της Εκκλησίας σε πολιτικά ζητήματα, το εν λόγω περιστατικό ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, διότι έφερε στο προσκήνιο μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα, τα οποία σχετίζονται με τη χριστιανική ταυτότητα στην εποχή της εκκοσμίκευσης. Υφίστανται συγκεκριμένες θεολογικές ή άλλες προϋποθέσεις που επιτρέπουν ή εμποδίζουν την τέλεση του μυστηρίου της βάπτισης; Αποδέχεται η Εκκλησία τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου;
Στις 9 Ιουλίου 2022, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ελπιδοφόρος επισκέφθηκε την Αθήνα για να τελέσει την βάπτιση των παιδιών του διάσημου σχεδιαστή μόδας Πίτερ Ντούντας και του Ευάγγελου Μπούση στην ενορία της Παναγίας της Φανερωμένης στη Βουλιαγμένη. Ο ναός αυτός ανήκει στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Γλυφάδας, μιας εκ των ογδόντα μητροπόλεων που συγκροτούν την Εκκλησία της Ελλάδος. Σύντομα αυτή η φαινομενικά συνηθισμένη βάπτιση έλαβε μυθικές διαστάσεις και κατέληξε να γίνει πεδίο μάχης για τον τοπικό επίσκοπο και άλλους παραδοσιαρχικούς ορθόδοξους που αντέδρασαν στην τέλεση του μυστηρίου για διάφορους λόγους: φαινομενικά για την αντικανονική τέλεση του μυστηρίου σε ξένη δικαιοδοσία από τον Αρχιεπίσκοπο Ελπιδοφόρο, αλλά κυρίως για τον λόγο ήταν ότι βαπτίστηκε ένα παιδί, του οποίου οι γονείς είναι ομόφυλο ζευγάρι.
Η πρώτη αντίδραση προήλθε από τον Μητροπολίτη Γλυφάδας Αντώνιο, ο οποίος έθεσε το ζήτημα της δικαιοδοσίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος ενήργησε κατά κάποιο τρόπο αυθαίρετα, χωρίς να ενημερώσει επαρκώς για την τέλεση της βάπτισης εντός της κανονικής επικράτειας της μητρόπολής Γλυφάδας. Λίγο αργότερα, μετά τη βάπτιση, αναρτήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μια οικογενειακή φωτογραφία (ας σημειωθεί ότι η φωτογραφία δεν αναρτήθηκε ούτε από τα επίσημα μέσα ενημέρωσης της Αρχιεπισκοπής Αμερικής ούτε από τους γονείς του παιδιού), η οποία παρουσίαζε τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Αμερικής ανάμεσα στους γονείς και άλλους διάσημους καλεσμένους. Αν κάποιος δεν διάβαζε τα σχόλια κάτω από τη φωτογραφία και δεν γνώριζε τις λεπτομέρειες του γεγονότος, βλέποντάς την θα είχε αμέσως την εντύπωση ότι ο προκαθήμενος της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής εγκρίνει τον γάμο μεταξύ ομοφύλων. Μάλιστα αυτό φάνηκε ότι προκάλεσε και την αντίδραση του Αντωνίου κατά του Αρχιεπισκόπου Αμερικής, επειδή τον κατηγόρησε ότι δεν ενημέρωσε τη μητρόπολη του σχετικά με την προέλευση του παιδιού και την σεξουαλική ταυτότητα των γονέων.
Κι όμως, αυτή δεν ήταν η μοναδική αντίδραση. Λίγο αργότερα, ο πρώην Μητροπολίτης Καλαβρύτων Αμβρόσιος προχώρησε ένα βήμα παραπέρα αποφασίζοντας να μηνύσει τον Αρχιεπίσκοπο Ελπιδοφόρο. Σύμφωνα με τον Αμβρόσιο: «Επειδή δια της πράξεως ταύτης ανερυθριάστως καταπατείται η Ορθόδοξος Διδασκαλία και Παράδοσις, νομοθετείται δε και αμνηστεύεται η πορνεία, δηλ. η παράνομος συζυγική ένωσις δύο προσώπων του αυτού φύλου, διά τον λόγον αυτόν καταμηνύω και ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΩ ενώπιων Υμών τον Σεβασμιώτατον Αρχιεπίσκοπον Αμερικής κ.κ. Ελπιδοφόρον», ενώ συνεχίζοντας στο ίδιο ύφος αναφέρει: «ο Σεβ. κ. Ελπιδοφόρος εμμέσως πλην σαφώς αναγνωρίζει και νομιμοποιεί την αναίσχυντον και αφύσικον συζυγικήν σχέσιν και την παρά φύσιν σαρκικήν μίξιν δύο προσώπων του αυτού φύλου, σχέσιν την οποίαν ο Δημιουργός Θεός κατεδίκασεν απεριφράστως!». Είναι αρκετά σαφές από τα παραπάνω ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί το κεντρικό ζήτημα.
Την πρωτοβουλία για τη συνέχιση των αντιδράσεων ανέλαβε το Άγιο Όρος, η φημισμένη μοναστική κοινότητα με την υπερχιλιετή της ιστορία. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις όπου η ιερή κοινότητα δημοσιεύει σχόλια ή επίσημες επιστολές για διάφορα ζητήματα (όλως παραδόξως, εκτός από περιπτώσεις που σχετίζονται με το ρόλο του Πατριαρχείου Ρωσίας στην στρατιωτική εισβολή κατά της Ουκρανίας), κατά τον ίδιο τρόπο δημοσίευσε μια επιστολή γραμμένη με έντονο επικριτικό ύφος, η οποία υπερασπίζει τον παραδοσιακό χαρακτήρα της οικογένειας «που θεσπίζει το Ιερόν Ευαγγέλιον». Η εν λόγω δήλωση είναι ιδιαίτερα περίεργη, δεδομένου ότι οι μοναχοί του Αγίου Όρους δεν έχουν καμία εμπειρία περί οικογενειακών υποθέσεων ή περί των προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα μια οικογένεια. Η επιστολή, μάλιστα, αναφέρει τα εξής: «Είναι σαφώς ξένο προς την διδασκαλία του Ευαγγελίου και του Ορθόδοξου ήθους να αφήνεται να εννοηθεί ότι ένα ‘ομόφυλο ζεύγος’ είναι δυνατόν να θεωρείται ως οικογένεια και να αναγνωρίζεται σε αυτό δικαίωμα υιοθεσίας τέκνων, καθώς κάθε τέτοιου είδους μορφή τεκνοθεσίας ή αναδοχής αντίκειται στην ευαγγελική διδασκαλία, την ανθρώπινη φύση αλλά και στο ήθος και στις παραδόσεις του λαού μας, ενώ ταυτόχρονα παραβιάζει και τα στοιχειώδη δικαιώματα αθώων ανυπεράσπιστων ανθρώπων, που δεν έχουν την δυνατότητα να επιλέξουν ένα φυσιολογικό οικογενειακό περιβάλλον». Η εν λόγω επιστολή καθιστά σαφές για ακόμη μια φορά ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί το βασικό πρόβλημα.
Λαμβάνοντας υπόψη την αναταραχή που προκάλεσε η βάπτιση, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφάσισε την αποστολή επίσημης επιστολής στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, διαμαρτυρόμενη για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το ζήτημα, ενώ επίσης επισήμανε τον αρνητικό αντίκτυπο που μπορεί να έχουν τέτοιες ενέργειες στο ποίμνιο της Εκκλησίας. Αναμένοντας την επίσημη απάντηση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου θα θέλαμε να εξετάσουμε βαθύτερα μερικές πτυχές των παραπάνω αντιδράσεων.
Αρχικά οι διαμαρτυρίες έφεραν στο προσκήνιο διάφορα θεολογικά και ποιμαντικά ερωτήματα: Εφόσον ο ίδιος ο Χριστός δίνει την εντολή στους μαθητές του να αφήσουν τα παιδιά να έρθουν κοντά Του (Μτ. 19:14), ποιος έχει το δικαίωμα να εναντιωθεί στην εν λόγω εντολή και να αρνηθεί την βάπτιση οποιοδήποτε παιδιών, καθώς και την είσοδό τους ως πολίτες στη μέλλουσα Βασιλεία του Θεού; Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να λαμβάνει χώρα οποιαδήποτε διαμάχη αναφορικά με μια κανονική βάπτιση, την οποία κατ’ αρχήν όλα τα παιδιά δικαιούνται. Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει άραγε ανάγκη ένας επίσκοπος ή ένας αρχιεπίσκοπος να παρέχει κάποια άδεια για την τέλεση βάπτισης εκτός της δικαιοδοσίας του ή να ζητήσει ένα πιστοποιητικό χριστιανικών φρονημάτων (το οποίο θα αποδεικνύει ότι οι γονείς ανήκουν στην παραδοσιακή οικογένεια) ούτως ώστε να επιτρέψει ή να αρνηθεί την τέλεση της βάπτισης; Ορθά θέτει το ακόλουθο ερώτημα ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής: ποια θα ήταν η απόφαση του τοπικού Μητροπολίτη αν το ζευγάρι απευθυνόταν απευθείας σ’ αυτόν για να τελέσει ο ίδιος την βάπτιση; Θα απέρριπτε το αίτημα πάραυτα ή θα λάμβανε υπόψη τους τις ποιμαντικές (καθώς και τις οικονομικές όσον αφορά την ενορία) επιπτώσεις της άρνησής του; Φαίνεται αρκετά παράδοξο και μάλιστα ακατανόητο να μην καλωσορίζουμε και να μην δεχόμαστε με αγάπη κάποιον που προσέρχεται οικειοθελώς στην Εκκλησία (όποια κι αν είναι η αιτία, είτε πολιτισμική είτε υπαρξιακή)· με άλλα λόγια να μην προσφέρουμε σε αυτόν τον άνθρωπο μια ευκαιρία για τη σωτηρία του, ανεξάρτητα από το τι θα πράξει αργότερα στο μέλλον σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του. Κατά την άποψή μου, το κύριο πρόβλημα που προέκυψε εν προκειμένω ήταν η ποιμαντική κακοδιαχείριση του ζητήματος εκ μέρους της Εκκλησίας και η προσβολή των παιδιών και της οικογένειας λόγω του πολιτισμικού πολέμου που διεξάγεται κατά της ομοφυλοφιλίας, η οποία εξακολουθεί να θεωρείται απαράδεκτη από την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας, παρά ορισμένες νομικές ρυθμίσεις, τις παρελάσεις υπερηφάνειας και τον δημόσιο διάλογο που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια. Πρέπει επιπλέον να παραδεχθούμε ότι η ομοφοβία επικρατεί μεταξύ ορισμένων ορθόδοξων χριστιανών (επισκόπων και πιστών), οι οποίοι έχουν ενστερνιστεί μια μανιχαϊστική θεώρηση του κόσμου –την κοσμοθεωρία εκείνη που αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως πεδίο μάχης μεταξύ καλού και κακού– η οποία συχνά αποσπά την προσοχή από το βασικό ποιμαντικό ζήτημα: τη σχέση μεταξύ του Θεού και των παιδιών του εν λόγω ζεύγους, δηλαδή τη θεανθρώπινη κοινωνία, η οποία αποτελεί στόχο κάθε ανθρώπου, σύμφωνα, τουλάχιστον, με τη χριστιανική θεώρηση. Αλλά για να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να αναρωτηθούμε αν νοιάζονται άραγε πραγματικά όσοι αντέδρασαν εναντίον της βάπτισης για το ζήτημα της θέωσης αυτών των παιδιών.
Εκτός από τα παραπάνω, οι αντιδράσεις εναντίον αυτής της βάπτισης φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως προβληματικές και για θεολογικούς λόγους. Αν κάποιος αποδέχεται, δίχως αποκλεισμούς (χρώματος, θρησκείας, εθνικότητας και σεξουαλικότητας) την αξιοπρέπεια και τον ανεπανάληπτο χαρακτήρα κάθε ανθρώπινου όντος που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού, τότε πώς μπορεί να «ρίξει τον πρώτο λίθο» (Ιω. 8:7), πώς μπορεί να λάβει την απόφαση αποκοπής ενός βρέφους ή ενός ενήλικά από την πηγή της ζωής που είναι το σώμα του Χριστού, βασιζόμενος κυρίως στο φύλο, την κοινωνική τάξη, το χρώμα ή την εθνικότητα; Η τελευταία μάλιστα αποτελεί τον μεγαλύτερο πειρασμό, καθώς και μια διχαστική πρόκληση που αντιμετώπισε η Ορθοδοξία ανά τους αιώνες. Εάν όλοι οι άνθρωποι καλούνται να προσέλθουν σε κοινωνία με τον Θεό, τότε αυτή η κοινωνία διενεργείται στο επίπεδο του προσώπου (δηλαδή εν ελευθερία και αγάπη) και όχι στο επίπεδο της φύσης, η οποία ευρισκόμενη σε πτώση παραμένει φθαρτή, έχοντας ανάγκη από πνευματική μεταμόρφωση. Εάν η ομοφυλοφιλία θεωρείται πρόβλημα για την Εκκλησία, τότε το εν λόγω πρόβλημα υποδηλώνει επίσης την αποτυχία της Εκκλησίας όσον αφορά την ανάδειξη της σημασίας της έννοιας του προσώπου, η οποία διασφαλίζει ότι όλοι οι άνθρωποι, παρά τα φυσικά τους χαρακτηριστικά, έχουν το ίδιο θεμελιώδες δικαίωμα εισόδου στη Βασιλεία του Θεού. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο κείμενο «Υπέρ της του κόσμου ζωής: Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας», το οποίο δημοσιεύθηκε πριν από μερικά χρόνια και προλαμβάνει τις σημερινές «πολιτισμικές» συζητήσεις αυτού του είδους. Το εν λόγω κείμενο επισημαίνει το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα των ατόμων όλων των σεξουαλικών προσανατολισμών να είναι προστατευμένοι από κάθε δίωξη ή νομικό κώλυμα (§19 ). Πρόκειται για ένα βασικό δικαίωμα, το οποίο κανένα κράτος ή αρχή δεν δικαιούται να παραβιάσει, διότι η Εκκλησία θεωρεί ότι η ανθρώπινη ταυτότητα δεν συνδέεται κατά κύριο λόγο με τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου ή με οποιοδήποτε άλλο ιδιωτικό χαρακτηριστικό, αλλά με το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού (§19). Επιπλέον, ποιος από τους χριστιανούς –ιδιαίτερα όσους έχουν αξιώματα στην Εκκλησία– που εξεγείρεται για την ηθική καθαρότητα της εκάστοτε κοινότητας, ορίζει σήμερα το ανθρώπινο ον σύμφωνα και μόνο με το κριτήριο του ότι είναι απλώς άνθρωπος, δίχως να λαμβάνει σοβαρά υπόψη του την κοινωνική τάξη, τη εξουσία και την θέση του στην κοινωνία;
Αυτή η βάπτιση που έλαβε χώρα το περασμένο καλοκαίρι στρέφει την προσοχή μας στο διαχρονικό αλλά ακόμη ανοιχτό ερώτημα: «Ποιος είμαι εγώ;». Σίγουρα ως άνθρωποι είμαστε αμαρτωλοί, αλλά έχουμε επίσης δημιουργηθεί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού, γι’ αυτό και παρά τις παρεκκλίσεις και τα λάθη μας, αναζητούμε συνεχώς την πληρότητα της ύπαρξής μας. Πρέπει επιτέλους ως εκκλησίες να βρούμε το θάρρος να συζητήσουμε σοβαρά, τόσο σε επίσημο συνοδικό όσο και σε επιστημονικό-θεολογικό επίπεδο, το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, ούτως ώστε να υπερβούμε τις στείρες πολώσεις και διαμάχες που μας μαστίζουν. Ένας τέτοιος ειλικρινής διάλογος δεν πρέπει να διεξαχθεί σε αντίθεση και με άρνηση των ποικίλων συγχρόνων κοινωνικών και επιστημονικών εξελίξεων (άλλωστε, αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε και δεν πρέπει να τον αντιλαμβανόμαστε αγκιστρωμένοι σε κάποιο παλαιό ένδοξο βυζαντινό ή ρωσικό παρελθόν). Αντίθετα, ένας τέτοιος διάλογος θα πρέπει να διεξαχθεί με τρόπο που να σέβεται την πλούσια και συχνά κανονιστική παράδοση (σχετικά με την εικόνα του Θεού και το πρόσωπο), αλλά ταυτόχρονα και να μπορεί να αντιμετωπίσει με θεολογικά ουσιαστικά και ποιμαντικά ευαίσθητο τρόπο τις προκλήσεις που θέτει η νεωτερικότητα, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ των άλλων, και του ζητήματος της ομοφυλοφιλίας. Θα ήθελα να κλείσω το άρθρο αυτό με τα λόγια του Αρχιεπίσκοπου Ελπιδοφόρου, τα οποία εκφράζουν πλήρως το αγαπητικό και συμπεριληπτικό πνεύμα της χριστιανικής πίστης: «Κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ή τι έχει πράξει –είτε καλό είτε κακό– είναι άξιος της αγάπης του Θεού. Κι αν αξίζουν όλοι οι άνθρωποι την αγάπη του Θεού, τότε αξίζουν και τη δική μας αγάπη».
Για περαιτέρω μελέτη βλ. τους παρακάτω συνδέσμους:
π. Nicholas Denysenko: Να βαπτιστεί κανείς ή να μη βαπτιστεί: Η αγάπη και η εικόνα του Θεου.
Η Βάπτιση που διχάζει την Εκκλησία – Εφημερίδα Καθημερινή
Ο Αμβρόσιος μήνυσε τον Ελπιδοφόρο – Σάλος με τη βάπτιση παιδιών γκέι ζευγαριού
Ανακοίνωση του Αγίου Όρους για την βάπτιση από το «ομόφυλο ζεύγος»
Υπέρ της του κόσμου ζωής: Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Ο Δρ Νικόλαος Ασπρούλης είναι αναπληρωτής διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου και διδάσκων (ΣΕΠ) στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.