
Στο βιβλίο του «Ο Εμφύλιος Πόλεμος ως Θεολογική Κρίση», το οποίο εκδόθηκε το 2006, ο ιστορικός Mark Knoll υποστήριξε ότι ο Βορειοαμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος του 19ου αιώνα ήταν, μεταξύ άλλων, μια κρίση όχι μόνο διαφορετικών βιβλικών ερμηνειών αλλά και της ίδιας της έννοιας της Βίβλου. Ο Νότος και ο Βορράς ερμήνευαν πολύ διαφορετικά την αγιογραφική άποψη για τη δουλεία, με την ερμηνεία του Νότου να είναι πιο απλουστευμένη και αυτή του Βορρά πιο διεξοδική. Ως εκ τούτου, το επίμαχο σημείο ήταν η έννοια της Βίβλου ως σαφούς πηγής που μπορούσε να προσφέρει ξεκάθαρη καθοδήγηση σε σημαντικά ζητήματα. Οι δύο πλευρές δεν μπορούσαν να επιλύσουν τις διαφορές τους με επιχειρήματα από τη Βίβλο, οπότε αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα όπλα. Εκείνοι με την πιο διεξοδική ερμηνεία κατέληξαν να κερδίσουν τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και στην κρίση της κοινής γνώμης. Ωστόσο, η θεώρηση της Αγίας Γραφής ως ενός σαφούς οδηγού, ο οποίος θα μπορούσε να προσφέρει κατανοητές και ξεκάθαρες οδηγίες, δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
Το κύριο θεολογικό ζήτημα, το οποίο είναι συνυφασμένο με τη σημερινή Ρωσο-Ουκρανική σύγκρουση είναι η σχέση Εκκλησίας και έθνους, ιδιαίτερα η βυζαντινή έννοια της συμφωνίας ή των αρμονικών σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και κράτους, την οποία ασπάζεται ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος και η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Σύμφωνα με αυτήν την ιδέα, το κράτος είναι υπεύθυνο για την πολιτική διακυβέρνηση, ενώ η Εκκλησία ασχολείται με τα πνευματικά ζητήματα. Παρόλα αυτά και εν αντιθέσει με τη δυτική αντίληψη του διαχωρισμού Εκκλησίας και κράτους, οι δύο αυτές σφαίρες δεν μπορούν να διαχωριστούν. Εφόσον οι δύο αυτοί χώροι αλληλοδιαπλέκονται, η Εκκλησία δεν μπορεί να απαλλαγεί εντελώς από την πολιτική και το κράτος δεν μπορεί να εγκαταλείψει εντελώς τα πνευματικά ζητήματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, Εκκλησία και κράτος συμβιώνουν σε μια σχέση αμοιβαίας υποστήριξης και ενίσχυσης. Αυτό δεν συνεπάγεται θρησκευτική ομοιομορφία στο έθνος, αλλά παρέχει ηγετική θέση στην εθνική Ορθόδοξη Εκκλησία σε σχέση με τους άλλους θρησκευτικούς φορείς.
Τον Ιανουάριο του 2019, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως χορήγησε αυτοκεφαλία στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, ένα νεοσύστατο εκκλησιαστικό σώμα. Η απόφαση αυτή οδήγησε τα πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας σε μια δηλητηριώδη σύγκρουση. Σύμφωνα με τη Μόσχα, η Κωνσταντινούπολη δεν είχε δικαιοδοσία να προβεί σε αυτήν την πράξη, καθώς η σύγχρονη Ουκρανία είχε καταστεί έδαφος της Ρωσικής εκκλησίας αιώνες πριν, ενώ οι εκκλησιαστικές δομές που σχημάτισαν την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας ήταν σχισματικές.
Απορρίπτοντας την κανονικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, το Πατριαρχείο Μόσχας ακολούθησε την τακτική της συμφωνίας, ή μια θέση παράλληλη με την στάση του Κρεμλίνου και την επακόλουθη ενίσχυσή του. Στην πορεία προς τον πόλεμο, η θέση της Ρωσικής κυβέρνησης ήταν ότι η Ουκρανία αποτελεί ένα κράτος δίχως ιστορική νομιμότητα. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, από την πλευρά της, υποστήριζε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας στερούνταν της αποστολικής διαδοχής. Σύμφωνα με το Πατριαρχείο Μόσχας, το μόνο κανονικό εκκλησιαστικό σώμα ήταν η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, τμήμα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επιπλέον, σε μία από τις ομιλίες του λίγο πριν την έναρξη του πολέμου, ο Πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν ανέφερε την κοινή ορθόδοξη πίστη ως ένδειξη ότι Ρώσοι και Ουκρανοί είναι, στην πραγματικότητα, ένας λαός.
Ωστόσο, μετά την έναρξη των στρατιωτικών εχθροπραξιών, ο Μητροπολίτης Ονούφριος, επικεφαλής της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας καταδίκασε ξεκάθαρα τον πόλεμο. Στην πρώτη του αντίδραση, παρομοίασε τον πόλεμο με τη δολοφονία του Άβελ από τον Κάιν. Εν τω μεταξύ, ο Πατριάρχης Κύριλλος υποστήριξε την απόφαση του Πούτιν να ξεκινήσει την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Ο ίδιος έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι οι αμαρτίες των Ρώσων στρατιωτών που σκοτώθηκαν στον πόλεμο έχουν συγχωρεθεί, ενώ αποκάλεσε τη Ρωσία στύλο και θεμέλιο της αλήθειας, έναν χαρακτηρισμό που η Αγία Γραφή επιφυλάσσει μόνο για την Εκκλησία.
Τον περασμένο Μάιο, η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία διέκοψε τις σχέσεις της με το Πατριαρχείο Μόσχας. Ο Κύριλλος απάντησε με δήλωση στην οποία εξέφρασε την «κατανόησή του», δεδομένων των περιστάσεων. Εξακολουθούν να υφίστανται κατηγορίες ότι η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν διέκοψε πραγματικά τους δεσμούς της με τη Ρωσική Εκκλησία, καθώς το Πατριαρχείο Μόσχας συνεχίζει να καταγράφει την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία ως τμήμα της Ρωσικής Εκκλησίας στην ιστοσελίδα του. Όπως και να έχει, είναι δύσκολο να δούμε πώς η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να παραμείνει στο μέλλον τμήμα της Ρωσικής Εκκλησίας.
Ο ιστορικός της Εκκλησίας Knoll επεσήμανε ότι και οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι του περασμένου αιώνα είχαν θεολογικές συνέπειες. Σύμφωνα με τον ίδιο: «Δεν θα υπήρχε η διαλεκτική θεολογία της νεο-ορθοδοξίας του Καρλ Μπαρτ χωρίς τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ δεν θα υπήρχε η “θεολογία του ερχόμενου αιώνα” του Ντίτριχ Μπονχέφερ χωρίς την τρομοκρατία του Χίτλερ». Στα παραπάνω μπορούμε να προσθέσουμε ότι ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος επέφερε καίριο πλήγμα στην αισιόδοξη θεώρηση της ανθρώπινης φύσης, η οποία είχε και αυτή θεολογική βάση, ενώ ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έπληξε το κύρος της φυσικής θεολογίας, η οποία χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς χριστιανούς για να δικαιολογήσουν την υποστήριξή τους στον Χίτλερ. Αντίθετα, ο Βορειοαμερικανικός εμφύλιος πόλεμος του 19ου αιώνα δεν παρήγαγε θετικές θεολογικές εξελίξεις.
Άραγε θα επιφέρει ο Ρωσο-Ουκρανικός πόλεμος σημαντικές θεολογικές εξελίξεις; Ο χρόνος θα δείξει. Είναι προφανές ότι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να βγει ηττημένη από αυτήν την κατάσταση. Φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της ουκρανικής επικράτειας θα παραμείνει υπό τον έλεγχο του Κιέβου. Κατά συνέπεια, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα ανακτήσει τις περισσότερες από τις ενορίες που έχασε όταν η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία κήρυξε την ανεξαρτησία της. Ο αριθμός αυτός δεν είναι διόλου αμελητέος. Η Ρωσική Εκκλησία έχασε 11.000 με 12.000 ενορίες. Από αυτές, 400 ενορίες στη Κριμαία τέθηκαν υπό τον άμεσο έλεγχο της Ρωσικής Εκκλησίας. Αρκετές εκατοντάδες ενορίες στα κατεχόμενα ουκρανικά εδάφη θα έχουν την ίδια τύχη. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των ενοριών έχει χαθεί.
Αυτή η ολέθρια κατάσταση είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε ενδοσκόπηση τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ήταν σωστή η απόφαση του Πατριάρχη Κυρίλλου να συνδεθεί τόσο στενά με την τρέχουσα ρωσική κυβέρνηση και την απόφασή της να ξεκινήσει μια στρατιωτική εισβολή; Είχε δίκιο που υιοθέτησε την ιδέα της συμφωνίας ως την κύρια προσέγγισή του στις σχέσεις του με τις ρωσικές κρατικές αρχές;
Η συμφωνία ήταν το υπόδειγμα που εφαρμόστηκε από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Μέχρι πρόσφατα, όμως, φαινόταν προορισμένο να παραμείνει για πάντα στο παρελθόν. Πριν από τριάντα χρόνια ο Stanley Harakas, ένας διακεκριμένος ορθόδοξος θεολόγος, είπε ότι δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της συμφωνίας ως μοντέλο σχέσεων Εκκλησίας-κράτους σήμερα. Σύμφωνα με τον ίδιο η ιδέα της συμφωνίας δεν είναι παρά ένα κατάλοιπο ιστορικού ενδιαφέροντος.
Έκανε λάθος.
Σε μια από τις παλαιότερες ομιλίες του μετά την εκλογή του ως Πατριάρχης Μόσχας το 2009, ο Κύριλλος δήλωσε ότι η συμφωνία αποτελεί το ιδανικό μοντέλο για τις σχέσεις Εκκλησίας-κράτους. Δήλωσε, ωστόσο, ότι δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στη σύγχρονη Ρωσία, Εξάλλου, ο διαχωρισμός Εκκλησίας-κράτους εξακολουθεί να παραμένει κατοχυρωμένος στο ρωσικό σύνταγμα. Ακόμα κι έτσι, ο Κύριλλος υποστήριξε ότι το πνεύμα της συμφωνίας θα πρέπει να καθοδηγεί τις σκέψεις και τις πράξεις μας στην οικοδόμηση ενός μοντέλου σχέσεων Εκκλησίας και κράτους. Αυτό το πνεύμα παρέχει μια αξιοσημείωτη δυνατότητα για την ανάπτυξη των εν λόγω σχέσεων, σύμφωνα με το οποίο Εκκλησία και κράτος θα απέχουν από παρεμβάσεις του ενός στα εσωτερικά του άλλου και ταυτόχρονα θα διαμορφώσουν ένα ευρύ σύστημα συνεργασίας.
Εφόσον οι παραπάνω αρχές οδήγησαν τον Πατριάρχη σε μια στάση που είχε τόσο καταστροφικές συνέπειες, η ιδέα της συμφωνίας φαίνεται ότι πρέπει να επανεξεταστεί σε βάθος. Το κατά πόσον πράγματι θα επανεκτιμηθεί από τους Ρώσους ορθόδοξους ηγέτες θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία που ικανοποιούνται να συντηρούν καλές σχέσεις με εθνικούς και περιφερειακούς ηγέτες σε διάφορα επίπεδα. Ωστόσο, το απόλυτο φιάσκο της απώλειας ενός τόσο μεγάλου τμήματος της εκκλησίας απαιτεί διόρθωση της πορείας.
Οι αντιλήψεις για τις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους που κυριαρχούν στη Δύση δεν είναι οι καλύτερες. Ενώ εξασφαλίζουν μεγαλύτερη θρησκευτική ελευθερία, τείνουν να περιθωριοποιούν την εκκλησία από το δημόσιο χώρο. Δύσκολα μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει θρησκευτικό λόγο σε δημόσια ζητήματα και να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Οι θρησκευτικές παραδόσεις, συμπεριλαμβανομένου του Χριστιανισμού, εκτοπίζονται από τη δημόσια σφαίρα της Δύσης.
Ως Ρώσος το έθνος, ελπίζω ότι η χώρα καταγωγής μου θα συμβάλει τελικά στην παρουσίαση μιας βιώσιμης εναλλακτικής λύσης στην δυτική εκκοσμίκευση. Η ιδέα της συμφωνίας, τουλάχιστον στην παρούσα μορφή της, όμως, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση μια τέτοιας εναλλακτικής λύσης.
Ο Andrey Shirin είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Θεολογίας και Διευθυντής Μετασχηματιστικής Ηγεσίας (Transformational Leadership) στο Κέντρο John Leland για Θεολογικές Σπουδές στο Άρλινγκτον της Βιρτζίνια, όπου ερευνά και διδάσκει τις σχέσεις μεταξύ θεολογίας, ηγεσίας και δημόσιου χώρου. Έχει γράψει για τα θρησκευτικά ζητήματα του Ρωσο-Ουκρανικού πολέμου στα ειδησεογραφικά μέσα Washington Examiner, Christianity Today και Baptist News Global. Έχει δώσει συνεντεύξεις για τα εν λόγω θέματα στο Christianity Today και στην εφημερίδα Wall Street Journal.