
Μάλλον είναι αυτονόητο ότι τείνουμε να κατασκευάζουμε τα ιστορικά μας αφηγήματα όχι επειδή ενδιαφερόμαστε για την ακριβή απεικόνιση του παρελθόντος αλλά κυρίως επειδή επιθυμούμε να κατανοήσουμε το παρόν, ιδίως όταν αυτή η κατανόηση σημαίνει ότι βρίσκουμε ιστορικά στοιχεία για την υποστήριξη απόψεων που άπτονται σύγχρονων ζητημάτων. Πράγματι, πολλές συζητήσεις, οι οποίες υποτίθεται ότι έχουν σχέση με την «ιστορία» θίγουν κυρίως σύγχρονα πολιτικά ζητήματα υπό την μεταμφίεση της ιστορικής ανάλυσης. Ένα παράδειγμα είναι οι αντιπαραθέσεις σχετικά με το υπερατλαντικό δουλεμπόριο και οι συζητήσεις γύρω απ’ το εν λόγω ζήτημα, οι οποίες προκύπτουν όχι τόσο για το δουλεμπόριο καθαυτό, αλλά κυρίως εξαιτίας των αυξημένων εντάσεων αναφορικά με τις φυλετικές σχέσεις.
Στο εκκλησιαστικό πλαίσιο, όπου οι προσφυγές στο παρελθόν συχνά διακρίνονται από κάποια θεολογική βαρύτητα, είναι συνηθισμένη η επίκληση των «πρώτων χριστιανών» (με τον όρο αυτό εννοούνται σχεδόν πάντα οι «χριστιανοί πριν από την κωνσταντίνεια περίοδο») για την υπεράσπιση συγκεκριμένων απόψεων. Οι πιο συνηθισμένοι υπαίτιοι της εν λόγω επιχειρηματολογίας είναι εκείνοι που προωθούν μια παραδοσιακή αντίληψη για το φύλο, τη σεξουαλικότητα και την οικογένεια, καθώς προσπαθούν να ανιχνεύσουν στη βιβλική και πατερική παράδοση, κανόνες, ταυτότητες, αξίες και διδασκαλίες που είναι απολύτως ξένες σε οποιονδήποτε άνθρωπο πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση. Η πυρηνική οικογένεια, άλλωστε, πήρε την ονομασία της από την Πυρηνική Εποχή, τα μέσα του 20ου αιώνα δηλαδή. Οι πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης ήταν πολυγαμικοί, ενώ η καλύτερη δικαιολογία που βρήκε ο άγιος Αυγουστίνος αναφορικά με την οργάνωση της οικογενειακής ζωής σε ζευγάρια αγοριών και κοριτσιών ήταν η «εναρμόνιση με το ρωμαϊκό έθιμο».
Ωστόσο, δεν είναι όσοι υπερασπίζονται τις δήθεν παραδοσιακές οικογενειακές αξίες που έχουν την τάση να σφετερίζονται την παράδοση και καιροσκοπούν. Ο χριστιανικός ειρηνισμός, που συνδέεται με τη σύγχρονη πολιτική αριστερά –όπως η επίκληση στις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες σχετίζεται με την δεξιά– επενδύει εξίσου σ’ αυτό που αποδεδειγμένα αποτελεί μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη θεώρηση της ιστορίας. Το πρόσφατο άρθρο του π. Mark Corban «Βία και Μη-Βία: Από τον Κωνσταντίνο στην Ουκρανία», το οποίο δημοσιεύθηκε ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία αποτελεί παράδειγμα της εν λόγω στάσης, καθώς ο π. Korban παρουσιάζει μια ιδεολογικά καθοδηγούμενη, ιστορικά ανεπιβεβαίωτη θεώρηση όσον αφορά την αντίληψη του πρώιμου Χριστιανισμού για τη βία και, το σημαντικότερо για την εμπλοκή των πρώτων χριστιανών στην κρατικά χρηματοδοτούμενη αλλά και στην εξωθεσμική βία, προκειμένου να υποστηρίξει τον δικό του ριζοσπαστικό ειρηνισμό. Φυσικά δεν είναι ο πρώτος. Ο David G. Hunter καθηγητής Καθολικής Θεολογίας στην έδρα Margaret O’Brien Flatley του Κολλεγίου της Βοστώνης και πρώην πρόεδρος του Συλλόγου Πατρολογίας της Βόρειας Αμερικής, έχει παρατηρήσει ότι η έρευνα σχετικά με τον πρώιμο χριστιανισμό και τον πόλεμο αποτελεί έναν τομέα όπου «οι ιδεολογικές προκαταλήψεις επηρεάζουν πολύ συχνά την ερμηνεία των δεδομένων».[1]
Αποδεικνύεται τελικά, όπως και στην διερεύνηση της υποτιθέμενης «παραδοσιακής» θεώρησης για τις σεξουαλικές σχέσεις, ότι η επιμονή των χριστιανών ειρηνιστών στην άποψη ότι πριν από τον άγιο Κωνσταντίνο πάντες οι χριστιανοί απέρριπταν κάθε είδος βίας απλοποιεί ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ιστορικό ζήτημα (όπως και τόσα άλλα ζητήματα στη χριστιανική ιστορία). Η ιδέα ότι οι πρώτοι χριστιανοί ήταν καθ’ όλου ειρηνιστές είναι ιδιαίτερα αμφισβητήσιμη. Ουσιαστικά, τα τελευταία πενήντα χρόνια, οι ερευνητές καταρρίπτουν διαρκώς το παραδοσιακό αφήγημα περί του απόλυτου ειρηνισμού των χριστιανών πριν την Κωνσταντίνεια περίοδο. Αυτή είναι η θέση του αείμνηστου Larry W. Hurtato, στο βιβλίο του Destroyer of the Gods: Early Christian Distinctiveness in the Roman World (Baylor University Press, 2016) [Ο Εξολοθρευτής των Θεών: Η πρώιμη χριστιανική ιδιαιτερότητα στον Ρωμαϊκό κόσμο], όπου υποστηρίζει ότι ενώ ορισμένοι μεμονωμένοι χριστιανοί μπορεί να ασπάζονταν τον ειρηνισμό, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι πρώιμες χριστιανικές κοινότητες διέφεραν ως προς τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές τους απέναντι στη βία, όπως και σήμερα. Στην μελέτη Soldiering for God: Christianity and the Roman Army (Brill, 2010) [Στρατιώτες για τον Θεό: Ο Χριστιανισμός και ο Ρωμαϊκός Στρατός], ο John F. Shean προχωράει περισσότερο, υποστηρίζοντας ότι η σημαντική χριστιανική παρουσία στον ρωμαϊκό στρατό στα τέλη του 3ου αιώνα ήταν αυτή που οδήγησε στην ωρίμανση των συνθηκών για την ανάληψη της εξουσίας από έναν χριστιανό αυτοκράτορα και την τελική μεταστροφή όλης της αυτοκρατορίας, ενώ η Candida Moss στο έργο της The Myth of Persecution: How Early Christians Invented a Story of Martyrdom (University of Notre Dame Press, 2013) [Ο Μύθος των Διωγμών: Πώς οι πρώιμοι Χριστιανοί επινόησαν ένα αφήγημα μαρτυρίου] επισημαίνει, στο πλαίσιο της ανάλυσής της σχετικά με τον υπερτονισμό των παλαιοχριστιανικών αφηγήσεων για τον μαρτυρικό θάνατο, ότι υφίστανται πολλές τεκμηριωμένες περιπτώσεις στις οποίες οι πρώτοι χριστιανοί συμμετείχαν ενεργά σε βίαιες πράξεις, όπως στην καταστροφή παγανιστικών ναών.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε, αλλά αρκεί να υπογραμμίσουμε ότι οι αποδείξεις σχετικά με την ποικιλία των χριστιανικών απόψεων του 1ου αιώνα σχετικά με τη βία είναι τόσο διαφορετικές, όσο και οι γνώμες των χριστιανών για την βία στον 21ο αιώνα. Αν η ιστορία μας δείχνει κάτι, είναι ότι ο κανόνας για τους χριστιανούς ήταν η ποικιλομορφία και η σύγκρουση και όχι η ομοιομορφία και η συμφωνία. Δεν πρέπει επίσης να παραθεωρήσουμε το γεγονός ότι εκείνοι που προτίθενται να επιβάλουν μια άποψη της χριστιανικής ιστορίας, η οποία συνάδει με την θεώρησή τους το πράττουν από μια προνομιακή θέση. Αν και μάλλον δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε, τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνει αυτό όσον αφορά ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας (πόσες φορές άραγε παντρεμένοι ετεροφυλόφιλοι έχουν κάνει διάλεξη σε γκέι και λεσβίες για να τους πείσουν να «επιλέξουν την αγαμία» ή πόσες φορές άνδρες έχουν επιπλήξει τις γυναίκες τους επειδή αμφισβητούν την πατριαρχική τους μεταχείριση;), πρόκειται για κάτι που ισχύει και με την προώθηση του ειρηνισμού. Επειδή, είναι εύκολο να είσαι ειρηνιστής ως λευκός Αμερικανός της μεσαίας τάξης που ζει στη Νέα Αγγλία, και αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η κοινωνία– ο κόσμος βασικά- είναι διαρθρωμένος κατά τέτοιον τρόπο ώστε να σε απομονώνει από τη βία και αναμφίβολα είναι δυνατόν κάποιος να υιοθετήσει από αυτήν την ασφαλή θέση έναν ριζοσπαστικό ειρηνισμό, που δεν αφήνει καν χώρο για αυτοάμυνα, μόνο και μόνο επειδή κάποιος άλλος κάνει τη βρώμικη δουλειά για να σας κρατήσει ασφαλείς, καθώς η κοινωνία στο σύνολο της ανησυχεί για την ασφάλειά σας. Αυτό, όμως, δεν ισχύει αν είσαι μια φτωχή ή εργαζόμενη γυναίκα παγιδευμένη σε μια κακοποιητική σχέση, αν είσαι ένας μαύρος που ζει υπό την απειλή αστυνομικής βίας, ένας έφηβος ιθαγενής που δέχεται σεξουαλική επίθεση στον καταυλισμό του, ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων που περπατά χέρι-χέρι στον δρόμο ή, σήμερα, ένας Ουκρανός, ο οποίος αντιμετωπίζει τη βαρβαρότητα της ρωσικής εισβολής. Αποτελεί θεμελιώδης έλλειψη συμπόνιας να πιστεύουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι, που ζουν υπό την διαρκή απειλή βίας, θα πρέπει απλώς να αποδεχτούν το επιβαλλόμενο μαρτύριο. Και είναι άκρως προσβλητικό να χρησιμοποιείται μια ευρέως διαψευσμένη άποψη της ιστορίας ως επιχείρημα εναντίον αυτών των ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν σε συνθήκες που ορισμένοι άλλοι δεν αντιμετώπισαν ποτέ.
Το γεγονός είναι ότι στο παρελθόν δεν συμφωνούσαν όλοι μεταξύ τους, και σίγουρα δεν θα συμφωνούσαν όλοι με μια συγκεκριμένη σύγχρονη άποψη. Επιπλέον, σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πολύ διαφορετικές αλλά εξίσου πραγματικές εμπειρίες με τις δικές μας. Συμπεριφερόμαστε με μια κατάφωρη και τολμώ να πω, με αντιχριστιανική περιφρόνηση προς αυτούς τους ανθρώπους όταν κατασκευάζουμε ένα ψευδές αφήγημα για το παρελθόν και στη συνέχεια δηλώνουμε, ότι οι παραπάνω άνθρωποι πρέπει να συμμορφωθούν σύμφωνα με αυτό το φαντασιακό παρελθόν. Η ιστορία δεν μπορεί να μας διδάξει κάτι που δεν θέλουμε να μάθουμε, αλλά μερικές φορές οι άλλοι άνθρωποι μπορούν. Καλό θα ήταν να τους ακούμε.
[1] Hunter, David. G.“A Decade of Research on Early Christians and Military Service,” Religious Studies Review 8/2 (1992): 87-9, p. 92