Δημόσια ζωή, Εκπαίδευση και Ακαδημία

Συμβουλές για το μέλλον της θρησκείας στην Αμερική από ένα κολεγιακό μάθημα

Δημοσιεύθηκε στις: 21 Σεπτεμβρίου, 2023
Σύνολο προβολών 30
Αξιολόγηση αναγνωστών:
5
(1)
Reading Time: 6 minutes
Διαθέσιμο επίσης στα: English | Русский
classroom

Όταν οι New York Times ρώτησαν πρόσφατα τους αναγνώστες τους να τους πουν γιατί εγκατέλειψαν τη θρησκεία τους, περίπου 7.000 άτομα ανταποκρίθηκαν («Why Do People Lose Their Religion?» [Γιατί οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τη θρησκεία τους;], 7 Ιουνίου 2023). Προφανώς, υφίστανται πολλά συσσωρευμένα οδυνηρά συναισθήματα σχετικά με το εν λόγω ζήτημα. Ένα εξίσου ενδιαφέρον ερώτημα, ωστόσο, είναι το εξής: «Γιατί οι άνθρωποι διατηρούν τη θρησκεία τους;». Πρόκειται για ένα ερώτημα που εξετάστηκε σε ένα μάθημα για τη θρησκεία στην αμερικανική ιστορία, το οποίο δίδασκα την περασμένη άνοιξη στο Πανεπιστήμιο Fordham («Αμερικανικά θρησκευτικά κείμενα και παραδόσεις»).

Η τάξη των τριάντα προπτυχιακών φοιτητών σε αυτό το Καθολικό ίδρυμα προερχόταν από ποικίλες θρησκευτικές καταβολές (αλλά και από μη-θρησκευτικές), ενώ εγώ ο ίδιος είμαι ορθόδοξος ιερέας. Το ακαδημαϊκό φάσμα της τάξης ήταν ευρύ και σχεδόν ισομερώς κατανεμημένο μεταξύ δευτεροετών, τριτοετών και τελειόφοιτων (συν μερικούς πρωτοετείς). Ανάμεσά τους δεν υπήρχε ούτε ένας φοιτητής θεολογίας ή θρησκευτικών σπουδών. Σπούδαζαν αγγλικά, ιστορία, πολιτικές επιστήμες,  διεθνείς σπουδές, ψυχολογία, εικαστικές τέχνες, «ανθρωπιστικές σπουδές» (αντιμετώπιση καταστροφών, συγκρούσεων, φτώχειας, υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων), τηλεπικοινωνίες,  ψηφιακή τεχνολογία, βιολογία, ψυχολογία, αστικές μελέτες  –και οι περισσότεροι– διοίκηση επιχειρήσεων, οικονομικά, μάρκετινγκ και λογιστική.

Στην αρχή του μαθήματος, τους έδωσα να συμπληρώσουν μια έρευνα σχετικά με τη θρησκεία. Το θρησκευτικό τους υπόβαθρό ήταν κατά κύριο λόγο χριστιανικό (καθολικοί, επισκοπιανοί, προτεστάντες και ένας είχε μητέρα Ρωσίδα ορθόδοξη), αλλά υπήρχαν και Βουδιστές, Ινδουιστές, Σιχ, αγνωστικιστές και άθεοι. Το 44% δήλωσε ότι η θρησκεία ήταν «αρκετά σημαντική» στη ζωή τους, και ένα εξίσου μεγάλο ποσοστό 44% δήλωσε ότι «δεν είναι πολύ σημαντική». Μόνο το 12% δήλωσε ότι η θρησκεία ήταν «πολύ σημαντική». Λίγοι επισκέπτονται κάποιο χώρο λατρείας (το 84% δήλωσε ότι «σπάνια» ή «ποτέ» δεν παρίσταται), αν και κατά τη διάρκεια της ανατροφής τους το 64% είχε παρευρεθεί με την οικογένειά σε θρησκευτική τελετή τουλάχιστον για μία φορά το μήνα. Λίγοι είχαν ανατραφεί χωρίς καμία θρησκευτική πρακτική. Παρόλα αυτά, πολύ περισσότεροι από τους μισούς μαθητές της τάξης (62%) δήλωσαν ότι προσεύχονται «συχνά», «μερικές φορές» ή «σε περιόδους κρίσης». Τίποτα από αυτά δεν ήταν απροσδόκητο. Η απομάκρυνσή τους από τη θεσμική θρησκευτική πίστη- διατηρώντας παράλληλα μια αίσθηση πνευματικότητας – ταιριάζει με την ευρύτερη κοινωνική τάση στις ΗΠΑ. Αυτό όμως που με εξέπληξε ήταν ότι τρέφουν ενδιαφέρον για την ιστορία της θρησκείας στην Αμερική και προβληματίζονται ενεργά για το θρησκευτικό μέλλον της Αμερικής.

Στην αρχή του μαθήματος μιλήσαμε για το γιατί μπορεί η θρησκεία να είναι σημαντική στη ζωή των ανθρώπων. Η τάξη εξέφρασε την άποψη ότι η πίστη μπορεί να προσφέρει  παρηγοριά, αίσθηση κοινότητας, ελπίδα και σκοπό. Συνδέει τους ανθρώπους με μια παράδοση, έναν ηθικό κώδικα και μια αίσθηση ασφάλειας και εσωτερικής προστασίας σε περιόδους τραγωδίας. Αλλά οι λόγοι για τους οποίους η θρησκεία έχει χάσει τη σημασία της σήμερα είναι αρκετά περισσότεροι.

  • Υποκρισία.
  • Ο Θεός έχει καταστεί μια υπεκφυγή για την μη-ανάληψη προσωπικής ευθύνης.
  • Η θρησκεία σχετίζεται πολύ με ακραίες αντιλήψεις.
  • Η αίσθηση της κοινότητας μπορεί να βρεθεί και αλλού.
  • Οι τραγωδίες οδηγούν τους ανθρώπους στην αμφισβήτηση.
  • Υπάρχουν πάρα πολλές εσωτερικές θρησκευτικές συγκρούσεις και περιπλοκές.
  •  Η θρησκευτική παράδοση καθίσταται πολύ περιοριστική.
  • Πεποιθήσεις και πρακτικές είναι ξεπερασμένες και δεν ισχύουν πλέον.
  • Η πνευματική ζωή είναι δυνατή χωρίς ένταξη σε μια συγκεκριμένη θρησκεία.

Προφανώς, οι μαθητές δεν χρειάστηκε να ψάξουν πολύ για λόγους που να τους οδηγήσουν στην εγκατάλειψη της θρησκείας. Επιπλέον, η έρευνά τους επί της θρησκείας στην αμερικανική ιστορία επιβεβαίωσε πολλές από τις υποθέσεις τους. Μεγάλο μέρος αυτής της ιστορίας συνδέεται με τη μισαλλοδοξία, την αδικία και την κακομεταχείριση, ενώ καμία θρησκευτική ομάδα δεν είναι απαλλαγμένη από αυτά τα στίγματα. Παπικά διατάγματα και αποικιακοί νόμοι που υποστηρίχθηκαν από την εκκλησία επέτρεψαν την καταπίεση και την υποδούλωση ιθαγενών πληθυσμών και Αφρικανών. Πουριτανοί κληρικοί προήδρευαν σε δίκες μαγισσών στη Νέα Αγγλία και καταδίωκαν τους διαφωνούντες. Οι εκκλησίες των περισσότερων ομολογιών συνεργάστηκαν με τον θεσμό της δουλείας και συνέβαλλαν στη φυλετική καταπίεση, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία. Οι θρησκευτικοί νεωτεριστές και οι μετανάστες, οι οποίοι έφεραν τις δικές τους μορφές θρησκευτικής πίστης αναπόφευκτα εξοστρακίστηκαν και καταδιώχθηκαν από την κυρίαρχη πλειοψηφία. Καθολικοί, Κουάκεροι, Μορμόνοι, πιστοί της χριστιανικής επιστήμης, Εβραίοι, Βουδιστές, Σιχ, Μουσουλμάνοι, Ινδουιστές -και Ορθόδοξοι Χριστιανοί- έχουν όλοι περάσει από αυτή τη συχνά βίαιη αμερικανική διαδικασία τελετουργικού εξευτελισμού. Αλλά μόλις οι θρησκευτικές ομάδες έγιναν αποδεκτές οργανώθηκαν σε όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος για να ασκήσουν πιέσεις για τις πολιτικές που προτιμούν, ώστε να διαμορφώσουν την τοπική, πολιτειακή και εθνική κυβέρνηση, ασκώντας τα συνταγματικά τους δικαιώματα για την ελεύθερη άσκηση της θρησκείας και την ελευθερία του λόγου.

Οι φοιτητές ταράχθηκαν από την προθυμία με την οποία θέλησαν οι θρησκευτικές ομάδες να χρησιμοποιήσουν την πολιτική εξουσία με σκοπό τη διαμόρφωση της κοινή γνώμης, ακόμη και αν αυτό σήμαινε καταπάτηση του κοινού καλού και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

Αλλά αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Ο Τόμας Τζέφερσον ανησυχούσε ότι το όραμά του για τον διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος θα παρέμενε ανεκπλήρωτο λόγω της ισχυρής επιρροής της θρησκευτικής κοινής γνώμης. Σε επιστολή του το 1818
στον εξέχοντα Εβραίο ηγέτη Μορδεχάι Μάνουελ Νόα  ο Τζέφερσον παραδέχτηκε ότι «απομένουν να γίνουν περισσότερα, διότι αν και είμαστε νομικά ελεύθεροι, στην πράξη δεν είμαστε. Η κοινή γνώμη αυτοαναγορεύεται σε ιεροεξεταστική επιτροπή και ασκεί το αξίωμά της με τόσο φανατισμό υποδαυλίζοντας τις φλόγες ενός άουτο-ντα-φε».

Αυτό που προκαλεί όνειδος είναι ότι η χριστιανική κοινή γνώμη υποστήριξε και δικαιολόγησε τη δουλεία. Ο Φρέντερικ Ντάγκλας κατακεραύνωσε αυτήν την στάση στο παράρτημα της αυτοβιογραφίας του, η οποία εκδόθηκε το 1845, με τίτλο Αφήγηση της ζωής ενός Αμερικανού σκλάβου.

[Μεταξύ] του χριστιανισμού αυτής της χώρας και του χριστιανισμού του Χριστού, παρατηρώ ένα ευρύ χάσμα – τόσο μεγάλο, ώστε το να δεχτείς τον έναν [χριστιανισμό Σ.τ.Μ] ως καλό, αγνό και ιερό, σημαίνει αναγκαστικά να απορρίψεις τον άλλο ως κακό, διεφθαρμένο και πονηρό. Το να είσαι πιστός του ενός, σημαίνει να είσαι υποχρεωτικά εχθρός του άλλου. Αγαπώ τον καθαρό, ειρηνικό και αμερόληπτο χριστιανισμό του Χριστού: Επομένως, μισώ τον διεφθαρμένο, δουλοκτητικό, μισογυνικό, ληστρικό, μεροληπτικό και υποκριτικό χριστιανισμό αυτής της χώρας. Πράγματι, δεν βλέπω κανέναν λόγο, παρά μόνο δολιότητα, στο να αποκαλείται «χριστιανισμός» η θρησκεία αυτής της χώρας.

Παρόλα αυτά οι φοιτητές ήταν επίσης προβληματισμένοι λόγω της παρουσίας σθεναρής πίστης στη ζωή ανθρώπων όπως ο Φρέντερικ Ντάγκλας. Ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά την αξιοπρέπεια, τη δύναμη και τον σκοπό που «ο χριστιανισμός του Χριστού» παρείχε σε τόσους πολλούς σκλάβους· και από την ηλικία των 22 ετών ήταν εγκεκριμένος ιεροκήρυκας της Αφρικανικής Επισκοπικής Εκκλησίας των Μεθοδιστών της Σιών. Αν οι μαθητές ενοχλούνταν από ένα μεγάλο μέρος της θρησκευτικής ιστορίας της Αμερικής, παράλληλα, προβληματίζονταν λόγω πολλών ανθρώπων στην αμερικανική ιστορία που αντιστάθηκαν στη λαϊκή θρησκευτική γνώμη, διατηρώντας παράλληλα την πίστη τους στον Θεό της εμπειρίας τους –Αν Χάτσινσον, Ρότζερ Γουίλιαμς, Γουίλιαμ Πεν, Σότζερνερ Τρουθ, Χάριετ Τάμπμαν, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Ντόροθι Ντέι, Ντάνιελ Μπέριγκαν και πολλοί άλλοι. Η θρησκευτική πίστη υπήρξε μια βαθιά και ανεξήγητη πηγή προσωπικής δύναμης, κοινωνικής δικαιοσύνης, κοινωνικής υπηρεσίας, δέσμευσης και συμμετοχής. Οι φοιτητές εντυπωσιάστηκαν επίσης από τη θεαματική ποικιλομορφία των αμερικανικών θρησκευτικών εκφράσεων και την αμοιβαία επιρροή τους με την πάροδο του χρόνου. Παρά τα θεσμικά του ελαττώματα, είδαν τον Χριστιανισμό -ως την πλειοψηφούσα πίστη- να αποκτά ολοένα και πιο οικουμενικό χαρακτήρα στην 400χρονη ιστορία του, με νέες μορφές και συνεχή προσαρμογή, αλλά με τον ίδιο πυρήνα πίστης στον Χριστό.

Την τελευταία ημέρα του μαθήματος ζήτησα τη συμβουλή τους. «Τι θα θέλατε να λάβουν υπόψιν τους οι θρησκευτικοί ηγέτες για το μέλλον της θρησκείας στην Αμερική;»

  • Αποδοχή της ποικιλομορφίας – δημιουργία ενός φιλόξενου και χωρίς αποκλεισμούς περιβάλλοντος.
  • Δημιουργία ευκαιριών για διαθρησκειακό διάλογο και συνεργασία, ίσως σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα.
  • Ενεργή προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και καταπολέμηση των ανισοτήτων
  • Αναγνώριση της εξάπλωσης των μη-ομολογιακών εκκλησιών, δεδομένου ότι οι άνθρωποι είναι λιγότερο συνδεδεμένοι με ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό καθίδρυμα.
  • Αποδοχή του γεγονότος ότι οι παραδόσεις μπορούν να προσαρμοστούν στα μεταβαλλόμενα κοινωνικά πρότυπα χωρίς να χάσουν τον πυρήνα τους: δεν ισχύει το «όλα ή τίποτα».
  • Υιοθέτηση νέων τεχνολογιών.
  • Ενθάρρυνση ερωτημάτων και διανοητικής περιέργειας.
  • Να είναι προσεχτικοί όσον αφορά τα κατοχυρωμένα ιδιοτελή συμφέροντα των θρησκευτικών ηγεσιών και τη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης που δρα ως ανασταλτικός παράγοντας για την ανάληψη δράσης και την προώθηση του καλού των ανθρώπων και της κοινότητας.

Όπως είπε κι ένας μαθητής: «Θα πρέπει να ενθαρρύνουν τα μέλη τους να κάνουν ερωτήσεις, να αναζητούν τη γνώση και να συμμετέχουν σε ουσιαστικές συζητήσεις σχετικά με την πίστη, την ηθική και τη δεοντολογία. Με αυτόν τον τρόπο, οι θρησκευτικοί ηγέτες μπορούν να δημιουργήσουν μια ζωντανή και προσιτή θρησκευτική κοινότητα που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των μελών της και συμβάλλει θετικά στην κοινωνία.» Πρόκειται για μια πολύτιμη συμβουλή καθώς οι θρησκευτικοί ηγέτες αγχώνονται για τη μείωση της προσέλευσης. Όπως οι περισσότεροι δάσκαλοι, δεν θα μάθω ποτέ τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτού του μαθήματος στις ακαδημαϊκές αναζητήσεις, την καριέρα και την προσωπική ζωή των μαθητών. Ένιωσα, όμως, προνομιούχος που με άφησαν να εισέλθω στη σκέψη τους για ένα θέμα, το οποίο είναι τόσο σημαντικό για εμένα. Κι εάν προκάλεσα έστω και μια ελάχιστη αμφιβολία σχετικά με την ευχέρεια απόρριψης της θρησκευτικής πίστης, τότε αυτό το θεωρώ επιτυχία.

Print Friendly, PDF & Email

To ιστολόγιο Δημόσια Ορθοδοξία (Public Orthodoxy) επιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών,των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.

Σχετικά με τον συγγραφέα

Have something on your mind?

Thanks for reading this article! If you feel that you ready to join the discussion, we welcome high-caliber unsolicited submissions. Essays may cover any topic relevant to our credo – Bridging the Ecclesial, the Academic, and the Political. Follow the link below to check our guidlines and submit your essay.

Proceed to submission page

Αξιολογήστε αυτήν τη δημοσίευση

Σας φάνηκε ενδιαφέρον αυτό το άρθρο;

Κάντε κλικ στα αστεράκια για να το αξιολογήσετε!

Average rating 5 / 5. Vote count: 1

Γίνετε ο πρώτος/η που θα αξιολογήσει αυτό το άρθρο.

Μοιραστείτε αυτήν την δημοσίευση

Contacts

Dr. Nathaniel Wood
Managing Editor
nawood@fordham.edu

Αποποίηση ευθυνών

Public Orthodoxy seeks to promote conversation by providing a forum for diverse perspectives on contemporary issues related to Orthodox Christianity. The positions expressed in the articles on this website are solely the author’s and do not necessarily represent the views of the editors or the Orthodox Christian Studies Center.

Σχετικά με το έργο

Μια Δημοσίευση του Κέντρου Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου
Φόρντχαμ